Νεο-φιλελευθερισμός και κοινωνική δικαιοσύνη στην εκπαιδευτική παγκοσμιοποίηση

Η παγκοσμιοποίηση –ως συνεχιζόμενη και μεταβαλλόμενη διαδικασία– έχει επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Της Δρ Χριστίνα Χατζησωτηρίου*

Tο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης απεικονίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένας κοινωνικο-πολιτικός Ιανός, παραπέμποντας στον μυθικό θεό των Ρωμαίων που έφερε δύο προσωπεία. Χαρακτηριστικά, η «διπροσωπία» της παγκοσμιοποίησης έγκειται από τη μια πλευρά στην άνοδο του υπερ-φιλελευθερισμού, της νεο-ξενοφοβίας και της κοινωνικο-οικονομικής ανισότητας και από την άλλη στην τοποθέτηση του ζητήματος του εκδημοκρατισμού και του ανθρωπισμού ψηλά στην ατζέντα των διεθνών πολιτικών. Κατ’ επέκταση, το αντιφατικό αυτό δίπολο αντικατοπτρίζεται ως σχήμα οξύμωρο στην τεταμένη «διελκυστίνδα» της εκπαιδευτικής παγκοσμιοποίησης, θέτοντας τον νεο-φιλελευθερισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη στα δύο άκρα της. 

Ποιες οι παράμετροι της παγκοσμιοποίησης;

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι επιστήμονες στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών έχουν εστιάσει εμφαντικά στη διερεύνηση ερευνητικών ζητημάτων που άπτονται του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση –ως συνεχιζόμενη και μεταβαλλόμενη διαδικασία– έχει επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας: από την οικονομία και το εμπόριο ως τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές πολιτικές. Τα αποτελέσματά της γίνονται ολοένα και πιο εμφανή, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας και των επικοινωνιών, που επιτρέπουν την απρόσκοπτη μετακίνηση, όχι μόνο ανθρωπο-τοπίων ή εθνο-τοπίων, αλλά και τεχνο-τοπίων, κεφαλαιο-τοπίων και ιδεο-τοπίων. 
Παρά τις δυσκολίες που ενυπάρχουν στην απόδοση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού στην έννοια, η παγκοσμιοποίηση μπορεί δυνητικά να χαρακτηριστεί ως η παγκόσμια εντατικοποίηση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, στη βάση των οποίων τα εντόπια τεκταινόμενα επηρεάζονται από το τι συμβαίνει σε χωρο-χρονική απόσταση (και αντιστρόφως). Ταυτοχρόνως, εμπερικλείει τη διευκόλυνση των μετακινήσεων και το «άνοιγμα» της αγοράς εργασίας, τα οποία ενισχύουν τον πολιτισμικό πλουραλισμό σε ολόκληρο τον πλανήτη, ενώ συνάμα αποδομούν την έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας ως ιστορικά «άκαμπτης» και αδιαφοροποίητης, συλλογικής και χωρικά αγόμενης οντότητας.

«Ηγεμονική» παγκοσμιοποίηση και νεο-φιλελευθερισμός στην εκπαίδευση

Στο ένα άκρο της «διελκυστίνδας» της εκπαιδευτικής παγκοσμιοποίησης, η κοινωνιολογική έρευνα τοποθετεί τον νεο-φιλελευθερισμό ως την κυρίαρχη πολιτικο-οικονομική ιδεολογία που επηρεάζει τη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών πολιτικών ανά το παγκόσμιο, υποδηλώνοντας την εισαγωγή των μηχανισμών της αγοράς στον εκπαιδευτικό τομέα. Χαρακτηριστικά, τα σημαντικότερα στοιχεία που επέβαλε δανειστικά ο νεο-φιλελευθερισμός στην εκπαίδευση είναι: η διεθνής συγκριτική αξιολόγηση (λ.χ. η διεθνής αξιολόγησης PISA), η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, η εφαρμογή των στρατηγικών μάνατζμεντ του εταιρικού τομέα στα σχολεία, αλλά κυρίως η αντικατάσταση αξιών όπως η συλλογικότητα και η ευγενής άμιλλα από τον ανταγωνισμό (ο οποίος συντηρείται από τη διαλογή και την επιλογή που επιφέρουν οι αξιολογήσεις). Κατά συνέπεια, η εταιρικού τύπου διαχείριση των σχολείων, ο εξαναγκασμός των εκπαιδευτικών σε «λογοδοσία» για το έργο τους, οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η επικράτηση της αγγλικής γλώσσας (ως η γλώσσα της παγκόσμιας αγοράς και του εμπορίου) ως γλώσσας διδασκαλίας, καθώς και η υπό όρους και δεσμεύσεις επιχορήγηση εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών από διεθνείς οργανισμούς είναι μερικές από τις συνέπειες που αναφέρονται ως απότοκο του νεο-φιλελευθερισμού στην εκπαίδευση.

«Επαναστατική» παγκοσμιοποίηση και το παγκόσμιο κίνημα κοινωνικής δικαιοσύνης

Στο άλλο άκρο της «διελκυστίνδας» της παγκοσμιοποίησης τοποθετείται η προώθηση του εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης σε όλο τον κόσμο. Μια σημαντική μερίδα κοινωνιολόγων της παιδείας ανά τον κόσμο, επιχειρώντας να απαντήσουν στο ερώτημα πώς μπορεί να επιτευχθεί μια «επαναστατική» παγκοσμιοποίηση, υποστηρίζουν την αντικατάσταση του κυρίαρχου ηγεμονικού παγκόσμιου καθεστώτος (το οποίο απορρέει από τον νεο-φιλελευθερισμό) από ένα εναλλακτικό μοντέλο το οποίο να μεγιστοποιεί τον δημοκρατικό πολιτικό έλεγχο και να καθιστά ως προτεραιότητές του την περιβαλλοντική επιστασία και την ισότητα ευκαιριών. Η διακρατική δραστηριότητα ακαδημαϊκών, διανοουμένων και ακτιβιστών, η οποία ανθίσταται στη σημερινή ηγεμονική μορφή της παγκοσμιοποίησης, επονομάζεται και «παγκόσμιο κίνημα κοινωνικής δικαιοσύνης». 

Η παγκοσμιοποίηση μέσω του φακού της κοινωνικής δικαιοσύνης οφείλει να απέχει από μια υπερβολικά απλοϊκή προσέγγιση του τύπου «πώς μπορούμε όλοι να συνυπάρξουμε και να προχωρήσουμε μαζί στον πλανήτη;», σε μια συστημική προσέγγιση που επιμένει κατά κύριο λόγο στην οικοδόμηση ενός δίκαιου κόσμου. Υπό την έννοια αυτή, η παγκοσμιοποίηση καλείται διαμέσου των μηχανισμών της να ενισχύσει την προώθηση πολιτικών που να αποκαθιστούν την εκπαίδευση ως παγκόσμιο δημόσιο αγαθό και βασικό ανθρώπινο δικαίωμα (κυρίως αν λάβουμε υπόψη ότι σε αρκετές χώρες του πλανήτη η βασική εκπαίδευση δεν παρέχεται δωρεάν ή αποκλείει τα κορίτσια από το δικαίωμα αυτό). Αυτού του είδους η ισχυρή βούληση για θεσμοθέτηση και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας προβάλλεται από τις προωθούμενες πολιτικές που αναπτύσσονται από υπερεθνικούς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς, όπως για παράδειγμα η UNESCO και το Συμβούλιο της Ευρώπης. 

Πού βρίσκεται η Κύπρος στη «διελκυστίνδα» της εκπαιδευτικής παγκοσμιοποίησης;

Νεο-φιλελεύθεροι ταγοί της εκπαίδευσης στην Κύπρο φωνασκούν για την παταγώδη αποτυχία των Κυπρίων μαθητών στη διεθνή αξιολόγηση της PISA (Programme for International Student Assessment) του 2018, τα αποτελέσματα της οποίας ανακοινώθηκαν μόλις τον Δεκέμβριο του 2019. Ο διαγωνισμός PISA αξιολογεί βασικές δεξιότητες των μαθητών (μέχρι 16 ετών) που αφορούν την κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Ανησυχίες εκφράζονται όμως από επιφανείς κοινωνιολόγους για το γεγονός ότι οι αξιολογήσεις του ΟΟΣΑ, όπως οι PISA και TIMMS, τείνουν να δημιουργούν μια ώθηση για την υιοθέτηση παγκοσμιοποιημένων νεο-φιλελεύθερων πολιτικών ως αποκαλούμενων «λύσεων» στις εθνικές «κρίσεις» διαφόρων χωρών ανά τον κόσμο, δημιουργώντας επίπλαστη πίεση που απορρέει από την παγκόσμια «επιτήρηση» που παράγουν οι συγκριτικοί δείκτες επιδόσεων. Τέτοιες λύσεις βασίζονται σε μοντέλα εκπαίδευσης που στηρίζονται στο εταιρικό μάνατζμεντ, υποστηρίζοντας ότι, καθώς τέτοιες πολιτικές λειτούργησαν σε άλλες χώρες, δύναται να γεφυρώσουν το «διακρατικό εκπαιδευτικό χάσμα» που προκύπτει από τα διεθνή εργαλεία αξιολόγησης.

Ποια είναι όμως η διαλλακτική εναλλακτική της εκπαιδευτικής παγκοσμιοποίησης; Τη στιγμή που στην Κύπρο προσκλήθηκαν εμπειρογνώμονες από τη Φινλανδία και την Εσθονία για να συμβάλουν στην «αναστήλωση» του κεκλιμένου πύργου της PISA, η απάντηση πιθανότατα να βρίσκεται σε χώρες όπως η Ιρλανδία, η οποία έχει εφαρμόσει την καινοτομία του «μεταβατικού έτους» στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση προκειμένου να προωθήσει την εκπαίδευση στην ωριμότητα και την υπευθυνότητα. Ο «εξανθρωπισμός» και ο «εκδημοκρατισμός» της απρόσωπης απολυτότητας και της ηγεμονίας των αριθμών των διεθνών αξιολογήσεων μπορούν να επέλθουν διαμέσου του αναπροσανατολισμού του εκπαιδευτικού συστήματος και των αναλυτικών προγραμμάτων προς: (α) την προσωπική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ευαισθητοποίησης και της καλλιέργειας των κοινωνικών δεξιοτήτων, (β) την προώθηση γενικών, τεχνικών και ακαδημαϊκών δεξιοτήτων, με έμφαση στη διεπιστημονική και αυτοκατευθυνόμενη (ή ανεξάρτητη) μάθηση, και (γ) την εκπαίδευση, μέσω της εμπειρίας των ενηλίκων και της επαγγελματικής ζωής, ως προσωπική βάση για την ανάπτυξη και την ωριμότητα.

*Η Δρ Χριστίνα Χατζησωτηρίου είναι κάτοχος PhD από το University of Cambridge και Επίκουρη Καθηγήτρια στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ