Η Ευρώπη μπορεί να χάνει το πιο κρίσιμο αναπτυξιακό κύμα της δεκαετίας. Όλο και πιο συχνά αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με το «AI productivity gap» ανάμεσα σε Ευρώπη και ΗΠΑ που απειλεί να εξελιχθεί σε δομικό μακροοικονομικό τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
Οι επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Η ιδιωτική επενδυτική δαπάνη σε τεχνητή νοημοσύνη στις ΗΠΑ εκτιμάται έως και δεκαπλάσια της αντίστοιχης ευρωπαϊκής. Η Silicon Valley, έχει δημιουργήσει ένα ολόκληρο οικοσύστημα που ήδη ανατροφοδοτεί την παραγωγικότητα.
Αντίθετα, στην Ευρώπη, όπου οι διαδικασίες παραμένουν πιο αργές και οι επενδύσεις συχνά εμφανίζονται ανάμεσα σε ρυθμιστικές απαιτήσεις και δημοσιονομικούς περιορισμούς, η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης παραμένει εξαιρετικά αργή.
Αυτό το χάσμα δεν προκαλεί απλώς τεχνολογική υστέρηση, αλλά διαμορφώνει ένα διαφορετικό τοπίο για την οικονομική ανάπτυξη. Τα στοιχεία σχετικών ερευνών δείχνουν οτι, χωρίς την ώθηση της AI, η ΕΕ ενδέχεται να παραμείνει εγκλωβισμένη σε ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 1% για την επόμενη πενταετία.
Αντίστοιχα, προειδοποιούν οτι η αναπτυξιακή δυναμική που ήδη αποδίδει η τεχνητή νοημοσύνη στην αμερικανική παραγωγικότητα δεν εμφανίζεται στην Ευρώπη. Κι αυτό τη στιγμή που οι δημοσιονομικές ανάγκες της επόμενης δεκαετίας θα απαιτήσουν ακόμα υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Επείγει η αναβάθμιση ψηφιακών υποδομών
Το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο αν συνδεθεί με τις ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη. Από το 2026, οι κανόνες δημοσιονομικής εποπτείας γίνονται αυστηρότεροι, γεγονός που αναμένεται να περιορίσει τις δημόσιες επενδύσεις.
Η εξέλιξη αυτή όμως έρχεται σε μια περίοδο που η γηραιά ήπειρος χρειάζεται επειγόντως αναβάθμιση ψηφιακών υποδομών, ενώ η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί σταθερές ροές κεφαλαίων.
Αν η παραγωγικότητα, ο πιο κρίσιμος δείκτης μακροπρόθεσμης ευημερίας, δεν ενισχυθεί, ο συνδυασμός των νέων δημοσιονομικών περιορισμών με την τεχνολογική υστέρηση μπορεί να δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Οι ελληνικές ανησυχίες
Αυτό το πλαίσιο αποκτά ιδιαίτερο βάρος στην Ελλάδα. Μια οικονομία που στηρίζεται σε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, με περιορισμένη πρόσβαση σε κεφάλαιο και χαμηλή τεχνολογική ένταση, βρίσκεται αναπόφευκτα περισσότερο εκτεθειμένη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι ελληνικές ΜμΕ δεν διαθέτουν μόνο μικρό περιθώριο για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, αλλά συχνά, δεν διαθέτουν ούτε το ανθρώπινο δυναμικό για να τις αξιοποιήσει.
Τα στοιχεία της Eurostat για τις ψηφιακές δεξιότητες των εργαζομένων δείχνουν οτι η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ, με σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού να μην έχει βασικές ψηφιακές δεξιότητες, πόσο μάλλον εξειδίκευση σε συστήματα τεχνητής νοημοσύνης.
Σε αυτό το περιβάλλον, το τεχνολογικό χάσμα παραγωγικότητας, μετατρέπεται από διεθνή τάση σε εγχώριο συστημικό κίνδυνο. Μια οικονομία που επιδιώκει να διατηρήσει ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% τα επόμενα χρόνια και ταυτόχρονα να χρηματοδοτήσει τις αυξανόμενες ανάγκες για άμυνα, υποδομές, ενέργεια και ψηφιακό εκσυγχρονισμό, είναι αναγκασμένη να αναζητήσει την παραγωγικότητα όπου μπορεί να βρεθεί.
Αν όμως η Ευρώπη συνολικά μείνει εκτός του νέου κύματος τεχνολογικής ανάπτυξης, η Ελλάδα θα βρεθεί ακόμη πιο πίσω, έχοντας μικρότερη δυνατότητα να παρακολουθήσει τις εξελίξεις.
Η οικονομική εξάρτηση
Το ευρωπαϊκό τοπίο επιβαρύνεται και από έναν δεύτερο παράγοντα: τη γεωοικονομική εξάρτηση. Τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης που διαμορφώνουν την παραγωγικότητα της επόμενης γενιάς αναπτύσσονται κατά κύριο λόγο σε αμερικανικές υποδομές. Το ίδιο ισχύει για τα chips, τα cloud data centers, ακόμη και για το λογισμικό που χρησιμοποιούν ευρωπαϊκές εταιρείες.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι αυτή η εξάρτηση δημιουργεί όχι μόνο τεχνολογικό χάσμα, αλλά και γεωπολιτικό μειονέκτημα. Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που κινείται προς μια στρατηγική αυτονομία, η Ευρώπη παραμένει εξαρτημένη από εξωτερικούς παρόχους την ώρα που προσπαθεί να οικοδομήσει την δική της βιομηχανική στρατηγική.
Η συζήτηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην ελληνική περίπτωση, όπου η στρατηγική για την ψηφιακή μετάβαση συνδέεται άμεσα με την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη μετακίνηση της οικονομίας σε δραστηριότητες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
Αν η ΕΕ δεν καταφέρει να επενδύσει εγκαίρως στις απαραίτητες υποδομές, η Ελλάδα θα λειτουργεί σε μια αγορά που συνολικά κινείται με χαμηλότερη ταχύτητα. Και, όπως δείχνει η μακροοικονομική εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, όταν η παραγωγικότητα μένει στάσιμη, οι οικονομίες δυσκολεύονται να συγκρατήσουν τις ανισορροπίες που παράγονται.
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Στο μικροσκόπιο Shein - Temu για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας

