Του Δημήτρη Γεωργιάδη*
Οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις τις οικονομίας είναι απόλυτα συνυφασμένες με τις προοπτικές της. Η ανθρώπινη –και στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιχειρηματική– φύση επιδιώκει την αποφυγή των κινδύνων. Αναζητεί τη σιγουριά. Όσο περιορίζονται οι κίνδυνοι και ενισχύεται η αξιοπιστία, τόσο αυξάνονται οι προοπτικές μιας οικονομίας.
Θα κατηγοριοποιούσα τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν η κυπριακή οικονομία και τα δημόσια οικονομικά σε δύο κατηγορίες. Στις άμεσες προκλήσεις, που έχουν να κάνουν κυρίως με την πανδημία, και στις πιο μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προκλήσεις, που ουσιαστικά καθορίζουν και τις προοπτικές της Κύπρου.
ΟΙ ΑΜΕΣΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Στην περίοδο της πανδημίας, όπως και σε κάθε άλλη περίοδο κρίσης, η προσοχή όλων στρέφεται στη διαχείριση των κινδύνων που μπορούν να απειλήσουν άμεσα τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και να προκαλέσουν σημαντικές αναταράξεις στην οικονομία. Οι άμεσες προκλήσεις, που δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, είναι:
- Η διαφύλαξη ενός αποθεματικού ασφαλείας σε περίπτωση που η οικονομία και οι πολίτες χρειαστούν επιπρόσθετη στήριξη. Η ανάγκη αυτή μπορεί να προέλθει είτε από μια καθυστέρηση στην παρασκευή ενός αποτελεσματικού εμβολίου, είτε από τη μετάλλαξη του ιού, είτε από ένα άλλο απρόβλεπτο σοκ.
- Το περιορισμένο αποθεματικό. Η κυβέρνηση θα πρέπει από τη μια να παρεμβαίνει άμεσα και από την άλλη να διοχετεύει πόρους σε τομείς ή επιχειρήσεις που θα έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Επιχειρήσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως της έκβασης της πανδημίας, θα έκλειναν και μαζί θα χάνονταν οι θέσεις εργασίας, δεν πρέπει να στηριχθούν.
- Το χρηματοδοτικό περιβάλλον ακόμη παραμένει ευνοϊκό, ειδικότερα όσον αφορά την άντληση χρηματοδότησης από τις αγορές. Από την άλλη, κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα σε ποιο σημείο θα αρχίσουν οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης να ανησυχούν για τη δυνατότητα αποπληρωμής του δημόσιου χρέους, και αυτό αφορά όλες τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος. Όσο αυξάνεται το δημόσιο χρέος, τόσο πιο κοντά σε αυτό το κρίσιμο σημείο έρχεται μια χώρα. Σε περίπτωση παράτασης της πανδημίας και εξάντλησης μεγάλου μέρους των υφιστάμενων αποθεματικών, η κυβέρνηση θα κληθεί να αποφασίσει κατά πόσον θα δοκιμάσει να βγει στις αγορές για έκδοση νέου χρέους ή αν θα στραφεί στον περιορισμό των δαπανών, συμπεριλαμβανομένου του κρατικού μισθολογίου. Αυτή θα είναι ίσως η σημαντικότερη πρόκληση τον επόμενο χρόνο και ελπίδα όλων είναι να ξεπεραστεί η πανδημία και να αρχίσει η επιστροφή στην ομαλότητα το συντομότερο.
- Η συνεχής παρακολούθηση των δαπανών υγείας, και όχι μόνο αυτών που αφορούν την αντιμετώπιση της πανδημίας. Δυστυχώς, η εκδήλωση της πανδημίας συνέπεσε με την έναρξη της λειτουργίας του ΓΕΣΥ. Αυτό όχι μόνο επιβάρυνε τον προϋπολογισμό, αλλά κατέστησε τον έλεγχο όλων των δαπανών πολύ πιο δύσκολο. Επίσης, έδωσε την ευκαιρία σε οργανωμένα σύνολα να διεκδικήσουν και να κερδίσουν επιπρόσθετα οικονομικά οφέλη. Παράλληλα, υπάρχουν φαινόμενα καταχρήσεων που αυξάνουν περισσότερο τον κίνδυνο. Οι καταχρήσεις ή και τα λειτουργικά προβλήματα μπορούν να οδηγούν ασθενείς και προσωπικό εκτός των κρατικών νοσηλευτηρίων, κάτι που, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, θα απειλήσει ακόμη και τη βιωσιμότητά τους, με τον φορολογούμενο να καλείται να καλύψει το κενό.
ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Μεσοπρόθεσμα και χωρίς να σημαίνει πως η προσπάθεια δεν μπορεί να ξεκινήσει άμεσα, η Κύπρος έχει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που είναι γνωστές σε όλους. Προκλήσεις οι οποίες, δυστυχώς, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, αν όχι απόλυτα, σε μεγάλο βαθμό, τα τελευταία χρόνια.
- Από το 2013, ακόμη και νωρίτερα, το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) παραμένει. Οι συνεχείς αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, οι πολιτικές παρεμβάσεις, η κουλτούρα που έχει εμπεδωθεί στην κοινωνία ότι οι υποχρεώσεις δεν χρειάζεται να εκπληρώνονται, καθώς και η απροθυμία των ίδιων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να δώσουν βαρύτητα στο θέμα, δεν έχουν φέρει την επιθυμητή πρόοδο. Η πανδημία από τη μια έφερε την εποπτική χαλαρότητα στο θέμα, αλλά από την άλλη αναμφίβολα θα προσθέσει νέες ΜΕΧ. Με τη λήξη της πανδημίας, όχι μόνο θα αρθεί η χαλαρότητα, αλλά, με δεδηλωμένη την πρόθεση των Ευρωπαίων εταίρων μας να επιταχύνουν τις διαδικασίες τραπεζικής ένωσης και δημιουργίας ενός κοινού συστήματος εγγύησης καταθέσεων, το όλο περιβάλλον αναπόφευκτα θα καταστεί ακόμη πιο πιεστικό και αυστηρό. Θα πρέπει λοιπόν να ληφθούν άμεσα μέτρα που τουλάχιστον θα καταδείξουν μια σημαντική πρόοδο.
- Οι μεταρρυθμίσεις που στόχο έχουν να καταστήσουν πιο ανταγωνιστική την οικονομία πρέπει επιτέλους να προχωρήσουν. Δεν υπάρχει χώρος σε ένα άρθρο για να καταγραφούν όλες. Αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο η κοινή γνώμη να το εκλάβει ως μια θεωρητική τοποθέτηση. Δεν είναι. Το τι πρέπει να γίνει είναι σε όλους γνωστό. Δεν χρειάζονται καν ξένοι για να το υποδείξουν. Η συνεισφορά των ξένων είναι περισσότερο σημαντική στον πρακτικό τρόπο επίλυσης των προβλημάτων και όχι στην αναγνώρισή τους. Μερικά παραδείγματα είναι:
- (α) Η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Δυστυχώς, επειδή δεν υπάρχει τρόπος να ποσοτικοποιηθεί το κόστος, αγνοείται η σημασία της μεταρρύθμισης. Η αργή δικαιοσύνη μειώνει σημαντικά την αξία των περιουσιακών στοιχείων και των εμπορικών συμφωνιών, αποθαρρύνει επενδυτές και ενθαρρύνει τη διαφθορά και την αναξιοπιστία.
- (β) Έχουμε από τις πιο υψηλές δαπάνες στον τομέα της παιδείας και αναλόγως πολύ φτωχά αποτελέσματα. Επιπρόσθετα, παρέχουμε κίνητρα στους νέους να ακολουθούν σπουδές τις οποίες δεν χρειάζεται η οικονομία και με αυτόν τον τρόπο γίνεται αναγκαία η εισαγωγή εργατικού δυναμικού για τους τομείς στους οποίους έχει ανάγκη η οικονομία.
- (γ) Σε πολλά καίρια τμήματα της δημόσιας υπηρεσίας υπάρχει αδιαφάνεια και αχρείαστη γραφειοκρατία, με δόση διακριτικής ευχέρειας σε καίριες θέσεις ευθύνης και αποφάσεων. Τέτοια φαινόμενα αποθαρρύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και δημιουργούν εύφορο έδαφος για φαινόμενα διαφθοράς.
- Πολλά επαγγέλματα και τομείς έχουν αχρείαστα εμπόδια δραστηριοποίησης. Με πρόσχημα την προστασία του επαγγέλματος και κατ’ επέκταση του πολίτη, σε αρκετές περιπτώσεις ουσιαστικά προστατεύονται οι επαγγελματίες/επιχειρηματίες και το κέρδος τους με αρνητικό αντίκτυπο στις τιμές και στην ποιότητα. Θα πρέπει όλοι οι τομείς και τα επαγγέλματα να επαναξιολογηθούν, ώστε να ενθαρρύνονται και να δίνονται ευκαιρίες σε νέους και σε νέες ιδέες.
ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Πιο μακροπρόθεσμα, παρουσιάζεται το πρόβλημα της συνταξιοδοτικής επάρκειας. Όχι μόνο η αποταμίευση των κυπριακών νοικοκυριών είναι διαχρονικά χαμηλή, αλλά το εποπτικό και θεσμικό πλαίσιο παρουσιάζει κενά και αδυναμίες. Ως αποτέλεσμα, μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας δεν θα έχει εξασφαλίσει σύνταξη και αυτό θα οδηγήσει σε κοινωνικά και δημοσιονομικά προβλήματα. Κανένα δημοκρατικό κράτος δεν θα αφήσει τον συνταξιούχο να ζει σε κατάσταση φτώχειας.
Δεν θέλω να κλείσω σκιαγραφώντας μόνο μια αρνητική εικόνα χωρίς προοπτικές για την Κύπρο. Προοπτικές σίγουρα υπάρχουν. Αυτό που χρειάζεται εκ μέρους της κυβέρνησης και των θεσμών δεν είναι η υπόδειξη των ευκαιριών αλλά η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία των πολιτών. Όπως έχω αναφέρει στην αρχή του άρθρου, όταν αντιμετωπιστούν οι πιο πάνω προκλήσεις, η Κύπρος θα καταστεί πιο ελκυστική σε νέες ιδέες και σε ξένες επενδύσεις και ο ιδιωτικός τομέας θα έχει το κίνητρο να ανταποκριθεί. Ναι, ίσως χρειάζονται κάποια κίνητρα και κάποιος συντονισμός εκ μέρους της κυβέρνησης σε θέματα γενικής στρατηγικής. Όμως, στο παρόν στάδιο, αυτό που προέχει είναι οι αλλαγές που θα περιορίσουν τη διαφθορά και που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα.
*Πρόεδρος Δημοσιονομικού Συμβουλίου