Της Δρ. Χριστίνας Χατζησωτηρίου*
Δεν έχουμε καλά-καλά διανύσει τον πρώτο μήνα της νέας σχολικής χρονιάς και όμως έχουμε ήδη καταγράψει ούτε ένα ούτε δύο, αλλά πολυάριθμα θέματα που αφορούν τα τεκταινόμενα στον εκπαιδευτικό χώρο. Ευλόγως, θα παρουσιάζαμε την παιδεία ως ένα εκκρεμές που ταλαντώνεται μεταξύ:
- της έλλειψης ολοκληρωμένης στρατηγικής για το άνοιγμα των σχολείων εν μέσω πανδημίας και της αναβολής της έναρξης της σχολικής χρονιάς με την πρόφαση του καύσωνα και των υψηλών θερμοκρασιών.
- της τοποθέτησης μαθητών σε καραντίνα (από την πρώτη κιόλας εβδομάδα λειτουργίας των σχολείων) και της επαναλειτουργίας των τάξεων ή των σχολείων που αναγκάζονται σε «κλείσιμο» λόγω κρουσμάτων.
- της «ασφυξιακής» χρήσης μάσκας από εκπαιδευτικούς και μαθητές (οι κανονισμοί χρήσης της οποίας άλλαξαν τουλάχιστον τρεις φορές) και της τοποθέτησης «πλακάζ» για σύνδεση των θρανίων ως της επιλεχθείσας τεχνικής social-distancing εντός τάξης (μόλις την τελευταία εβδομάδα πριν από το άνοιγμα των σχολείων).
- της εγκατάστασης κλιματιστικών στις σχολικές τάξεις και του ολοκληρωτικού burnout της εκπαιδευτικής κοινότητας.
- των συμπεριφορών «χουλιγκανισμού» και κακοποίησης ζώων που εκδηλώθηκαν σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και του διχασμού της κοινής γνώμης για την πειθαρχική δίωξη του ζωγράφου-καθηγητή για τα έργα του που τιτλοφορούνται «αντισυστημική τέχνη».
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η παρούσα κατάσταση αφήνει πολλά ερωτηματικά, τόσο για τη λειτουργία του ΥΠΠΑΝ όσο και για τη λειτουργία των ίδιων των σχολείων. Τη στιγμή που μεγάλα think tanks στη διεθνή σκηνή, όπως το Rand, έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου στους ιθύνοντες χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής ανά το παγκόσμιο αναφορικά με την αναγκαιότητα προγραμματισμού των σχολείων –όχι μόνο για τις επόμενες εννέα εβδομάδες, αλλά για τους επόμενους εννέα μήνες–, γιατί το ΥΠΠΑΝ φάνηκε να στερείται απτού πλάνου επιστροφής της εκπαιδευτικής κοινότητας στα θρανία έξι μήνες μετά την καραντίνα; Επιπροσθέτως, η παρούσα κατάσταση αφήνει πολλά ερωτηματικά για την κουλτούρα και τις αξίες που πρέπει να πρεσβεύει το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Γιατί η κοινή γνώμη «σκανδαλίζεται» και «διχάζεται», ουκ ολίγες φορές, εξ αφορμής περιστατικών κοινωνικής υφής που διαδραματίζονται εντός και εκτός των σχολείων; Αν αποδεχθούμε ότι η λειτουργία όλων ανεξαιρέτως των Υπουργείων δεν αποτελεί «one (wo)man’s show», γιατί το ΥΠΠΑΝ φαίνεται να τρέχει πάντα πίσω από τα γεγονότα;
Οι γκρίζες ζώνες του εκπαιδευτικού μας συστήματος καταδεικνύουν ότι η αλλαγή και αναδιοργάνωση του ΥΠΠΑΝ και των σχολείων αποτελεί αδήριτη ανάγκη. Δυστυχώς όμως, συχνά οι αλλαγές που επιχειρούνται στερούνται ευρύτερου οράματος και συνεπώς μακροπρόθεσμου προγραμματισμού. Θα πρέπει σαφέστατα να τεθεί επί τάπητος ο επαναπροσδιορισμός του οράματός μας για την Παιδεία, στη βάση του οποίου θα επανακαθοριστούν οι εκπαιδευτικές μας πολιτικές, αλλά και οι κανονισμοί που διέπουν τη λειτουργία των σχολείων (και όχι το αντίστροφο). Η κρίση που παρατηρούμε δημιουργεί το momentum για αλλαγή εκπαιδευτικού παραδείγματος βάσει του άξονα της τεχνολογικής ανάπτυξης, από τη μια πλευρά, και του ανθρωπισμού από την άλλη. Εισήγησή μας είναι ότι ο καθορισμός ενός νέου οράματος για την Παιδεία μπορεί να αντλήσει από το παράδειγμα του τεχνο-ανθρωπισμού. Ο τεχνο-ανθρωπισμός στοχεύει στην αποτελεσματική αξιοποίηση της τεχνολογίας για την ανάπτυξη ενεργών πολιτών οι οποίοι εργάζονται προς τη βελτίωση των κοινωνικών διεργασιών.
Στη βάση αυτού του νέου παραδείγματος, το ΥΠΠΑΝ θα πρέπει να χτίσει –ξανά από την αρχή– την οργανωτική διαχείριση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Η έλλειψη σαφούς προσδιορισμού της οργανωτικής διαχείρισης αποτελεί ίσως και τη ριζική αιτία των πλείστων προβλημάτων στον χώρο της Παιδείας. Η οργανωτική διαχείριση αναφέρεται στη χάραξη των επιθυμητών αξιών, κανόνων, συστημάτων, πεποιθήσεων και συνηθειών, συμπεριφορών, αλληλεπιδράσεων με τον εξωτερικό κόσμο και μελλοντικών προσδοκιών. Εκδηλώνεται στον τρόπο που ένας οργανισμός, όπως το ΥΠΠΑΝ, προγραμματίζει και διεξάγει τις δραστηριότητές του, αντιμετωπίζει το ανθρώπινο δυναμικό και τη μαθητική κοινότητα, αλλά και συνεργάζεται με τους ευρύτερους κοινωνικούς φορείς. Η ύψιστη σημασία της οργανωτικής διαχείρισης έγκειται στο γεγονός ότι δύναται να ενισχύσει τα αποτελέσματα, την καινοτομία, αλλά ακόμη και τις αλληλεπιδράσεις στο πεδίο της Παιδείας.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, η διαμόρφωση επιτυχούς οργανωτικής διαχείρισης προϋποθέτει την ανάπτυξη θετικής οργανωτικής κουλτούρας αλλαγής στο ΥΠΠΑΝ και, κατ’ επέκταση, στα σχολικά ιδρύματα. Ως κουλτούρα ορίζεται το σύστημα κοινών υποθέσεων, αξιών και πεποιθήσεων ενός οργανισμού. Συνεπώς, η ανάπτυξη θετικής οργανωτικής κουλτούρας δύναται να ενισχύσει τις προσπάθειες της ηγεσίας του ιδίου του ΥΠΠΑΝ, αλλά και των σχολείων, στο να ορίσουν, μεταξύ άλλων, τι αποτελεί «κατάλληλη» και «ακατάλληλη» συμπεριφορά εκ μέρους της εκπαιδευτικής κοινότητας. Ο καθορισμός της κουλτούρας θέτει προσδοκίες για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται τα μέλη του ΥΠΠΑΝ και το ανθρώπινο δυναμικό των σχολείων, πώς πρέπει να συνεργάζονται και πώς πρέπει να λειτουργούν ως άτομα ή ομάδα. Με αυτόν τον τρόπο, η αποτελεσματική οργανωτική κουλτούρα μπορεί να καταρρίψει όσα εμποδίζουν τη συνεργασία μεταξύ των απομονωμένων ατόμων ή ομάδων, δημιουργώντας γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ ΥΠΠΑΝ και σχολείων, να καθοδηγήσει τη λήψη αποφάσεων και να βελτιώσει τη ροή εργασίας συνολικά, ενεργοποιώντας τις δυνατότητες και την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού και της μαθητικής κοινότητας, αλλά και συμβάλλοντας στην επίτευξη του οράματός μας για την Παιδεία.
Εν κατακλείδι, ο ρόλος της κουλτούρας θεωρείται καταλυτικός στον οργανωτικό σχεδιασμό και την αποτελεσματική ηγεσία, στη βάση του καθορισμού του επιθυμητού οράματος, των στόχων και των αξιών. Οι αποτελεσματικές οργανωτικές κουλτούρες χαρακτηρίζονται από αξίες όπως ο επαγγελματισμός, η ολοκλήρωση, η αναγνώριση και η επιβράβευση, ο εναγκαλισμός της καινοτομίας, της εξέλιξης και της αλλαγής, η κατανεμημένη ηγεσία και η ομαδική εργασία, η ανοικτή και άμεση επικοινωνία, και τέλος η εστίαση στις ανάγκες του ανθρώπινου δυναμικού και της μαθητικής κοινότητας. Ας γίνει αυτή η κρίση η αιτία για αλλαγή…
*PhD in Education, University of Cambridge, UK
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας