Του Ξένιου Μεσαρίτη
Σύμφωνα με τον ιστορικό Yuval Noah Harari, τα ίδια τρία προβλήματα απασχολούσαν τους ανθρώπους για χιλιάδες χρόνια, είτε στην Κίνα του 20ού αιώνα είτε στην Ινδία κατά τον Μεσαίωνα είτε στην αρχαία Αίγυπτο. Στην κορυφή του καταλόγου των προβλημάτων της ανθρωπότητας βρίσκονταν πάντα ο λιμός, οι επιδημίες και οι πόλεμοι.
Οι πανδημίες, ως τυχαίος και αστάθμητος παράγοντας στην ιστορική εξέλιξη, έπαιξαν πολλές φορές καταλυτικό ρόλο στη συνέχεια και στην επέλευση ριζικών ανατροπών και ανακατατάξεων. Οι πολύβουες πόλεις, που συνδέονταν μεταξύ τους με ένα ατέλειωτο ρεύμα εμπόρων, αξιωματούχων και προσκυνητών, ήταν το θεμέλιο του ανθρώπινου πολιτισμού και το ιδανικό εκτροφείο παθογόνων οργανισμών.
Ο λοιμός των Αθηνών, ο οποίος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είχε μεταδοθεί στον Πειραιά από την Αιθιοπία και την Αίγυπτο μέσω των εμπορικών οδών, είχε οδηγήσει στον θάνατο ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της πόλης, ανάμεσα στους οποίους και τον ίδιο τον Περικλή και την οικογένειά του. Η επιδημία εκδηλώθηκε αρχικά το 430 π.Χ., κατά τον δεύτερο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου, εν μέσω της πολιορκίας της πόλης από τους Σπαρτιάτες, αποτελώντας σημαντικό παράγοντα της ήττας των Αθηναίων, αφού είχε ήδη υπονομεύσει εκ των έσω την ισχύ της.
Η μαύρη πανούκλα που εκδηλώθηκε το 1346 μ.Χ., οδήγησε στον θάνατο πάνω από το 1/3 του πληθυσμού της Ευρώπης. Η πανδημία τότε, πέραν των τεράστιων δημογραφικών και οικολογικών επιπτώσεων που επέφερε, άλλαξε άρδην το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό οικοδόμημα της Δυτικής Ευρώπης. Όπως αναφέρει ο οικονομολόγος Stephan Epstein, ο θάνατος τόσων ανθρώπων είχε ως αποτέλεσμα, σε χώρες όπως η Αγγλία, να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων, ώστε οι ίδιοι να απαιτήσουν υψηλότερους μισθούς αλλά και πτώση των επιτοκίων, λόγω της υψηλής ζήτησης για καταναλωτικό δανεισμό. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Harvard Paul Schmelzing, ενισχύοντας την άποψη για την αλλαγή που έγινε, τονίζοντας ότι «ο Μαύρος Θάνατος δημιούργησε τα μέσα για αύξηση της κατανάλωσης από μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού – αλλά η τραυματική εμπειρία της ξαφνικής αποχώρησης από τη γήινη ζωή (λόγω της υψηλής θνησιμότητας της πανδημίας της πανούκλας) προκάλεσε επίσης την ώθηση να απολαύσουν στο έπακρο τη ζωή ενώ ακόμα είχαν τη δυνατότητα».
Ο κορωνοϊός και ο αρχικός εφησυχασμός
Ο κορωνοϊός, σε λιγότερο από δύο μήνες, μετά και τον χαρακτηρισμό της κρίσης από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως πανδημίας, στις 11 Μαρτίου 2020, ήρθε να επιταχύνει εξελίξεις και μεταβολές σε έναν ήδη ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο. Οι διεθνείς παίκτες, και δη τα κράτη και οι παγκόσμιοι οργανισμοί, προσπαθούν καθημερινώς να μετρήσουν δεδομένα και εναλλαγές, ώστε να αντιληφθούν, όσο το δυνατόν καλύτερα, πώς θα διαμορφωθεί η επόμενη μέρα. Περί τα τέλη Ιανουαρίου του 2020, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε ενημερώσει τους Υπουργούς Οικονομικών των G20 για τη διεθνή οικονομία και ότι επρόκειτο να κινηθεί εφεξής ανοδικά, ενώ η Γενική Διευθύντρια του Ταμείου, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, είχε επισημάνει πως ο κορωνοϊός θα επιβάρυνε ελαφρώς, μόνο κατά 0,1%, την παγκόσμια ανάπτυξη. Η αναφορά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην τελευταία έκθεσή του, αφότου ο κόσμος έχει αλλάξει δραματικά τους τελευταίους τρεις μήνες, καταδεικνύει το πόσο αισιόδοξες ήταν οι προβλέψεις και πόσο είχε υποτιμηθεί από τη διεθνή κοινότητα η εξάπλωση του ιού. Το ΔΝΤ στην έκθεση Απριλίου, λοιπόν, σημειώνει ότι το 2020 η παγκόσμια οικονομία πρόκειται να σημειώσει τη μεγαλύτερη συρρίκνωση από την οικονομική ύφεση του 1930, υποχωρώντας κατά 3% όσον αφορά τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, λόγω της πολιτικής «Μένουμε Σπίτι» που έχει εφαρμοστεί ανά το παγκόσμιο για αντιμετώπιση της εξάπλωσης της πανδημίας και η οποία έχει οδηγήσει σε περιορισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση, οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα δεχθούν το μεγαλύτερο πλήγμα, καταγράφοντας ύφεση της τάξης του 6,1% φέτος, ενώ οι αναπτυσσόμενες οικονομίες πρόκειται να καταγράψουν κατά μέσο όρο μείωση της τάξης του 1% του ΑΕΠ.
Η υγεία αλλάζει άρδην το σκηνικό;
Ένας τομέας που θα αποτελέσει πρόδρομο πολλών αλλαγών στην εικόνα του αύριο, με πολλές δημόσιες συζητήσεις να έχουν ήδη ξεκινήσει για το πώς πρέπει να διασφαλιστεί καλύτερα η διαχείρισή του, είναι προφανώς ο τομέας της υγείας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην τελευταία έκθεση Απριλίου, έχει θέσει ως αρχική του προτεραιότητα και οδηγία προς τα κράτη, για αντιμετώπιση της κρίσης, τη διασφάλιση επαρκών πόρων προς τα εθνικά συστήματα υγείας. Η επέκταση των δημόσιων δαπανών για επιπλέον διαγνωστικούς ελέγχους, αγορά προστατευτικού και ιατρικού εξοπλισμού, επαναπρόσληψη συνταξιοδοτημένου ιατρικού προσωπικού και αύξηση της χωρητικότητας των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας τίθεται ως πρώτη προτεραιότητα από το ΔΝΤ. Επίσης, τονίζεται ότι εμπορικοί αποκλεισμοί για ιατρικά προϊόντα και προϊόντα υγιεινής οφείλουν να αποφεύγονται, ενώ συστήνεται η ύπαρξη διεθνούς αλληλεγγύης προς τις χώρες με συστήματα υγείας περιορισμένων δυνατοτήτων. Το ΔΝΤ επεσήμανε το προφανές, αφού, όπως ανέδειξε η πανδημία, αφενός τα συστήματα υγείας των κρατών προσπαθούν να διαχειριστούν μια αιφνίδια αύξηση των περιστατικών με την πολιτική «Μένουμε Σπίτι» για περιορισμό της εξάπλωσης και αφετέρου η εξάρτηση από τις εισαγωγές ιατρικού εξοπλισμού μπορεί να προκαλέσει ελλείψεις σε επικίνδυνο βαθμό.
Η υγεία του 2020 το νέο τραπεζικό σύστημα του 2008;
Αξιοσημείωτη είναι η τοποθέτηση των οικονομολόγων της Berenberg Bank, οι οποίοι αναφέρουν ότι «η αλλαγή πολιτικής ύστερα από περιόδους κρίσης είναι σύνηθες φαινόμενο, όπως για παράδειγμα η διόρθωση του τραπεζικού συστήματος μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008». Θεωρούν ότι, όπως μετά τη χρηματοοικονομική κρίση υπήρξαν ριζικές αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, αναλόγως θα γίνει επαναξιολόγηση της λειτουργίας των συστημάτων υγείας. Αναμένουν ότι, πέραν των βραχυπρόθεσμων δαπανών για την καταστολή της πανδημίας, θα γίνουν ρυθμιστικές αλλαγές, με περισσότερες δαπάνες στην υγεία και πιο ενεργή εμπορική και βιομηχανική πολιτική εκ μέρους των εθνικών οικονομιών, ώστε να υπάρχει εγχώρια παραγωγή βασικών φαρμάκων και εξοπλισμού.
Στην αναδιάρθρωση του συστήματος υγείας αλλά και γενικά στην αντίληψη που θα ακολουθήσει την επόμενη μέρα της πανδημίας αναφέρεται και ο Rob Cox στον Reuters, δηλώνοντας: «Είναι αναπόφευκτο οι άνθρωποι να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε αποτελεσματική ιατρική περίθαλψη ανεξαρτήτως κόστους. Γενικά, θα αναμένεται ότι τα νοσοκομεία θα έχουν περισσότερες δυνατότητες σε κλίνες και αναπνευστήρες. Αυτό θα έρθει ως μια μεγάλη πρόκληση στην έως τώρα αντίληψη που κυριαρχούσε σε κράτη, για παράδειγμα στις ΗΠΑ, ότι η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι προνόμιο για αυτούς που μπορούν να την αντέξουν οικονομικά. Πιθανότατα μια πιο ευρεία και ποιοτική ιατροφαρμακευτική κάλυψη να σημαίνει αποδεκατισμό των υπηρεσιών των μεσαζόντων, όπως φαρμακευτικών διαχειριστών ή ασφαλιστών».
Ακόμα μια άποψη η οποία φαίνεται να κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο, με αφορμή την πανδημία και τον τομέα της υγείας, είναι η άποψη της «επανατοπικοποίησης». Γάλλοι οικονομολόγοι της Attac σημειώνουν ότι η φαρμακοβιομηχανία έχει μετεγκαταστήσει ολόκληρα τμήματα της παραγωγής της, σε σημείο που το 80% των δραστικών ουσιών των φαρμάκων εισάγεται από την Κίνα και την Ινδία, σε αντίθεση με το 20% πριν από 30 χρόνια, κάτι το οποίο επιφέρει επικίνδυνα συνεπακόλουθα που αναδεικνύονται με την εμφάνιση της πανδημίας. Η κατάληξη στις συγκεκριμένες παραγωγικές επιλογές ήταν απόρροια των σχέσεων ανταγωνιστικότητας-κόστους και του συγκριτικού πλεονεκτήματος του χαμηλού κόστους για τις αναπτυσσόμενες χώρες, που παράγουν πιο φτηνά φαρμακευτικές πρώτες ύλες και ιατρικό εξοπλισμό. Ωστόσο, σύμφωνα με τους οικονομολόγους που υποστηρίζουν την επανατοπικοποίηση, θα πρέπει να λαμβάνεται πλέον υπόψη σε πιο μεγάλο βαθμό το κριτήριο ανταγωνιστικότητας-ρίσκου, ώστε να μπορεί η κάθε κοινωνία να παράγει και να έχει σχετική αυτάρκεια στα αναγκαία ιατρικής φύσης αγαθά, με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση παρόμοιας φύσης κρίσεων.
Από την υγεία στη γενική αναθεώρηση του αναπτυξιακού μοντέλου
Μέσω του διαλόγου γύρω από την υγεία και την εποχή μετά την πανδημία, φαίνεται ότι γίνεται επαναδιαπραγμάτευση ζητημάτων που πριν από την πανδημία αποτελούσαν αδιαμφισβήτητες θέσεις, όπως η προστασία της ελεύθερης αγοράς από τον κρατικό παρεμβατισμό. Για παράδειγμα, η εταιρεία Luxfer, η οποία παρήγε κυλίνδρους οξυγόνου στο εργοστάσιό της στα προάστια του Παρισιού, προόριζε περίπου το μισό της παραγωγής της για ιατρικούς σκοπούς, για τους αναπνευστήρες, και ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης παραγωγής για την πυροσβεστική υπηρεσία, αλλά και για βιομηχανικούς σκοπούς. Τα τελευταία χρόνια, λόγω κακοδιαχείρισης, απουσίας χρηματοδότησης αλλά και της εισαγωγής πιο φτηνών κυλίνδρων από το εξωτερικό, το εργοστάσιο παραλίγο να κατεδαφιστεί τον Ιανουάριο του 2020. Λόγω όμως της παρέμβασης του εργατικού δυναμικού αλλά και της έλευσης του κορωνοϊού, τα όποια σχέδια για αναστολή λειτουργίας της εταιρείας αναβλήθηκαν. Πλέον, η εταιρεία, λειτουργώντας κάτω από τη διοίκηση της τοπικής αρχής, της Νομαρχίας, και μέσω της παραγωγής 950 κυλίνδρων οξυγόνου τη μέρα, διοχετεύει οξυγόνο στους αναπνευστήρες των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά και της Ασίας, της Αυστραλίας και της Αφρικής.
Κρατικοποιήσεις για τη διάσωση επιχειρήσεων
Η κρατικοποίηση της Luxfer αποτελεί ένα παράδειγμα της επανατοποθέτησης στον διάλογο της δομής του αναπτυξιακού μοντέλου που υπάρχει τις τελευταίες δεκαετίες, και αυτό είναι διάχυτο και στις διάφορες δηλώσεις ανώτερων αξιωματούχων. Ο Γάλλος Πρόεδρος, Emmanuel Macron, κάλεσε τον κόσμο να «αναθεωρήσει το αναπτυξιακό μοντέλο, το οποίο τώρα αποκαλύπτει τα σημάδια του», με τον Υπουργό Οικονομικών, Bruno Le Maire, να συμπληρώνει ότι «δεν μπορούμε να εξαρτόμαστε από την Κίνα για προϊόντα στρατηγικής σημασίας, είτε αυτά αφορούν την αεροδιαστημική είτε τον ιατρικό τομέα». Σημαντική για να γίνει αντιληπτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στη Γαλλία είναι και η δήλωση του επικεφαλής της ένωσης Γάλλων βιομηχάνων, ο οποίος κάλεσε την κυβέρνηση Μακρόν να εθνικοποιήσει όσες εταιρείες έχουν πληγεί από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Μιλώντας στον γαλλικό όμιλο μέσων μαζικής ενημέρωσης FranceInfo, ο Geoffroy Roux de Bezieux σημείωσε ότι «δεν είναι κάτι σαν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που αντιμετωπίζουμε. Δεν πρέπει να υπάρχουν πλέον ταμπού για αυτά τα ζητήματα, αφού πρόκειται για εθνικοποιήσεις εταιρειών που κινδυνεύουν εν μέσω κρίσης».
Και οι Γερμανοί
Στη Γερμανία, στο ίδιο πνεύμα, ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομίας, Peter Altmaier, προειδοποιεί τους ξένους επενδυτές ότι το γερμανικό κράτος δεν θα αφήσει τις επιχειρήσεις της γερμανικής οικονομίας να γίνουν βορά των ξένων επενδυτικών ταμείων, τονίζοντας ότι θα «σταθεί δίπλα στους επιχειρηματίες» απέναντι σε επενδυτές που θέλουν να αποκτήσουν σε εξευτελιστικές τιμές τις επιχειρήσεις τους. Στη χώρα έχει θεσπιστεί ταμείο στήριξης επιχειρήσεων με κεφάλαια ύψους €100 δισ., που αναλαμβάνει να εξαγοράζει μερίδια σε όσες γερμανικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Τα κεφάλαια του ταμείου στήριξης θα αντληθούν από το δυσθεώρητο ποσό των €750 δισ. (περίπου 20% του ΑΕΠ κατά το 2019) που αποφάσισε το Βερολίνο για την τόνωση της γερμανικής οικονομίας.
Κρατικοποιήσεις και στην Τουρκία
Ακόμα και στην Τουρκία, η οποία αντιμετωπίζει την πιο ισχυρή οικονομική ύφεση από όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες και εν μέσω διαπραγμάτευσης για την ένταξή της σε πακέτο οικονομικής στήριξης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γίνονται κινήσεις για κρατικοποιήσεις μεγάλου μέρους των τουρκικών επιχειρήσεων. Όπως αναφέρεται στο Bloomberg, το κρατικό επενδυτικό ταμείο της χώρας (TVF) θα μπορεί να διοχετεύσει χρήματα ή να εξαγοράσει πλειοψηφικά μερίδια σε επιχειρήσεις που θεωρούνται στρατηγικής σημασίας για την τουρκική οικονομία, όπως εταιρείες τηλεπικοινωνιών ή εταιρείες του κατασκευαστικού τομέα. Σύμφωνα με Τούρκους αξιωματούχους, κατά τα επόμενα χρόνια ένα μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα, εκτός από τις εταιρείες του χρηματοπιστωτικού κλάδου, θα βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο του τουρκικού κράτους. Προκειμένου να διασώσει τις πληγείσες επιχειρήσεις ή να αναλάβει τον έλεγχό τους, η τουρκική κυβέρνηση αναμένεται πως θα αυξάνει επιπλέον το δημόσιο χρέος, χρησιμοποιώντας δυνητικά και τον επιπλέον εξωτερικό δανεισμό.
Ο νέος κόσμος
Είναι πλέον αντιληπτό ότι, μετά την παρούσα κρίση, όταν θα έρθει το τέλος της, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε, πέρα από μια διαφορετική καθημερινότητα από ό,τι συνηθίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες, και έναν διαφορετικό κόσμο σε αρκετά μέτωπα. Νέες πραγματικότητες θα εδραιωθούν λόγω των τεράστιων οικονομικών επιπτώσεων, οι οποίες μπορούν να συγκριθούν με τη συρρίκνωση της παγκόσμιας οικονομίας κατά την ύφεση του 1930 ή και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως εύστοχα αναφέρει ο συγγραφέας Γιώργος Καραμπελιάς, «οι κρίσεις αποτελούν ένα ανοικτό πεδίο αντιπαράθεσης στο οποίο όλες οι λογικές, όλες οι ιδεολογίες, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις διαγωνίζονται, προσπαθώντας να κερδίσουν από αυτές ή τουλάχιστον να χάσουν το λιγότερο δυνατό».