Αλλάζει το διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον

Ενδεχόμενη ενίσχυση των ηγεμονικών δυνάμεων εντός της Ευρώπης στο μέλλον θα δημιουργήσει φυγόκεντρες δυνάμεις.

Του Τάσου Γιασεμίδη*

Είναι αναπόφευκτο ότι η εξάπλωση του ιού παραμένει το κύριο θέμα στην επικαιρότητα, εφόσον, πέρα από την επιβάρυνση της επιδημιολογικής εικόνας, σημαντικός είναι και ο αρνητικός αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία. Όμως, υπάρχουν και εξελίξεις, με πολλές χώρες να τοποθετούνται στρατηγικά με βάση την επόμενη μέρα.

Υπάρχουν κάποια δεδομένα που διαμορφώνονται πρώτα από την εκλογή Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες και κατά δεύτερο λόγο από συμμαχίες που δημιουργούνται μεταξύ χωρών. Την ίδια στιγμή, σημαντική δυναμική αναπτύσσει η Κίνα, της οποίας η οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί το 2021 κατά 7% με 8%, αλλά και άλλες χώρες της Ασίας, όπως το Βιετνάμ, που συνεχίζει να ενισχύει το ΑΕΠ του.

Η αλλαγή στη διακυβέρνηση των ΗΠΑ αποτελεί επικράτηση των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης (globalists), κάτι που αναμένεται να αποδυναμώσει τις πολιτικές προστατευτισμού που είχαμε παρατηρήσει με την προηγούμενη διακυβέρνηση και να ενισχύσει το διεθνές εμπόριο.

Αξιοσημείωτο του κλίματος είναι το γεγονός ότι οι χρηματιστηριακές αγορές στην Αμερική τη μέρα που σημειώθηκαν τα επεισόδια στο Καπιτώλιο κινήθηκαν θετικά, εφόσον οι επενδυτές προεξοφλούν την ισχυρή ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, μέσα από το μεγάλο πακέτο ενίσχυσης της ρευστότητας και της επιχειρηματικότητας που αποφασίστηκε.

Τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης που υιοθετούν οι κεντρικές τράπεζες (τα οποία υποτίθεται ότι θα ήταν προσωρινά και συνεχίζουν από το 2008) ενισχύουν τη ρευστότητα στην αγορά και διατηρούν τις παραγωγικές μονάδες της οικονομίας, ώστε να μπορέσουν να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη στη μετά τον κορωνοϊό εποχή.

Φυσικά, την ίδια στιγμή, τα αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις οδηγούν τους επενδυτές στην αναζήτηση ευκαιριών και εναλλακτικών επενδύσεων, με αξιοσημείωτη την αύξηση στην τιμή αγοράς των κρυπτονομισμάτων.

Υπενθυμίζεται ότι κατά την περίοδο της προηγούμενης διακυβέρνησης των Δημοκρατικών υπήρχαν εκτενείς συζητήσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων ή αλλιώς TTIP (Transatlantic Trade and Investment Partnership), σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των εμπορικών και επενδυτικών σχέσεων μεταξύ των δύο μερών.

Η TTIP είχε σκοπό τον περιορισμό ή ακόμα και την κατάργηση, όπου είναι δυνατόν, των εμποδίων που υπάρχουν στο εμπόριο και στις επενδύσεις, όπως είναι οι τελωνειακοί δασμοί και η γραφειοκρατία, οι διαπραγματεύσεις όμως σταμάτησαν με την εκλογή Τραμπ. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η Ε.Ε. προχώρησε σε ανάλογες συμφωνίες με τον Καναδά, ενώ πρόσφατα ανακοινώθηκε και εμπορική συμφωνία με την Κίνα (δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ευρώπης μετά τις ΗΠΑ).

Χαρακτηριστική είναι και η έκθεση των Moody’s, σύμφωνα με την οποία το τρέχον έτος οι εμπορικές διαπραγματεύσεις θα βρεθούν στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας, με τα ζητήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και της ψηφιακής οικονομίας να διαμορφώνουν τις επιχειρηματικές στρατηγικές.

Την ίδια στιγμή, καταγράφεται η επαναφορά των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Κατάρ, με την πρώτη να αποφασίζει λίγες μέρες αργότερα περιορισμό στην προσφορά πετρελαίου με σκοπό την ενίσχυση των τιμών, αλλά και η «συμφιλίωση» του Ισραήλ με αραβικές χώρες. Τα πιο πάνω θυμίζουν λίγο-πολύ παρτίδα σκάκι, όπου οι παίκτες της παγκόσμιας οικονομίας και πολιτικής τοποθετούνται στρατηγικά για την επόμενη μέρα.

Μια άλλη μεγάλη αλλαγή είναι η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. και το πώς θα διαμορφωθούν οι στρατηγικές και οι συμμαχίες εντός του έτους. Σημειώνεται, την ίδια στιγμή, η ανομοιόμορφη πορεία που παρουσιάζουν οι οικονομίες των χωρών της Ευρωζώνης, η οποία καταδεικνύει την ανομοιογένεια που υπάρχει, εφόσον ακόμη βρισκόμαστε πολύ μακριά από τη δημοσιονομική ενοποίηση.

Ενδεχόμενη ενίσχυση των ηγεμονικών δυνάμεων εντός της Ευρώπης στο μέλλον θα δημιουργήσει φυγόκεντρες δυνάμεις, ενώ η σημερινή κατάσταση αποτελεί πρώτης τάξεως ευκαιρία για έναν ειλικρινή διάλογο και για επαναφορά της Ένωσης στον δρόμο της ολοκλήρωσης, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο είναι για τους ρομαντικά σκεπτόμενους.

Είναι σημαντικό για κάθε κράτος –και ειδικά για αυτά που έχουν εξωστρεφείς οικονομίες– να αναλύει το εξωτερικό περιβάλλον και να εντοπίζει τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται. Πάντοτε, φυσικά, σημαντικό ρόλο έχει να διαδραματίσει και η οικονομική διπλωματία.

Η οικονομική διπλωματία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομικής και πολιτικής στρατηγικής ενός κράτους και της κυβέρνησής του. Η σωστή δομή και οργάνωση των φορέων που ασκούν την οικονομική διπλωματία, σε συνδυασμό με τη δημιουργία της σωστής εικόνας για τη χώρα (branding), θεωρούνται απαραίτητα συστατικά για την προσέλκυση επενδύσεων και άλλων μορφών επιχειρηματικής δραστηριότητας από το εξωτερικό.

Την ίδια στιγμή, είναι απαραίτητο οι οικονομικές στρατηγικές να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Η ενίσχυση, ενδεχομένως, των οικονομικών σχέσεων με τις ΗΠΑ δίνει την ευκαιρία για περαιτέρω ανάπτυξη των επενδυτικών ταμείων, για σύναψη συνεργασιών μεταξύ του χρηματιστηρίου μας και άλλων χρηματιστηρίων, και για διαπραγμάτευση τίτλων κυπριακών εταιρειών και ταμείων στις ΗΠΑ.

Το σημαντικό όμως είναι τα αντανακλαστικά που θα έχουν οι παραγωγικές μονάδες κάθε οικονομίας, όταν πλέον ο αρνητικός αντίκτυπος της πανδημίας θα αρχίσει να εξασθενεί. Οι επιδημιολόγοι εκτιμούν ότι αυτό θα συμβεί περί τα μέσα του επόμενου έτους. Είναι δηλαδή σημαντικό να υπάρξει εκείνος ο σχεδιασμός, ώστε, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν και η ψυχολογία των καταναλωτών και επενδυτών αναστραφεί, η οικονομία να είναι σε θέση να παρουσιάσει σημαντικούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η μεταβλητότητα στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον οδηγεί πολλούς επιχειρηματίες να κάνουν σκέψεις για μεταφορά μέρους ή ολόκληρου του κύκλου εργασιών τους σε άλλες περιοχές, για περιορισμό του ρίσκου. Φυσικά, για την επιλογή των συγκεκριμένων περιοχών υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια που σταθμίζουν οι επενδυτές και οι σύμβουλοί τους, πριν πάρουν τις τελικές τους αποφάσεις. Η επιλογή της χώρας εγκατάστασης αποφασίζεται εφόσον ληφθούν υπόψη πολλοί παράγοντες, όπως η γεωγραφική θέση, το χρηματοπιστωτικό, φορολογικό και νομικό σύστημα, η ευκολία με την οποία μπορεί κάποιος να ταξιδέψει από και προς τη χώρα, ο τρόπος ζωής, το σύστημα υγείας και το εκπαιδευτικό σύστημα. Οι εποχές που η επιλογή βασιζόταν αποκλειστικά στην πιο χαμηλή φορολογία έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.

Επομένως, πρέπει να χτίσουμε στα πλεονεκτήματα που προσφέρει η Κύπρος. Με την τεχνολογική εξέλιξη και την ενοποίηση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η αλλαγή της έδρας ενός ομίλου γίνεται ευκολότερη, κυρίως για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών. Είναι σημαντικό να αξιολογούνται σε συνεχή βάση οι διεθνείς εξελίξεις και να λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα εκεί και όπου χρειάζεται, ώστε η χώρα να παραμένει ανταγωνιστική. Τα μεγαλύτερα ζητήματα προκύπτουν από την παρουσία γραφειοκρατικών εμποδίων και νοοτροπίας περασμένων εποχών σε ορισμένα τμήματα, στοιχεία που δημιουργούν αρνητική εικόνα στον επιχειρηματικό κόσμο.

Είναι σημαντικό η πολιτεία να προχωρήσει σε όλες αυτές τις ενέργειες που θα διευκολύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κύπρο (και αυτό αφορά όλους εκείνους που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο, ντόπιους και ξένους) και να αναπτύξει τις υποδομές που από τη μια θα προσθέσουν αξία στις επενδύσεις που γίνονται και από την άλλη θα βελτιώσουν τον τρόπο ζωής των πολιτών.

*Οικονομολόγου

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ