The Trade Wars: Η μπλόφα του Τραμπ και το τίμημα της απερισκεψίας

Από τον εμπορικό εκβιασμό στην παγκόσμια αβεβαιότητα: πώς η τακτική Τραμπ πυροδότησε μια κρίση χωρίς κέρδη

Του Κωνσταντίνου Νικολαΐδη

Η πρόσφατη εμπορική επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί μια τολμηρή αλλά προβληματική στρατηγική που, αντί να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, φαίνεται να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύει. Οι αλλεπάλληλες ανακοινώσεις για δασμούς, οι ασυντόνιστες εξαιρέσεις και η αμήχανες αναδιπλώσεις δεν συνιστούν μια συνεκτική στρατηγική, αλλά μάλλον αντανακλούν τα όρια της εφαρμογής της και την προχειρότητα του σχεδιασμού της.

 

Τρεις Στόχοι, Καμία Επίτευξη

Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε διακηρύξει τρεις βασικούς στόχους μέσω της δασμολογικής του πολιτικής: την πίεση για πιο ευνοϊκές εμπορικές συμφωνίες, την επιστροφή της μεταποίησης στις Ηνωμένες Πολιτείες και την ενίσχυση των δημόσιων εσόδων. Στο πλαίσιο αυτό, οι δασμοί αντιμετωπίζονταν ως εργαλείο πίεσης και αλλαγής. Πρώτον, θα ανάγκαζαν τους εμπορικούς εταίρους να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό τον φόβο της απώλειας πρόσβασης στην αμερικανική αγορά. Δεύτερον, θα δημιουργούσαν αντικίνητρα στις εισαγωγές, ενισχύοντας την εγχώρια παραγωγή. Τρίτον, τα επιπλέον έσοδα από τους δασμούς θα χρησιμοποιούνταν για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και την ενίσχυση της οικονομικής ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, στην πράξη, κανένας από αυτούς τους στόχους δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται ουσιαστικά.

Οι μονομερείς κινήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών προκάλεσαν κύμα αντιποίνων από σημαντικούς εμπορικούς εταίρους, όπως η Κίνα και ο Καναδάς, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέτασε παρόμοια μέτρα, πριν τελικά ο Τραμπ αναστείλει την επιβολή των δασμών. Παράλληλα, αρκετές χώρες των οποίων το μέγεθος και η οικονομική επιρροή δεν συγκρίνονται με εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών αναφέρεται ότι έσπευσαν να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, με αυτές τις χώρες δεν υπήρχε ανάγκη για τέτοιου είδους επιθετική πίεση, αφού θα ήταν έτσι κι αλλιώς δεκτικές στο να επαναδιαπραγματευθούν. Η πραγματική στόχευση της πολιτικής Τραμπ ήταν η Κίνα και οι λοιποί ισχυροί εμπορικοί εταίροι. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, η στρατηγική απέτυχε να φέρει αποτελέσματα, οδηγώντας τελικά τον Τραμπ στην αναγκαστική αναστολή των δασμών προτού η Ευρωπαική Ένωση ακολουθήσει το παράδειγμα της Κίνας, με αποτέλεσμα την εκτίναξη των εντάσεων.

Ταυτόχρονα, πολλές αμερικάνικες επιχειρήσεις που εισάγουν τα προϊόντα τους ή εξαρτώνται από εισαγόμενες πρώτες ύλες και ενδιάμεσα προϊόντα βρέθηκαν απροετοίμαστες, χωρίς χρονικά περιθώρια για την αναπροσαρμογή των εφοδιαστικών τους αλυσίδων. Η αναστάτωση στις αγορές και η αβεβαιότητα γύρω από τη μελλοντική πορεία της εμπορικής πολιτικής οδήγησαν σε απόσυρση επενδυτών, ιδίως σε κλάδους με διεθνή προσανατολισμό.

Στο ίδιο πλαίσιο, απέτυχε και ο τρίτος στόχος της ενίσχυσης των δημόσιων εσόδων. Το επιχείρημα ότι οι δασμοί θα ενίσχυαν τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό αγνόησε το γεγονός ότι το μεγαλύτερο βάρος τους μεταφέρθηκε στους Αμερικανούς καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, τα αντίμετρα των μεγάλων εμπορικών εταίρων θα περιορίσουν τις εξαγωγές και τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα.

 

Η Αποτυχία της Βιομηχανικής Αναγέννησης και το Ερωτηματικό για την Αναγκαιότητά της

Η προσπάθεια για αναβίωση της εγχώριας παραγωγής προϋποθέτει μακρόπνοο σχεδιασμό, συστηματική επένδυση και συντονισμένες πολιτικές. Η απότομη επιβολή δασμών, χωρίς τον απαραίτητο προγραμματισμό, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους για τις επιχειρήσεις, χωρίς να τους παρέχεται περιθώριο αντίδρασης. Πολλές εταιρείες αιφνιδιάστηκαν, είδαν την ανταγωνιστικότητά τους να μειώνεται και στο τέλος θα αναγκαστούν να μετακυλίσουν τις επιβαρύνσεις στους καταναλωτές. Αν ο πραγματικός στόχος ήταν η επανεκκίνηση της αμερικανικής βιομηχανικής βάσης, τότε υπήρχαν σαφώς πιο στοχευμένες και αποτελεσματικές εναλλακτικές όπως η παροχή φορολογικών κινήτρων, η ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης, οι επενδύσεις σε σύγχρονες υποδομές και η στήριξη κρίσιμων κλάδων με στρατηγική σημασία.

Η περίπτωση της Apple αποκαλύπτει με εύγλωττο τρόπο τις πρακτικές δυσκολίες του επαναπατρισμού παραγωγικής δραστηριότητας. Όπως εκτιμά ο Dan Ives, αναλυτής στη Wedbush Securities, η μεταφορά της παραγωγής iPhone στις Ηνωμένες Πολιτείες θα απαιτούσε αρκετά χρόνια και επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το κόστος ενός iPhone που σήμερα ανέρχεται στα 1.000 δολάρια, ενδέχεται να ξεπερνούσε τα 3.500 εάν η συσκευή είχε παραχθεί εντός των ΗΠΑ. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί τουλάχιστον πριν το 2028. Επιπλέον, ο ίδιος ο διευθύνων σύμβουλος της Apple, Τιμ Κουκ, έχει εκφράσει σοβαρές αμφιβολίες για την ικανότητα της αμερικανικής αγοράς εργασίας να στηρίξει μαζική βιομηχανική παραγωγή, επισημαίνοντας την έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού.

Ακόμη και ο ίδιος ο Τραμπ φαίνεται να αναγνώρισε τελικά αυτές τις προκλήσεις, καθώς εξαιρέθηκαν προσωρινά προϊόντα όπως τα smartphones, οι υπολογιστές και τα τσιπ από τους νέους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές, προκειμένου να αποφευχθούν άμεσες αυξήσεις τιμών και διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα των τεχνολογικών εταιρειών.

Πέρα από τις επιχειρησιακές και τεχνολογικές δυσκολίες, το ίδιο το όραμα μιας «αναγεννημένης βιομηχανικής Αμερικής» έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική εξέλιξη και τα θεμελιώδη συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Η υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα δεν κτίστηκε πάνω σε γραμμές συναρμολόγησης, αλλά σε πυλώνες όπως η τεχνολογία, η καινοτομία, η πανεπιστημιακή γνώση και η πρωτοκαθεδρία σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας όπως η πληροφορική, η φαρμακευτική και οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

Η προσπάθεια ανασύστασης της βιομηχανίας ως βασικού μοχλού ανάπτυξης μοιάζει με αναχρονισμό. Χωρίς να υποτιμώνται οι στρατηγικοί τομείς της παραγωγής, η διατήρηση της αμερικανικής ισχύος δεν μπορεί να βασιστεί σε μοντέλα του περασμένου αιώνα. Αντιθέτως, απαιτείται επιτάχυνση της καινοτομίας, επένδυση στην Τεχνητή Νοημοσύνη και ενίσχυση των υπηρεσιών.

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η εμπορική στρατηγική του Τραμπ εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στα ελλείμματα του εμπορίου αγαθών, παραγνωρίζοντας πλήρως την ανταλλαγή υπηρεσιών μεταξύ χωρών, τομέας στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν σημαντικά πλεονάσματα έναντι των περισσότερων εμπορικών τους εταίρων. Η αμερικανική υπεροχή σε τομείς όπως οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η τεχνολογία, οι επικοινωνίες και τα πνευματικά δικαιώματα αποτελεί κρίσιμο αντιστάθμισμα και θεμέλιο της εξωτερικής τους εμπορικής ισορροπίας. Η μονοδιάστατη προσέγγιση που περιορίζεται στα βιομηχανικά προϊόντα αγνοεί αυτή τη δυναμική και παρουσιάζει μια στρεβλή εικόνα του συνολικού εμπορικού ισοζυγίου.

 

 

Η Σιωπηλή Κρίση του Χρέους

Οι αγορές αντέδρασαν έντονα στην επιθετική δασμολογική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, με τις απώλειες να είναι πρωτοφανείς τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και διεθνώς. Πέρα από τις πιέσεις στο χρηματιστήριο, ο καθοριστικός παράγοντας που οδήγησε τελικά σε αναδίπλωση ήταν η αναστάτωση στις αγορές ομολόγων.

Οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων αυξήθηκαν κατά 600 μονάδες βάσης, φτάνοντας το 4,5%, ενώ οι αποδόσεις των 30 ετών ομολόγων σημείωσαν τη μεγαλύτερη τριήμερη άνοδο από το 1982, αγγίζοντας το 4,92%. Αυτή η απότομη αύξηση των αποδόσεων αντικατοπτρίζει την απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών στην αμερικανική οικονομική σταθερότητα και την αυξανόμενη ανησυχία για τον πληθωρισμό και την οικονομική ύφεση.

Η απότομη αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων δεν αποτελεί απλώς ένδειξη απώλειας εμπιστοσύνης των επενδυτών, αλλά έχει και άμεσες δημοσιονομικές συνέπειες. Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει εκτοξευθεί στα 36,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, αντιστοιχώντας σε περίπου 123% του ΑΕΠ. Η εξυπηρέτηση αυτού του χρέους επιβαρύνει σοβαρά τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, με τις ετήσιες πληρωμές τόκων να ξεπερνούν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, καθιστώντας τις την τρίτη μεγαλύτερη κατηγορία δαπανών μετά την κοινωνική ασφάλιση και την υγειονομική περίθαλψη.

Ο φαύλος κύκλος είναι προφανής: όσο αυξάνονται οι αποδόσεις, τόσο ακριβότερο γίνεται το κόστος δανεισμού για την αμερικανική κυβέρνηση. Και όσο ακριβότερος ο δανεισμός, τόσο λιγότερο βιώσιμο γίνεται το αμερικανικό δημοσιονομικό πλαίσιο. Αυτή η εξέλιξη περιορίζει τη δυνατότητα για μελλοντικές δημόσιες επενδύσεις και εντείνει τον κίνδυνο κρίσης εμπιστοσύνης στο δολάριο. Το σήμα προς τις αγορές είναι ανησυχητικό: οι ΗΠΑ χρειάζονται πλέον ισχυρότερο «premium αξιοπιστίας» για να δανειστούν.

 

The Αrt of the Deal και η Δυσπιστία στο Στρατηγικό Αφήγημα

Μπροστά στον σάλο που προκλήθηκε από τις δασμολογικές εξαγγελίες, η κυβέρνηση Τραμπ επιχείρησε να παρουσιάσει τις κινήσεις της ως μέρος μιας ενορχηστρωμένης διαπραγματευτικής στρατηγικής. Η προσέγγιση αυτή αντλεί έμπνευση από τη ρητορική του βιβλίου του Τραμπ με τίτλο The Art of the Deal. Όταν ο Πρόεδρος ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά την προσωρινή αναστολή των νέων δασμών για 75 χώρες, εξαιρώντας την Κίνα, στελέχη της κυβέρνησης προσπάθησαν να παρουσιάσουν την απόφαση ως στρατηγική νίκης.

Παρά την επικοινωνιακή προσπάθεια του Προέδρου και των συνεργατών του να προβάλουν τις εξελίξεις ως στοιχεία ενός επιτυχούς σχεδίου, οι αγορές και οι οικονομικοί αναλυτές παρέμειναν δύσπιστοι. Η θετική αντίδραση που παρατηρήθηκε από τους επενδυτές με την ανακοίνωση της 90ήμερης παύσης ήταν σύντομη και εύθραυστη. Την αμέσως επόμενη ημέρα η ανοδική αντίδραση των αγορών αντιστράφηκε απότομα και το κλίμα αβεβαιότητας επέστρεψε. Οι αγορές φοβούνται πώς η σύντομη διάρκεια της αναστολής δεν προσφέρει επαρκή χρόνο για την επίτευξη ουσιαστικών συμφωνιών με δεκάδες χώρες. Πάνω απ’ όλα, όμως, η βασική πηγή αβεβαιότητας παραμένει η σύγκρουση με την Κίνα. Οι αμοιβαίοι νέοι δασμοί ακύρωναν κάθε προοπτική διαλόγου, στέλνοντας το μήνυμα ότι η σύγκρουση βαθαίνει αντί να επιλύεται.

 

 

Η Κόντρα με την Κίνα

Η βασική παραδοχή του Τραμπ —ότι οι δασμοί θα λειτουργούσαν ως μοχλός πίεσης για την Κίνα— δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη. Αντιθέτως, οι πρώτες σοβαρές αναταράξεις σημειώθηκαν εντός των ΗΠΑ, με τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές να επωμίζονται το κόστος και τις χρηματοπιστωτικές αγορές να αντιδρούν με έντονη αστάθεια.

Το Πεκίνο, αντί να υποχωρήσει, υιοθέτησε στρατηγική αντεπίθεσης: ανακατεύθυνε εμπορικές ροές, ενίσχυσε συμμαχίες και στόχευσε καίριους τομείς της αμερικανικής οικονομίας, όπως η αγροτική παραγωγή και οι μικρομεσαίες εξαγωγικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, η κινεζική ηγεσία γνώριζε πολύ καλά ότι οι αμερικανικές εταιρείες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κινεζική αλυσίδα παραγωγής — από πρώτες ύλες έως τελικά προϊόντα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τραμπ έσπευσε να εξαιρέσει από τους δασμούς κατηγορίες όπως τα laptops, τα smartphones και τα μικροτσίπ, αναγνωρίζοντας σιωπηρά πως μια πραγματική ρήξη θα προκαλούσε ζημιά στην ίδια την τεχνολογική βάση των ΗΠΑ.

Παράλληλα, η Κίνα διατηρεί στα χέρια της ένα λιγότερο προβεβλημένο αλλά εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο: είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος κάτοχος αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Μια μαζική πώληση αυτών των τίτλων θα μπορούσε να προκαλέσει άνοδο επιτοκίων, πτώση του δολαρίου και ανάγκη επείγουσας παρέμβασης από τη Fed — μια μορφή οικονομικής πίεσης που, αν και εσχάτου χαρακτήρα, παραμένει στο γεωοικονομικό οπλοστάσιο του Πεκίνου.

Για τις αγορές, η αντιπαράθεση πλέον δεν θυμίζει διαπραγμάτευση, αλλά έναν πόλεμο φθοράς, όπου η Κίνα εμφανίζεται προετοιμασμένη, με εναλλακτικές και αντοχές — και η αμερικανική στρατηγική εκτίθεται.

 

Πορεία προς το Μέλλον: Αντιμέτωποι με μια Νέα Παγκόσμια Τάξη ή Αποκλιμάκωση;

Κατά τη διάρκεια της 90ήμερης αναστολής των δασμών, ο Πρόεδρος Τραμπ αναμένεται να επιδιώξει εμπορικές συμφωνίες με επιλεγμένες χώρες, παρουσιάζοντάς τες ως επιτυχία της στρατηγικής του. Θα επιχειρήσει να προβάλει την απειλή των δασμών ως αποτελεσματικό διαπραγματευτικό εργαλείο, αποφεύγοντας την ανάγκη περαιτέρω μέτρων.

Ωστόσο, η βιωσιμότητα αυτής της προσέγγισης παραμένει αμφίβολη. Οι αγορές εξακολουθούν να ζητούν προβλεψιμότητα και σταθερότητα και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα εντείνει τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης. Η παρούσα συγκυρία αποτελεί κρίσιμη καμπή για τις Ηνωμένες Πολιτείες: η επιλογή είναι μεταξύ της επιστροφής σε μια πολυμερή, συνεργατική εμπορική πολιτική —που πολιτικά ερμηνεύεται ως αναδίπλωση— ή της συνέχισης μιας συγκρουσιακής στρατηγικής με το ρίσκο υποχώρησης της αμερικανικής επιρροής στο παγκόσμιο σύστημα.

Από την πλευρά της, η Κίνα αναμένεται να εντείνει τις προσπάθειές της για τη δημιουργία εναλλακτικών συμμαχιών και την ενίσχυση της οικονομικής της διείσδυσης, ιδιαίτερα προς την Ευρώπη. Το Πεκίνο επενδύει σε μια δυναμική εμπορική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωρίζοντας ότι η Ε.Ε. δεν έχει την πολυτέλεια να ευθυγραμμιστεί πλήρως με την αμερικανική στρατηγική απομόνωσης. Το πώς θα ισορροπήσει η Ευρώπη μεταξύ των πιέσεων από την Ουάσιγκτον και της ανάγκης διατήρησης οικονομικών δεσμών με την Κίνα θα διαμορφώσει το νέο γεωοικονομικό τοπίο.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μεταβλητότητα στις αγορές θα παραμείνει αυξημένη το προσεχές διάστημα. Οι εξελίξεις που αναμένονται τους επόμενους μήνες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Διαβάστε επίσης: Λαγκάρντ: Αντιφατική αλλά δικαιολογημένη η δύναμη του ευρώ - «Ευκαιρία» για την Ευρώπη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ