Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο· αλλά πρώτα, θα χρειαστεί μερικά τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η JPMorgan Chase εκτιμά ότι η νέα γενιά υπερυπολογιστικών data centers, που χτίζουν οι τεχνολογικοί κολοσσοί για να τροφοδοτήσουν την AI, θα απαιτήσει τουλάχιστον 5 τρισ. δολάρια μέσα στην επόμενη πενταετία – ποσό που μπορεί να φθάσει έως και τα 7 τρισ..
Μόνο από την αγορά επενδυτικής βαθμίδας εταιρικών ομολόγων θα χρειαστούν περίπου 1,5 τρισ., ενώ ακόμη και με τη βοήθεια των αγορών υψηλής απόδοσης και των ιδιωτικών κεφαλαίων, το κενό χρηματοδότησης εκτιμάται στα 1,4 τρισ. δολάρια.
«Το ερώτημα δεν είναι ποια αγορά θα χρηματοδοτήσει την έκρηξη της AI, αλλά πώς θα δομηθούν οι συναλλαγές ώστε να αντλήσουν ρευστότητα από κάθε πιθανή πηγή», σημειώνουν οι στρατηγικοί αναλυτές της τράπεζας, με επικεφαλής τον Tarek Hamid.
Ο λογαριασμός της τεχνητής νοημοσύνης
Οι υπολογισμοί αυτοί αποτυπώνουν το μέγεθος μιας επενδυτικής φρενίτιδας που ήδη επηρεάζει κάθε γωνιά των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, οι συνολικές κεφαλαιουχικές δαπάνες για την AI θα φθάσουν τα 2,9 τρισ. δολάρια έως το 2028, όμως οι ίδιοι οι hyperscalers —Meta, Amazon, Alphabet, Microsoft, Oracle— θα παράγουν εσωτερικά ρευστότητα μόλις 1,4 τρισ.. Το υπόλοιπο θα πρέπει να προέλθει από τις αγορές, οδηγώντας σε ένα κύμα έκδοσης χρέους χωρίς προηγούμενο.
Η ζήτηση για νέες υποδομές είναι τόσο έντονη που πλέον περιορίζεται από φυσικά εμπόδια —την ενέργεια, τη γη και τους ίδιους τους υπολογιστικούς πόρους.
Την ίδια στιγμή, τα ομόλογα των τεχνολογικών γιγάντων σπάνε κάθε ρεκόρ: η Meta άντλησε 30 δισ. δολάρια, η Oracle 18 δισ., ενώ η Alphabet ετοιμάζει νέα υπερέκδοση με λήξεις έως και 50 ετών.
Το σχέδιο Hyperion: ένα Μανχάταν για την AI
Σε μια αγροτική περιοχή της Λουιζιάνα, οι μπουλντόζες ισοπεδώνουν εκτάσεις ίσες με το Μανχάταν. Εκεί η Meta Platforms χτίζει το Hyperion (το όνομα βεβαίως από τον Τιτάνα, Υπερίωνα), ένα campus εννέα κτιρίων που θα φιλοξενεί έναν από τους μεγαλύτερους AI υπερυπολογιστές στον κόσμο.
Το εγχείρημα χρηματοδοτείται όχι από τις παραδοσιακές επενδυτικές τράπεζες, αλλά από τον διαχειριστή εναλλακτικών κεφαλαίων Blue Owl Capital, ο οποίος δημιούργησε ένα σχήμα 27 δισ. δολαρίων με συμμετοχή 80% δική του και 20% της Meta. Η χρηματοδότηση περιλαμβάνει ιδιωτική έκδοση ομολόγων προς θεσμικούς επενδυτές, ενώ η Meta θα μισθώσει το συγκρότημα μετά την ολοκλήρωσή του το 2029.
Η δομή αυτή επιτρέπει στη Meta να διατηρεί το χρέος εκτός ισολογισμού, καταγράφοντάς το ως μη διαπραγματεύσιμη συμμετοχή – ένα παράδειγμα της δημιουργικής χρηματοδότησης που καθορίζει πλέον τον κλάδο. Όπως σημειώνει η Arthur D. Little, που συμμετείχε ως σύμβουλος στη συναλλαγή, το Hyperion «μετατρέπει τα data centers σε επενδύσιμη κατηγορία περιουσιακού στοιχείου».
Η νέα αλυσίδα: από τη Nvidia στις “neoclouds”
Στην καρδιά αυτής της επενδυτικής αλυσίδας βρίσκεται η Nvidia, που όχι μόνο προμηθεύει τα chips αλλά και χρηματοδοτεί τους βασικούς πελάτες της. Η CoreWeave, που ξεκίνησε ως εταιρεία crypto-mining, εξελίχθηκε σε κορυφαίο “neocloud” πάροχο χάρη σε στρατηγικές επενδύσεις της Nvidia και σε συμφωνίες αγοράς της πλεονάζουσας χωρητικότητάς της έως το 2032.
Η σχέση είναι αμοιβαία επωφελής – και εξαιρετικά ριψοκίνδυνη. Οι αναλυτές υπενθυμίζουν ότι αντίστοιχες δομές vendor financing στην εποχή των dot-com κατέρρευσαν όταν η ζήτηση για τηλεπικοινωνιακές υποδομές εξανεμίστηκε.
Τώρα, όμως, η πίστη των επενδυτών βασίζεται στην «πιστοληπτική καθαρότητα» των Big Tech. Ακόμη κι έτσι, ο κίνδυνος υπερ-επέκτασης είναι υπαρκτός: η CoreWeave ήδη δαπανά περισσότερα σε τόκους απ’ ό,τι κερδίζει από τη λειτουργία της, με το μέσο επιτόκιο του χρέους της να φθάνει το 12,3%.
Το παιχνίδι των εγγυήσεων: Google, miners και junk bonds
Η Google αξιοποιεί ακόμη πιο ευφάνταστες τεχνικές: εγγυάται τις υποχρεώσεις τρίτων ώστε να εξασφαλίσει μελλοντική πρόσβαση σε cloud χωρητικότητα.
Πρόσφατα ανέλαβε να «εγγυηθεί» πάνω από 4,6 δισ. δολάρια υποχρεώσεων της ιδιωτικής εταιρείας Fluidstack προς δύο πρώην crypto miners, τις TeraWulf και Cipher Mining, λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα δικαιώματα αγοράς μετοχών.
Με την υπογραφή της Google, οι εταιρείες αυτές κατάφεραν να αντλήσουν κεφάλαια από την αγορά υψηλής απόδοσης —η TeraWulf μάλιστα εξέδωσε 3,2 δισ. σε ομόλογα με αξιολόγηση BB από τη Fitch.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο junk bond deal μετά το ιστορικό LBO της RJR Nabisco το 1989. Το μήνυμα είναι σαφές: ακόμη και εταιρείες χωρίς κερδοφορία μπορούν να βρουν πρόσβαση στις αγορές εφόσον έχουν έναν τεχνολογικό κολοσσό για «εγγυητή».
Η επέλαση του ιδιωτικού χρέους
Καθώς οι τραπεζικοί κανονισμοί μετά το 2008 περιορίζουν τα όρια δανεισμού, η αγορά του private credit εξελίσσεται σε βασικό αιμοδότη της τεχνολογικής επέκτασης.
Τα funds όπως η Blue Owl, η Blackstone, η Pimco και η KKR ανταγωνίζονται για να προσφέρουν πιο ευέλικτες δομές σε κολοσσούς που θέλουν να αποφύγουν να «βαρύνουν» τους ισολογισμούς τους.
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, σχεδόν 800 δισ. δολάρια από το συνολικό πακέτο επενδύσεων στην AI ως το 2028 θα καλυφθούν μέσω τέτοιων ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων. Ήδη, η Blue Owl έχει κλείσει τρεις διαδοχικούς γύρους συνολικού ύψους άνω των 40 δισ., καθιστώντας τα data centers «την πιο επικερδή κατηγορία υποδομών» αυτή τη στιγμή.
Το μεγάλο στοίχημα
Η κούρσα της τεχνητής νοημοσύνης μετατρέπει την ίδια τη χρηματοδότηση σε νέο πεδίο καινοτομίας.
Από τα υπερμακροπρόθεσμα ομόλογα των 50 ετών μέχρι τα ιδιωτικά σχήματα χρηματοδότησης τύπου Hyperion, η Wall Street αναπροσαρμόζει τους κανόνες του παιχνιδιού για να καλύψει την ακόρεστη ζήτηση.
Όμως, όσο το χρήμα ρέει και η αισιοδοξία κυριαρχεί, παραμονεύει ο κίνδυνος της υπερβολής. «Ακόμη κι αν όλα δουλέψουν τέλεια, θα υπάρξουν θεαματικοί νικητές και εξίσου θεαματικοί χαμένοι», σημειώνουν οι αναλυτές της JPMorgan.
Η τεχνητή νοημοσύνη πράγματι μπορεί να μεταμορφώσει την παγκόσμια οικονομία —αρκεί η χρηματοδότηση της επανάστασης να μη μετατραπεί στο επόμενο κεφάλαιο μιας τεχνολογικής φούσκας.
Πηγή: naftemporiki.gr
Διαβάστε επίσης: Η άγνωστη σύνδεση χρυσού - πλατίνας που εκπέμπει SOS για την αγορά μετοχών

