Ένας χρόνος μετά τις αρνητικές τιμές πετρελαίου

Χρειάστηκαν μόλις 12 μήνες ώστε οι τιμές πετρελαίου να ανακάμψουν και να σταθεροποιηθούν στα προ πανδημίας υψηλά των $60-70/βαρέλι.

Του Βρασίδα Νεοφύτου*

Στις 20 Απριλίου 2020 σημειώθηκε η πιο ιστορική πτώση στις διεθνείς τιμές πετρελαίου, με το συμβόλαιο του αμερικανικού αργού WTI να κατρακυλάει κάτω από το $0 για πρώτη φορά στην ιστορία του, ως συνέπεια της χειρότερης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία COVID-19.

Έναν χρόνο μετά τον «Μαύρο Απρίλη» του 2020 και ενώ μεσολάβησαν αρκετά τρισεκατομμύρια δολάρια στήριξης από τις κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις, οι μεγάλες περικοπές παραγωγής από τα κράτη-μέλη του ΟΠΕΚ+ και η σταδιακή επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας, τόσο η ενεργειακή αγορά όσο και οι τιμές πετρελαίου βρίσκονται σε τροχιά ανάκαμψης παγκοσμίως.

Οι τιμές του αργού WTI και Brent έχουν εκτιναχθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, καταγράφοντας το πιο πρόσφατο υψηλό τους στα $68/βαρέλι και στα $71,50/βαρέλι αντίστοιχα στις 8 Μαρτίου 2021 και σηματοδοτώντας την ταχύτερη ιστορικά ανάκαμψη στην αγορά πετρελαίου, μετά από μια διόρθωση μεγαλύτερη του 70% λόγω της πανδημίας.

Η πανδημία και η ιστορική βουτιά της ζήτησης πετρελαίου

Η κατρακύλα στις τιμές πετρελαίου διεθνώς, όπως και των υπόλοιπων πετρελαϊκών προϊόντων, κατά τους πρώτους μήνες του 2020, αναδεικνύει τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης εξαιτίας της απροσδόκητης εμφάνισης της πανδημίας του κορωνοϊού.

Τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας μείωσαν κατά 90% την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα, αύξησαν την ανεργία και προκάλεσαν, έστω και προσωρινά, μια απότομη βουτιά στις παγκόσμιες χρηματαγορές.

Τα lockdowns, η τηλεργασία, η τηλεκπαίδευση και οι περιορισμοί στην κυκλοφορία μείωσαν σημαντικά τη μετακίνηση του παγκόσμιου πληθυσμού και τη μεταφορά προϊόντων με όλα τα μέσα, όπως αυτοκίνητα, τρένα, αεροπλάνα και πλοία.

Αυτή η εξέλιξη επέφερε μια ιστορική πτώση στη ζήτηση υγρών καυσίμων, όπως της βενζίνης (gasoline) και του ντίζελ (diesel) για τα αυτοκίνητα και τις βιομηχανίες, της κηροζίνης (jet fuel) για τα αεροπλάνα και των καυσίμων για τα πλοία (maritime fuel).

Επίσης, μειώθηκε η ζήτηση για χρήση ηλεκτρισμού λόγω λουκέτων σε εκατομμύρια επιχειρήσεις και εργοστάσια, ενώ συρρικνώθηκε και η ζήτηση για τα πετροχημικά προϊόντα, τα οποία είναι η πρώτη ύλη για την παρασκευή όλων των πλαστικών και νάιλον προϊόντων, φαρμάκων και απορρυπαντικών.

Το αποτέλεσμα των πιο πάνω συνεπειών της πανδημίας ήταν η δημιουργία της «τέλειας καταιγίδας», δηλαδή της κατακόρυφης πτώσης της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου κατά σχεδόν 30 εκατ. βαρέλια την ημέρα τον «Μαύρο Απρίλη» του 2020, που αντιστοιχεί στο 30% της παγκόσμιας κατανάλωσης.

Πώς οδηγηθήκαμε στις αρνητικές τιμές πετρελαίου WTI

Οι τιμές πετρελαίου ξεκίνησαν το 2020 με σημαντική άνοδο, λόγω της γεωπολιτικής έντασης στην πλούσια σε ενεργειακά κοιτάσματα περιοχή του Περσικού Κόλπου. Το συμβόλαιο του αμερικανικού αργού WTI σκαρφάλωσε στα $65/βαρέλι, ενώ του διεθνούς αργού Brent στα $72/βαρέλι, μετά τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σολεϊμανί στη Βαγδάτη του Ιράκ στις αρχές Ιανουαρίου 2020 από οπλισμένα drones του αμερικανικού στρατού.

  1. Εμφάνιση της πανδημίας COVID-19 στην Ασία

Η άνοδος στις τιμές πετρελαίου λόγω της γεωπολιτικής έντασης μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ κράτησε για πολύ λίγο, εξαιτίας της εμφάνισης της πανδημίας COVID-19 στις αρχές του 2020 στην Κίνα, η οποία καταναλώνει, μαζί με τις υπόλοιπες ασιατικές χώρες, πέραν του 60% της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου.

Οι επενδυτές ξεκίνησαν μεγάλη ρευστοποίηση θέσεων στον πετρελαϊκό κλάδο μόλις αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα των επιπτώσεων στην παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου, μετά την εφαρμογή των πρώτων αυστηρών lockdowns στην Ασία, με αποτέλεσμα οι τιμές να υποχωρήσουν κατά 30% από τα υψηλά Ιανουαρίου και κοντά στα $45/βαρέλι στις αρχές Μαρτίου.

  1. Πετρελαϊκός πόλεμος τιμών μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας

Κατά το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 2020, η υπερπροσφορά πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο, λόγω του πετρελαϊκού πολέμου τιμών μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας, διαχρονικού de facto ηγέτη του ΟΠΕΚ, και της Ρωσίας, δεύτερης χώρας στον κόσμο σε ημερήσια παραγωγή πετρελαίου μετά τις ΗΠΑ.

Οι δύο χώρες απέτυχαν να συμφωνήσουν στον περιορισμό της υπερπροσφοράς από πλευράς παραγωγών ΟΠΕΚ+, ώστε να ισορροπήσουν τις μεγάλες απώλειες ζήτησης λόγω της πανδημίας, πλημμυρίζοντας έτσι την παγκόσμια αγορά με επιπλέον φτηνά και απούλητα φορτία πετρελαίου.

Αυτή ήταν και η κύρια αιτία για να καταγραφούν πολύ μεγάλες ημερήσιες πτώσεις στις αρχές Μαρτίου, με τις τιμές του WTI και του Brent να κατρακυλούν κάτω από το ψυχολογικό όριο των $25/βαρέλι, μετά από 20 χρόνια.

  1. Άνοδος αποθεμάτων πετρελαίου και αρνητικές τιμές στο αργό WTI

Ο κυριότερος λόγος της κατάρρευσης της τιμής του αμερικανικού αργού WTI σε αρνητικό έδαφος ήταν η πληρότητα των δεξαμενών αποθήκευσης στον τερματικό σταθμό του Cushing της Οκλαχόμα των ΗΠΑ.

Το Cushing θεωρείται σημείο αναφοράς για την αμερικανική ενεργειακή αγορά, εφόσον εκεί καταλήγουν οι περισσότεροι αγωγοί αργού από την παραγωγή του σχιστολιθικού πετρελαίου του Τέξας και άλλων πολιτειών των ΗΠΑ και εκεί διαμορφώνονται οι βασικές τιμές αναφοράς για το συμβόλαιο αργού WTI (West Texas Intermediate).

Η περιορισμένη κατανάλωση πετρελαίου λόγω της πανδημίας, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη παραγωγή ρεκόρ σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ (σχεδόν 13 εκατ. βαρέλια την ημέρα στις αρχές Απριλίου 2020), ανάγκασαν τους παραγωγούς να αποθηκεύσουν στο Cushing την αδιάθετη παραγωγή.

Αυτή η εξέλιξη οδήγησε στον περιορισμό του διαθέσιμου αποθηκευτικού χώρου στο Cushing, που με τη σειρά του άσκησε τεράστιες καθοδικές πιέσεις στις τιμές του αργού WTI από τις αρχές Απριλίου.

Φτάνοντας στις 20 Απριλίου 2020 και λίγο πριν λήξει το συμβόλαιο «φυσικής» παράδοσης Μαΐου (future contract roll over), τόσο οι παραγωγοί όσο και οι κερδοσκόποι επενδυτές πετρελαίου, που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις χαμηλές τιμές, διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε επιπλέον χώρος για να αποθηκευτεί το πετρέλαιο στο Cushing ή δεν μπορούσε να πουληθεί στην ανοιχτή αγορά, γεγονός που τους ανάγκασε να ξεφορτωθούν τα συμβόλαιά τους στο χρηματιστήριο, ακόμη και σε αρνητικές τιμές.

Η τιμή του αργού WTI, που ξεκίνησε εκείνη την ημέρα κοντά στα $20/βαρέλι, υποχώρησε πέραν του 300% ή $57/βαρέλι, κλείνοντας τη συνεδρία στα $-37/βαρέλι και καταγράφοντας νέο ιστορικό χαμηλό από την ημέρα που ξεκίνησε να τυγχάνει διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων, το μακρινό 1983.

Ουσιαστικά επρόκειτο για «τεχνικής» φύσεως κατάρρευση, εφόσον το συμβόλαιο παράδοσης Μαΐου είχε πολύ λίγους όγκους, καθώς οι περισσότεροι επενδυτές ήταν ήδη τοποθετημένοι στο πιο ενεργό συμβόλαιο παράδοσης Ιουνίου, το οποίο, παρά τη δική του πτώση, εν τέλει έκλεισε τη συνεδρία στα $20/βαρέλι.

Παράλληλη πτωτική πορεία ακολούθησε και η τιμή του διεθνούς δείκτη τιμών πετρελαίου Brent, που υποχώρησε κοντά στα $16/βαρέλι στις 22 Απριλίου – η χαμηλότερη τιμή από το 1999.

Το συμβόλαιο αργού Brent θεωρείται παγκόσμιο σημείο αναφοράς, εφόσον καλύπτει το 75% της παγκόσμιας παραγωγής, κυρίως από τη Μέση Ανατολή, τον Περσικό Κόλπο, τη βόρεια Αφρική και τη βόρεια Ευρώπη.

Κερδισμένοι και χαμένοι στο κραχ του «μαύρου χρυσού»

Πάντοτε, σε μια μεγάλη πτώση στις τιμές πετρελαίου, υπάρχουν οι κερδισμένοι και οι χαμένοι παίκτες, αναλόγως της μεριάς της εξίσωσης στην οποία βρίσκονται.

Στους κερδισμένους συγκαταλέγονται διαχρονικά οι βιομηχανικές χώρες που εξαρτώνται από τις μεγάλες εισαγωγές πετρελαίου για να καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες σε ενέργεια, όπως η Κίνα, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, η Ινδία, η Γερμανία, η Γαλλία κ.ά. Μάλιστα, το 2020 είχε παρατηρηθεί αύξηση στις εισαγωγές από τις εν λόγω χώρες, καθώς εκμεταλλεύτηκαν τις χαμηλές τιμές για να αυξήσουν τα στρατηγικά αποθεματικά τους σε υγρά καύσιμα.

Αντίθετα, στους μεγάλους χαμένους συγκαταλέγονται φυσικά οι χώρες που στηρίζουν ένα μεγάλο μέρος των κρατικών τους εσόδων στις εξαγωγές πετρελαίου, όπως οι ΗΠΑ (σχιστολιθικό πετρέλαιο), η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία.

Σε ακόμη χειρότερη μοίρα βρέθηκαν κατά το 2020 μερικές φτωχότερες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες που ταλανίζονται από εμφυλίους πολέμους, όπως το Ιράκ, η Νιγηρία, η Λιβύη, η Ανγκόλα και η Συρία, και από αμερικανικές κυρώσεις, όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα.

Η Κύπρος κερδισμένη από τις χαμηλές τιμές πετρελαίου

Κερδισμένοι βρέθηκαν και οι καταναλωτές στην Κύπρο, που απόλαυσαν, έστω και για λίγους μήνες, πολύ χαμηλές τιμές υγρών καυσίμων κίνησης και θέρμανσης στην αντλία. Παρ’ όλα αυτά, οι τιμές δεν θα μπορούσαν να μειωθούν περισσότερο, εφόσον το 60%-70% της λιανικής τιμής είναι σταθεροί κρατικοί φόροι και η προμήθεια των εταιρειών εμπορίας πετρελαίου (πρατήρια).

Δυστυχώς, η Κύπρος, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έχει μεγάλο βαθμό εξάρτησης από την εισαγωγή υγρών καυσίμων κατά περίπου 80%-90%, κυρίως από εισαγωγείς από τη Ρωσία και τον Περσικό Κόλπο.

Οι χαμηλές τιμές πετρελαίου πάντα αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα για τα κυπριακά νοικοκυριά και μειώνουν σχετικά και το κόστος στο καλάθι της νοικοκυράς, εφόσον η πτώση του ενεργειακού κόστους στους παραγωγούς αγαθών επιφέρει αποπληθωριστικές πιέσεις (μειωμένες τιμές).

Οι αναλυτές θεωρούν ότι μια πτώση των τιμών πετρελαίου κατά 50% θα μπορούσε να επιφέρει μεγάλη εμπορική ζήτηση και κρατικά έσοδα από την αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε σημείο που θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) μέχρι και κατά 1% σε φυσιολογικές συνθήκες ανοικτής οικονομίας.

 

Η ταχύτερη ιστορικά ανάκαμψη τιμών στην αγορά πετρελαίου

 

Χρειάστηκαν μόλις 12 μήνες ώστε οι τιμές πετρελαίου να ανακάμψουν και να σταθεροποιηθούν στα προ πανδημίας υψηλά των $60-70/βαρέλι, για τους πιο κάτω λόγους:

  1. Ιστορική μείωση παραγωγής από ΟΠΕΚ+

Σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη των τιμών πετρελαίου από τα ιστορικά χαμηλά του «Μαύρου Απριλίου» έπαιξε η εξισορρόπηση της παγκόσμιας ζήτησης και προσφοράς πετρελαίου κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020, λόγω της πρωτοφανούς σε μέγεθος μείωσης παραγωγής από τη συμμαχία του ΟΠΕΚ+.

Οι μεγάλοι παραγωγοί πετρελαίου του ΟΠΕΚ, μαζί με τους συμμάχους τους, με αρχηγό τη Ρωσία, γνωστοί και ως ΟΠΕΚ+, αποφάσισαν τη μείωση της παραγωγής κατά 9,7 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ή κατά 10% της παγκόσμιας παραγωγής, για τους μήνες Μάιο-Ιούνιο 2020, με σταδιακή αποκλιμάκωση της παραγωγής μέχρι το 2022. Επιπλέον, βοήθησε πολύ και η εθελοντική μείωση της παραγωγής από τη Σαουδική Αραβία κατά 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα στο ίδιο διάστημα.

Εκτός από τις εθελοντικές περικοπές, που αποτέλεσαν προϊόν κρατικών αποφάσεων, η παγκόσμια υπερπροσφορά μειώθηκε περαιτέρω και από τις αναγκαστικές περικοπές από ιδιώτες παραγωγούς πετρελαίου, λόγω του υψηλού κόστους εξόρυξης και της χαμηλής τιμής πώλησης στην αγορά.

Οι ιδιωτικές εταιρείες εξόρυξης σχιστολιθικού πετρελαίου (shale oil) στις ΗΠΑ και επεξεργασίας της πετρελαιοφόρου άμμου (oil sands) στον Καναδά φαίνεται να μείωσαν την παραγωγή τους συνολικά κατά 2 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ενώ σημαντική ήταν και η μείωση των παραγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου στις βαθιές θάλασσες (deep sea oil and gas) της Νορβηγίας, του Κόλπου του Μεξικού και της Βραζιλίας, λόγω υψηλού κόστους εξόρυξης.

  1. Ανάκαμψη της ζήτησης πετρελαίου λόγω επανεκκίνησης της παγκόσμιας οικονομίας

Οι επενδυτές ενέργειας επανατοποθετήθηκαν στην αγορά πετρελαίου μετά το β΄ μισό του 2020, χάρη στην ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου λόγω της χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων και της σταδιακής επανεκκίνησης της παγκόσμιας οικονομίας.

Οι συγχρονισμένες νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές από τις κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις του κόσμου και η πρόοδος στον εμβολιασμό του πληθυσμού έχουν βοηθήσει στην αναθέρμανση της επιχειρηματικής και εμπορικής δραστηριότητας.

Στην άνοδο των τιμών πετρελαίου συνέβαλε, επίσης, το γεγονός ότι οι οικονομίες των χωρών με τη μεγαλύτερη κατανάλωση πετρελαϊκών προϊόντων στον πλανήτη, όπως της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Νοτίου Κορέας, των ΗΠΑ και της Ινδίας, ανέκαμψαν πρώτες από την πανδημία, επιστρέφοντας στους κανονικούς ρυθμούς οικονομικής δραστηριότητας γρηγορότερα από το αναμενόμενο.

Η Κίνα, η οποία είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής υγρών καυσίμων στον κόσμο, ανακοίνωσε ότι το ΑΕΠ της κατά το 1ο τρίμηνο του 2021 σημείωσε άλμα 18,3% σε ετήσια βάση, ενώ οι λιανικές πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 35%.

 

Τι αναμένεται κατά το β΄ μισό του 2021

 

Η εκτόξευση των αριθμών των κρουσμάτων COVID-19 παγκοσμίως τον Απρίλιο του 2021, και ειδικά στην Ινδία και την Ιαπωνία, ανησυχεί τους επενδυτές ενέργειας, καθώς οι τιμές πετρελαίου τυγχάνουν διαπραγμάτευσης κοντά στα υψηλά τους επίπεδα και είναι επιρρεπείς για διόρθωση.

Οι δύο πολυπληθείς χώρες αποτελούν κορυφαίους εισαγωγείς πετρελαίου και τυχόν εφαρμογή νέων αυστηρών περιοριστικών μέτρων θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά την κατανάλωση υγρών καυσίμων και να πλήξει τους παγκόσμιους ρυθμούς ζήτησης για ενεργειακούς πόρους.

Παρ’ όλα αυτά, τυχόν σημαντική διόρθωση στις τιμές πετρελαίου ίσως βρει πρόθυμους πάρα πολλούς αγοραστές με μακροχρόνιο ορίζοντα, χάρη στο θετικό κλίμα για την ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου, που βασίζεται στην επανεκκίνηση του διεθνούς εμπορίου λόγω των πετυχημένων εμβολιαστικών προγραμμάτων παγκοσμίως.

Ενδεικτικό της ανοδικής δυναμικής που αναπτύσσεται στις τιμές πετρελαίου είναι το γεγονός ότι αυτή βασίζεται στα βελτιωμένα θεμελιώδη στοιχεία της ενεργειακής αγοράς. Πάνω σε αυτό το στοιχείο, τόσο ο ΟΠΕΚ όσο και η ΙΕΑ έχουν πρόσφατα αναθεωρήσει προς τα πάνω τις προβλέψεις τους για τη ζήτηση πετρελαίου το 2021, καθώς οι μεγάλες καταναλωτικές οικονομίες βρίσκονται σε τροχιά ανάκαμψης από την πανδημία.

Επιπλέον, πολλές χώρες θα ανοίξουν τα σύνορά τους σε διεθνείς τουρίστες που θα διαθέτουν αρνητικό αποτέλεσμα σε τεστ κορωνοϊού PCR χρονικού διαστήματος μικρότερου των τριών ημερών ή πιστοποιητικό εμβολιασμού, αποφεύγοντας έτσι και την υποχρεωτική εβδομαδιαία καραντίνα.

Η επανεκκίνηση της τουριστικής κίνησης θα έχει πολλαπλές θετικές επιπτώσεις στη ζήτηση αεροπορικών καυσίμων και πετρελαίου κίνησης, καθώς και στην κατανάλωση ηλεκτρισμού.

*Υπεύθυνου Επενδυτικής Στρατηγικής Exclusive Capital

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ