Οι οικονομικές κρίσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας

Τα γεγονότα που σημάδεψαν την οικονομική ιστορία της Δημοκρατίας.

Του Ξένιου Μεσαρίτη

Το 2020, πέραν του ότι είναι το έτος το οποίο θα χαρακτηριστεί στη μνήμη μας ως το έτος της πανδημίας του κορωνοϊού, είναι και το έτος κατά το οποίο συμπληρώνονται 60 χρόνια από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πιθανότατα οι όποιες επετειακές εκδηλώσεις των 60 χρόνων από την ύπαρξη του κράτους να είναι ανάμεσα στα συμβάντα που λόγω των μέτρων κατά του κορωνοϊού θα γίνουν με διαφορετικό τρόπο από ό,τι ήταν προγραμματισμένα, ή εν τέλει, ένεκα οικονομικής στενότητας, θα αναβληθούν. Έστω και αν τα 60 χρόνια ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι μια μικρή περίοδος σε σχέση με την ύπαρξη της πλειοψηφίας των κρατών, η χώρα έχει εξέλθει από κρίσεις διαφορετικών μορφών και δυσανάλογης έντασης, δεδομένων των κοινωνικών, οικονομικών και γεωγραφικών μεγεθών της.

Βάσει των στοιχείων που υπάρχουν στην Κυπριακή Στατιστική Υπηρεσία, και ειδικότερα βάσει του δείκτη του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τρέχουσες τιμές από το 1960, οι κυριότερες κρίσεις που υπήρξαν, με βάση τη μεγαλύτερη μείωση του ρυθμού μεταβολής του δείκτη, ήταν τρεις μέχρι σήμερα, εξαιρουμένης της παρούσας κρίσης. Για τις επιπτώσεις της παρούσας κρίσης στο ΑΕΠ, λαμβάνεται υπόψη η πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου του προηγούμενου Απρίλη για την Κύπρο για το 2020.

Η παρούσα κρίση, που είναι η τέταρτη σε χρονική σειρά που θα αναφερθεί, θα μείνει στη μνήμη μας ως η κρίση του κορωνοϊού, που θα επιφέρει πτώση του ΑΕΠ κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες, βάσει των προβλέψεων του ΔΝΤ. Οι τρεις προηγούμενες οικονομικές κρίσεις αποτελούν αδιαμφισβήτητα σημεία αναφοράς της ιστορικής μας πορείας, με πιο πρόσφατη την οικονομική κρίση του 2013 και την πτώση του ΑΕΠ γύρω στο 7,4%, το κλείσιμο μίας εκ των δύο μεγαλύτερων τραπεζών, το «κούρεμα» καταθέσεων και τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις που ακολούθησαν. Η «τουρκανταρσία» και τα γεγονότα του 1963-64 επέφεραν πτώση του ΑΕΠ γύρω στο 8,3%, χάραξαν την πρώτη «πράσινη γραμμή» στην πρωτεύουσα και αποτέλεσαν το πρελούδιο για την επόμενη κρίση. Η εισβολή του 1974 είχε τις δυσμενέστερες επιπτώσεις από τις υπόλοιπες τρεις που θα αναφερθούν, με τη δολοφονία χιλιάδων συμπατριωτών μας, τον εκτοπισμό του ενός τρίτου του πληθυσμού, την απώλεια περίπου 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, την πτώση κατά 23% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και κυριότερα με ένα δυσβάσταχτο αποτύπωμα που ακόμα κυριαρχεί στη μνήμη μας.

Και εγένετο Κυπριακή Δημοκρατία

Αρχικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι η οικονομία του νεοϊδρυθέντος κράτους είχε να αντιμετωπίσει τεράστια δομικά προβλήματα. Το 1960, η οικονομική δραστηριότητα σχετιζόταν κυρίως με την αγροτική παραγωγή και την εξαγωγή μεταλλευμάτων. Όπως αναφέρει η δρ Μαριλένα Βαρνάβα στο βιβλίο της «Cyprus before 1974: The prelude to crisis», δεν υπήρχε το απαραίτητο οδικό δίκτυο ή κάποιος κεντρικός σχεδιασμός που θα μπορούσε να ενισχύσει την υφιστάμενη εμπορική δραστηριότητα, αλλά ούτε και τεχνολογίες που θα είχαν τη δυνατότητα να αυξήσουν την τότε χαμηλή παραγωγικότητα του αγροτικού τομέα. Ενδεικτικό της χαμηλής παραγωγικότητας, απότοκο της έλλειψης τεχνολογιών αλλά και της εξάρτησης από τις καιρικές συνθήκες, είναι το ότι περίπου 44% του εργατικού δυναμικού απασχολείτο στον γεωργικό τομέα, ο οποίος αντιπροσώπευε μόνο το 16% του ΑΕΠ. Αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες, η κυπριακή κυβέρνηση κάλεσε εμπειρογνώμονες από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για την κατάρτιση σχεδιασμού ανάπτυξης της οικονομίας. Συνεπώς, στις 21 Αυγούστου 1961, εκδόθηκε και μπήκε σε εφαρμογή το πρώτο Πενταετές Σχέδιο Ανάπτυξης, με στόχο την αναβάθμιση των υποδομών για βελτίωση των υφιστάμενων συντελεστών παραγωγής, με την ίδρυση του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών, τη δημιουργία υδατοφρακτών, την επέκταση του ηλεκτρικού δικτύου, την αναβάθμιση του αεροδρομίου Λευκωσίας και του λιμανιού της Αμμοχώστου και την κατασκευή λιμανιών σε Λάρνακα και Λεμεσό. Τα αποτελέσματα, παρ’ όλες τις δυσκολίες, ήταν θεαματικά, με τους μέσους ρυθμούς ανάπτυξης για την τριετία 1960-63 να κυμαίνονται στο 8%. 

Τα γεγονότα του 1963-64 οδηγούν στην πρώτη οικονομική κρίση

Παρά τους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς και τις θετικές ενδείξεις, τα προβλήματα λόγω των διαφορετικών προσδοκιών των δύο κοινοτήτων και δυσλειτουργικών προνοιών του πρόσφατου τότε συντάγματος οδήγησαν στην έκρηξη της πρώτης κρίσης.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του συντάγματος, για οποιαδήποτε θέσπιση ή τροποποίηση νομοθεσιών που αφορούσαν φορολογία, δήμους και εκλογικούς νόμους, απαιτείτο η ύπαρξη πλειοψηφίας θετικών ψήφων όχι μόνο στο σύνολο των βουλευτών της κυπριακής Βουλής, αλλά και ξεχωριστή πλειοψηφία, δηλαδή να υπάρχει πλειοψηφία και ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους βουλευτές και ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους συναδέλφους τους.

Φαίνεται ότι αυτές οι πρόνοιες αποτέλεσαν διαπραγματευτικό χαρτί για τους Τουρκοκύπριους στις συνομιλίες που έλαβαν χώρα μετά για τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του συντάγματος. Οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές αρνούνταν να ψηφίσουν τους προϋπολογισμούς του κράτους από το 1961, ώστε να ασκήσουν πίεση για άλλα επιμέρους ζητήματα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η συλλογή των φόρων να μην προκύπτει από συγκεκριμένη νομοθεσία αλλά να γίνεται υπό τη μορφή εισφοράς από τους Ελληνοκύπριους, κατ’ εντολή του Μακαρίου, για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους. Ενδεικτικό του προβλήματος της παρεμπόδισης της εφαρμογής της φορολογικής πολιτικής είναι ότι τα δημόσια έσοδα από άμεση φορολογία μειώθηκαν από 24,2% το 1960 σε 14,5% το 1963, ενώ από έμμεση φορολογία αυξήθηκαν από 42,9% σε 50% αντιστοίχως.

Εν ολίγοις οι πολιτικές πραγματικότητες σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια του συντάγματος οδήγησαν στα «Μαύρα Χριστούγεννα του 1963», την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από το Κράτος, αυτό-απομόνωσή τους σε θύλακες τις οποίες έλεγχαν με τα όπλα καταλήγοντας  σε μια έκρυθμη κατάσταση και στην πρώτη κρίση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, παρέλυσε όλη η οικονομική δραστηριότητα, αναβλήθηκαν όλα τα αναπτυξιακά έργα και η ανεργία αυξήθηκε ανησυχητικά. Όπως αναφέρει η δρ Μαριλένα Βαρνάβα, η πιο υποσχόμενη βιομηχανία του κράτους, ο τουρισμός, μειώθηκε κατά 80%, με τα στοιχεία να δείχνουν το πρώτο εξάμηνο του 1964 αφίξεις 7.722 τουριστών, ενώ για την ίδια περίοδο του 1963 είχαν καταγραφεί 49.585 αφίξεις. Εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων ελαχιστοποιήθηκαν, μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό και τα κρατικά έσοδα από τους εισαγωγικούς δασμούς, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα. Τα εργοστάσια τα οποία βρίσκονταν κοντά στην πράσινη γραμμή της Λευκωσίας ή στους ελεγχόμενος από ένοπλες ομάδες Τουρκοκυπρίων θύλακες ανέστειλαν τη λειτουργία τους, ενώ η μεταλλευτική βιομηχανία παρέλυσε λόγω της αβεβαιότητας αλλά και της μείωσης του μεικτού προσωπικού, μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων εργατών. Ξένοι παρατηρητές σημείωναν το 1964 ότι, χωρίς πολιτική διευθέτηση, η διαιώνιση της οικονομικής κρίσης ήταν αναπόφευκτη.

Η αλματώδης ανάκαμψη και η δεκαετία της ραγδαίας ανάπτυξης

Ωστόσο, όλως παραδόξως, το 1965, με τα «Δεκατρία Σημεία» του Μακαρίου και το Δίκαιο της Ανάγκης σε εφαρμογή, η κυπριακή οικονομία, πλέον κάτω από τον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων και με μεγάλο μέρος του τουρκοκυπριακού πληθυσμού κλεισμένο από τις πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του στους θύλακες, συνέχισε την πορεία της προς την ανάκαμψη. H επανεφαρμογή του Αναπτυξιακού Προγράμματος άρχισε με πιο εντατικούς ρυθμούς, ενώ υλοποιήθηκαν αρκετοί στόχοι μέχρι τα τέλη του 1964, όπως η ίδρυση του Κέντρου Παραγωγικότητας, με τη συμβολή του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας και του Προγράμματος Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών. Δόθηκαν χορηγίες και κίνητρα για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες στον πρωτογενή τομέα, παράλληλα με καινούργιες εμπορικές συμφωνίες με κράτη, ώστε να ενισχυθούν οι εξαγωγές, ενώ το 1965 υπήρξε άφιξη ξένων επενδύσεων, με πιο σημαντική την κατασκευή των διυλιστηρίων πετρελαίου στη Λάρνακα από τις βρετανικές εταιρείες Shell και Mobil. Επιπλέον, ο τουρισμός δεν άργησε να ανακάμψει, δείχνοντας ότι θα αποτελούσε βασικό πυλώνα της κυπριακής οικονομίας στο μέλλον, με τις αφίξεις τουριστών το 1966 να ξεπερνούν τις προσδοκίες της κυβέρνησης, η οποία είχε θέσει ως στόχο τις 50 χιλιάδες, ενώ επτά χρόνια αργότερα, το 1973, οι αφίξεις ξεπέρασαν τις 264 χιλιάδες. Μετά την πτώση του ΑΕΠ το 1964 κατά 8,3%, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης για την περίοδο 1965-73 ήταν λίγο πιο πάνω από το πρωτοφανές 10%.

Η τουρκική εισβολή του 1974

Η πρόοδος της οικονομίας ανακόπηκε απότομα από την τουρκική εισβολή τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, με τη συνολική συρρίκνωση του ΑΕΠ να φτάνει περίπου το 23% (7,7% το 1974 και 15,6% το 1975). Όπως ανέφερε το 1977 ο τότε Υπουργός Οικονομικών, Ανδρέας Πατσαλίδης, στην ομιλία του στο Διεθνές Δημοσιογραφικό Συμπόσιο, το σύνολο των γεωργικών περιοχών που είχαν καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό κατοχής αναλογούσαν στο 80% της συνολικής παραγωγής εσπεριδοειδών και καπνοκαλλιέργειας, που ήταν τα κυριότερα εξαγώγιμα αγαθά, ενώ αντιπροσώπευαν περίπου το 50% της συνολικής γεωργικής παραγωγής. Χάθηκε το λιμάνι της Αμμοχώστου, μέσω του οποίου εκτελείτο πάνω από το 80% του συνολικού εμπορίου της χώρας, όπως επίσης και το διεθνές αεροδρόμιο Λευκωσίας, με πλήρη διακοπή των αεροπορικών συνδέσεων μεταξύ Ιουλίου 1974 και Φεβρουαρίου 1975. Επίσης, οι τουριστικές μονάδες Αμμοχώστου και Κερύνειας, που αντιπροσώπευαν το 70% της τουριστικής βιομηχανίας, είχαν καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό κατοχής. Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι από τις κατεχόμενες περιοχές εκδιώχθηκαν και έμειναν χωρίς στέγαση και είδη πρώτης ανάγκης, κάτι το οποίο μεταφραζόταν σε ένα αφόρητο δημοσιονομικό έλλειμμα για το κράτος, του οποίου τα έσοδα ήταν σχεδόν μηδενικά λόγω της παύσης της οικονομικής δραστηριότητας. Ο τότε Υπουργός Οικονομικών σημείωνε ότι η ανεργία είχε προσλάβει τρομακτικές διαστάσεις, ανερχόμενη στο 35% του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού. Όπως αναφέρει ο οικονομολόγος Συμεών Μάτσης στην 3η Ημερίδα Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας Κύπρου, «τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Κύπρος φάνταζαν ανυπέρβλητα και σίγουρα δεν αναμενόταν να ξεπεραστούν εύκολα».

Το «οικονομικό θαύμα» μετά την εισβολή

Για τον όρο που χρησιμοποιούσαν οι ξένοι, αναφερόμενοι στην ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας, ο Ανδρέας Πατσαλίδης σημείωνε στην ομιλία του το 1977: «Εάν με τον όρο οικονομικό θαύμα εννοούμε την επιτυχία αποτροπής της πλήρους κατάρρευσης, η οποία φαινόταν να επέρχεται την επόμενη μέρα της εισβολής, και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, τότε ο όρος είναι ακριβής». Για την αντιμετώπιση της κρίσης, καταρτίστηκε το 1975 το πρώτο Διετές Έκτακτο Σχέδιο Οικονομικής Δράσης, για να ακολουθήσουν ακόμα τρία αργότερα. Τα σχέδια είχαν ως στόχο τους «τη δημιουργία προϋποθέσεων για την αυτοδύναμο οικονομική ανέλιξη και βαθμιαία επάνοδο εις τα προ της εισβολής βιοτικά επίπεδα διά της πλέον ενεργού κινητοποιήσεως και ορθολογιστικότερης αξιοποίησης των εναπομεινάντων οικονομικών πόρων εις τας υπό του κράτους ελεγχόμενες περιοχές». Κυριότεροι πυλώνες των σχεδίων ήταν η ανακούφιση και η προσωρινή στέγαση των εκτοπισμένων, η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης, η αναπλήρωση της χαμένης παραγωγής και η επανέναρξη των επενδύσεων. Ακολουθήθηκε επιθετική επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, με τη δημιουργία ελλειμμάτων, που κυμαίνονταν κατά μέσο όρο για την περίοδο 1975-85 στο -5,7%, και με ορθή κατανομή των κεφαλαίων για τις παραγωγικές δομές της οικονομίας, όπως η αναβάθμιση των λιμανιών Λεμεσού και Λάρνακας και η δημιουργία του νέου αεροδρομίου Λάρνακας.

Σημαντική ήταν επίσης και η ξένη βοήθεια για τη στήριξη των δημοσιονομικών πολιτικών, η οποία, όπως αναφέρει ενδεικτικά ο Συμεών Μάτσης, ανήλθε σε περίπου 126 εκατομμύρια λίρες από την Ελλάδα και σε 45 εκατομμύρια λίρες από τις ΗΠΑ, για τη δεκαετία που ακολούθησε. Ουσιώδης ήταν για την ανάκαμψη η μετανάστευση των Κυπρίων στο εξωτερικό, μειώνοντας αφενός τα ποσοστά ανεργίας, που το 1977 κατέβηκε στο 3,1%, και δημιουργώντας αφετέρου νέες σχέσεις, οικονομικές ευκαιρίες και διείσδυση σε νέες αγορές, όπως στην αραβική αγορά της Μέσης Ανατολής, που συγκυριακά συνέπεσε ακριβώς μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και τη ραγδαία ανάπτυξη της περιοχής. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί ότι τα εμβάσματα των προσωρινά απασχολουμένων εργατών στο εξωτερικό τα χρόνια 1976-85 ανήλθαν σε 255 εκατομμύρια λίρες, ξεπερνώντας τη συνολική ξένη οικονομική βοήθεια.

Ο τουρισμός, με τη δημιουργία νέων ξενοδοχειακών μονάδων και καταλυμάτων, ανέκαμψε ξανά το 1978, φτάνοντας τον αριθμό αφίξεων του 1973. Ένα αξιοσημείωτο μέτρο που αναγράφεται στο Δεύτερο Έκτακτο Σχέδιο Οικονομικής Δράσης του 1977, ένεκα και της σημερινής δημόσιας συζήτησης για το θέμα, είναι και «η διατήρηση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, των σχεδίων παροχής κυβερνητικών εγγυήσεων διά δάνεια εκδομένα εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα σε τομείς προτεραιότητας». Τη δεκαετία που ακολούθησε, από το 1976 μέχρι το 1985, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ ξεπερνούσε το 15%.

Η οικονομική καταστροφή του 2013

Η Κύπρος μεταβλήθηκε μέσα στις επόμενες δεκαετίες σε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, τουριστικό θέρετρο υψηλών απαιτήσεων και γενικότερα σε χώρα παροχής υπηρεσιών. Για λίγο περισσότερο από τρεις δεκαετίες, από το 1976 μέχρι το 2008, η κυπριακή οικονομία πέτυχε ζηλευτές επιδόσεις, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, μέχρι την πρώτη ίσως χειροβομβίδα κρότου-λάμψης το 2009, πριν από την έκρηξη της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2013. Το 2009, η κυπριακή οικονομία αντιμετώπισε για πρώτη φορά μετά το 1975 αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ, ως απότοκο της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής ύφεσης της περιόδου. Οι εγκληματικοί χειρισμοί των τραπεζών, όπως και η ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας να αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης και να αποτρέψει την οικονομική καταστροφή, οδήγησαν στην τρίτη μεγαλύτερη κρίση της Κυπριακής Δημοκρατίας, εντελώς διαφορετικής μορφής από τις προηγούμενες. 

Γενικότερα, τα προβλήματα που οδήγησαν στην οικονομική κρίση του 2013 μπορούν να συνοψισθούν σε συγκεκριμένα σημεία. Αρχικά, το υπέρογκο για την οικονομία του νησιού τραπεζικό σύστημα, το οποίο ήταν εννέα φορές μεγαλύτερο από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν γύρω στις τέσσερις φορές μεγαλύτερος τραπεζικός τομέας από το αντίστοιχο ΑΕΠ του κράτους. Επίσης, η αφερεγγυότητα και ο υπερδανεισμός όλων των οικονομικών δρώντων, νοικοκυριών, επιχειρήσεων και τραπεζών, με πάνω από το 50% των συνολικών δανείων να χαρακτηρίζονται ως μη εξυπηρετούμενα το 2013. Επιπρόσθετα, οι λανθασμένες επενδύσεις που είχαν γίνει σε ελληνικά κρατικά ομόλογα δυσχέραναν τη θέση των μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών, αφού το κούρεμα το οποίο είχε γίνει το 2011 επέφερε επιπλέον ζημιά €4,5 δισ. για τις τράπεζες. Τέλος, οι διαδοχικές κυβερνήσεις είχαν μεγάλο μερίδιο ευθύνης, αφού επέτρεψαν, κατά τη δεκαετία πριν από το 2013, εν τη απουσία αποτελεσματικής εποπτείας, την παράλογη διόγκωση του τραπεζικού τομέα, τον υπερδανεισμό στην κυπριακή κοινωνία και την πολιτική απόφαση του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων, ενώ λειτούργησαν αναποτελεσματικά στη διαχείριση της πορείας προς την καταστροφή, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις από τις αγορές από το 2010, με τις συνεχείς υποβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. 

Συνεπώς, αποκλεισμένοι από τις διεθνείς αγορές από τον Μάρτιο του 2011, με επιδείνωση της κατάστασης μετά την έκρηξη στη ναυτική βάση στο Μαρί τον Ιούλιο του 2011 και την εκροή καταθέσεων από τον τραπεζικό τομέα λόγω της γενικής αβεβαιότητας, η προκαταρκτική συμφωνία με τους μηχανισμούς στήριξης της «Τρόικας», έστω και αργοπορημένα τον Νοέμβριο του 2012, ήταν αναπόφευκτη, ώστε να αποτραπεί μια βέβαιη αθέτηση πληρωμών εκ μέρους του κράτους. Η χώρα αναγκάστηκε να εισέλθει στο πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης της Τρόικας το 2013, μετά από μια πρωτοφανή απόφαση του Eurogroup, τον Μάρτιο του ίδιου έτους, για κούρεμα των καταθέσεων των δύο μεγαλύτερων τραπεζών και για κλείσιμο της Λαϊκής Τράπεζας. Στις αρχές του 2015 είχε χαθεί συνολικά γύρω στο 10% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2011, το δημόσιο χρέος είχε ανεβεί πάνω από το 100% του ΑΕΠ και η ανεργία ήταν περίπου στο 16%.

Το κυπριακό «success story»

Τον Φεβρουάριο του 2016, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε δήλωσή του η οποία έφερε αρκετές αντιδράσεις εντός της κυπριακής κοινωνίας, ανέφερε ότι «η επιτυχής ιστορία της Κύπρου είναι μια επιτυχία για την κυπριακή κυβέρνηση και τον κυπριακό λαό. Είναι δίκαιο να αναφερθεί ως επιτυχία, αφού έχει πετύχει το πρόγραμμα και οι μεταρρυθμίσεις». Στην περίπτωση της Κύπρου, σε αντίθεση με παρόμοια προγράμματα που είχαν εφαρμοστεί σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, η ανάκαμψη από την ύφεση ήταν σχετικά γρηγορότερη, αν η αξιολόγηση γίνει λαμβάνοντας υπόψη τους κυριότερους μακροοικονομικούς δείκτες. Ο μέσος όρος οικονομικής μεγέθυνσης από το 2015 μέχρι το 2019 ξεπέρασε το 3%, κυρίως λόγω της ανόδου της τουριστικής βιομηχανίας και της προσωρινής ανάκαμψης του κατασκευαστικού τομέα, που προέκυψε κυρίως από την πολιτική παροχής κυπριακής υπηκοότητας σε ξένους επενδυτές. Ωστόσο, τα σοβαρά δομικά προβλήματα παρέμειναν, όπως και ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι χαμηλοί δείκτες παραγωγικότητας και το υψηλό δημόσιο χρέος.

Ξανά στο τούνελ της κρίσης

Ενώ η κυπριακή κοινωνία αποχαιρετούσε το 2019, με το 2020 να ξεκινά με αρκετά καλές προβλέψεις, μια νέα κρίση άρχισε να εμφανίζεται, εντελώς διαφορετική από αυτές που είχε αντιμετωπίσει ως τότε η κυπριακή οικονομία. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα οικονομικά σοκ που αντιμετώπισε η κυπριακή οικονομία, η νέα υγειονομική κρίση λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού αποτελεί μια εξ ολοκλήρου εξωγενή κρίση, η οποία έχει ταρακουνήσει τις παγκόσμιες αγορές τους τελευταίους τέσσερις μήνες, προκαλώντας παγκόσμια οικονομική ύφεση. Με κεντρικό άξονα την ανθρώπινη ζωή, λήφθηκαν αναγκαστικά περιοριστικά μέτρα στη διακίνηση των πολιτών και αποφασίστηκε κλείσιμο όλων των εισόδων προς τα ελεγχόμενα από τη Δημοκρατία εδάφη, για μείωση της εξάπλωσης του ιού, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της κυπριακής οικονομίας. 
Όπως προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με τη σταδιακή άρση των μέτρων κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους και χωρίς να υπάρξει σοβαρό δεύτερο κύμα έξαρσης του ιού, το ΑΕΠ αναμένεται να σημειώσει πτώση της τάξης του 6,5%. Λόγω της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και εξαιτίας των μειωμένων κρατικών εσόδων, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, σύμφωνα με την τελευταία ανάλυσή του, τον Απρίλιο του 2020, αναμένει ότι θα υπάρχει αυξημένο δημοσιονομικό έλλειμμα, που θα κυμαίνεται γύρω στο 6,7% του ΑΕΠ, και ότι το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί πιθανότατα πέραν του 108% του ΑΕΠ.

Θα υπερπηδηθεί και αυτή η κρίση;

Παρά τις αρνητικές μακροοικονομικές ενδείξεις, όπως αναφέρει ο Moody’s, η Κύπρος, ως μικρή οικονομία, με τις αρκετά αξιόλογες επιδόσεις τα τελευταία χρόνια, έχει δημιουργήσει μια οικονομία ανθεκτική, η οποία αναμένεται να ξεπεράσει σε μικρό χρονικό διάστημα τις προσωρινές συνέπειες της παγκόσμιας πανδημίας. Ενώ όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε προς το τέλος της υγειονομικής κρίσης στην Κύπρο, με την άρση μεγάλου μέρους των περιοριστικών μέτρων και την ελπίδα να μην υπάρξει ξανά έξαρση του ιού τους επόμενους μήνες ή μέχρι την εμφάνιση ενός αποτελεσματικού εμβολίου, οι επιπτώσεις ακόμα δεν μπορούν να υπολογιστούν και η έκτασή τους θα εξαρτηθεί από τον κεντρικό σχεδιασμό εκ μέρους του κράτους, την ανθεκτικότητα των επιμέρους τομέων της κυπριακής οικονομίας και τη θέληση που θα υπάρξει γενικότερα από την κοινωνία.

Και πάλι καύσιμο επανεκκίνησης ο τουρισμός;

Ο τουρισμός αποτέλεσε κοινό παρονομαστή και για τις προηγούμενες κρίσεις και φαίνεται ότι υπήρξε μια από τις κύριες παραμέτρους που οδηγούσαν στην ανάκαμψη. Οι ενδείξεις είναι αρκετά ενθαρρυντικές, κυρίως χάρη στην αποτελεσματικότητα που επέδειξε ολόκληρη η κοινωνία στην αντιμετώπιση του ιού, εμπνέοντας εμπιστοσύνη ως ασφαλής προορισμός για την κάθοδο επισκεπτών. Λόγω και των κινήσεων που έχουν γίνει από το Υφυπουργείο Τουρισμού σε συντονισμό με τους υπόλοιπους αρμόδιους δημόσιους φορείς και τις επιχειρήσεις του κλάδου, ίσως αποφευχθούν οι καταστροφικές συνέπειες στον κλάδο, αν η Κύπρος προσελκύσει, τουλάχιστον για φέτος, επισκέπτες από χώρες με παρόμοιες επιδόσεις στην αντιμετώπιση του ιού. Αν επιτευχθεί αυτό, πολύ πιθανόν να καταστεί η αρχή για εδραίωση νέων «πηγών» προσέλκυσης τουριστών στο μέλλον, πέραν των χωρών που παραδοσιακά επέλεγαν το νησί ως τουριστικό τους προορισμό.

 

Τελικά έχουμε περάσει και χειρότερα;

Η κυπριακή οικονομία, στα 60 χρόνια ζωής της, έχει επιβιώσει από τρία μεγάλα οικονομικά σοκ, προσπαθώντας σήμερα να αντιμετωπίσει το τέταρτο. Η κρίση του κορωνοϊού, λόγω και της επιτυχούς ως σήμερα αντιμετώπισης της εξάπλωσης της πανδημίας και της ελαχιστοποίησης των θυμάτων ανάμεσα στην κοινωνία, φαίνεται ότι θα έχει τις μικρότερες επιπτώσεις, αν την συγκρίνουμε με τις προηγούμενες κρίσεις. Η ζημιά δείχνει –και ελπίζουμε να είναι– προσωρινή και χωρίς μακροχρόνιες συνέπειες, εν αντιθέσει με ό,τι είχαμε αντιμετωπίσει πιο πριν. Οι κίνδυνοι είναι αρκετά μεγάλοι, αλλά δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα δομικά προβλήματα που αναδείχθηκαν κατά την οικονομική κρίση του 2013, ούτε την ένοπλη σύρραξη, τον εμφύλιο σπαραγμό και τις δολοφονίες πολιτών που έλαβαν χώρα κατά τα κρίσιμα γεγονότα του 1963-64 και κατά την εισβολή του 1974. Ως εκ τούτου, με τη σοβαρότητα, την αλληλεγγύη και τη θέληση που έχει επιδείξει αρκετές φορές ως τώρα η κοινωνία μας, μπορεί να ξεπεραστεί και αυτή η περίοδος κρίσης. Πιθανότατα, με τα διδαχθέντα μαθήματα που αντλήθηκαν τους τελευταίους μήνες και από τις προηγούμενες κρίσεις, να τεθούν στέρεες βάσεις για ένα ακόμα οικονομικό άλμα.
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ