Γιατί η πανδημία θα αλλάξει για πάντα τον τραπεζικό τομέα;

Ο κυπριακός τραπεζικός τομέας καταγράφει το υψηλότερο με διαφορά ποσοστό παγοποίησης αποπληρωμής δανείων στην Ευρώπη και το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Του Παναγιώτη Μαυρομιχάλη*

Ακόμη και πριν από την κρίση του COVID-19, είχαμε δει σαφή σημάδια αλλαγής στον τραπεζικό κλάδο. Ο τραπεζικός τομέας, έχοντας εστιάσει τις ενέργειές του στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση των δανείων subprime, έμεινε πίσω στην καμπύλη της ψηφιακής επανάστασης και βρέθηκε να απειλείται από τις εταιρείες fintech και τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας.

Η άνευ προηγουμένου κρίση που προκλήθηκε στην πραγματική οικονομία από την πανδημία θα επηρεάσει την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Αυτό θα γίνει εμφανές μετά το τέλος των διαφόρων προγραμμάτων αναστολής αποπληρωμής δανείων που έχουν εκπονηθεί από τις κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση της λειτουργικής κερδοφορίας από κλασικές εμπορικές τραπεζικές συναλλαγές και τις μειωμένες προοπτικές ανάπτυξης των δανειακών χαρτοφυλακίων, θα οδηγήσει σε ένα κύμα τραπεζικών συγχωνεύσεων και θα διευρύνει το χάσμα μεταξύ των διαφοροποιημένων πολύ μεγάλων τραπεζών (megabanks) και του υπόλοιπου τραπεζικού κλάδου.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΗΠΑ

Αν πάρουμε ως παράδειγμα τον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ, η κερδοφορία των τεσσάρων αμερικανικών megabanks (JPMorgan Chase, Bank of America, Citigroup και Wells Fargo) έχει ξεπεράσει τις εκτιμήσεις των αναλυτών, ενώ οι περιφερειακές και κοινοτικές τράπεζες δείχνουν να επηρεάζονται πολύ περισσότερο από την πανδημία. Οι τέσσερις πολύ μεγάλες τράπεζες μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις προβλέψεις λόγω της ισχυρής ποιότητας των περιουσιακών τους στοιχείων, των συνετών προβλέψεων για επισφαλή δάνεια και των μεγάλων αποθεματικών που κατάφεραν να συσσωρεύσουν στα πρώτα στάδια της πανδημίας. Ωστόσο, ακόμη και γι’ αυτές τις μεγάλες τράπεζες, η υπεραπόδοση προήλθε από έσοδα από επενδυτικές εργασίες, έσοδα τα οποία δεν είναι διαθέσιμα σε τράπεζες που εστιάζουν κυρίως σε εμπορικές τραπεζικές δραστηριότητες.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο τραπεζικός τομέας φαίνεται λιγότερο προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης του COVID-19. Οι τράπεζες της Ευρωζώνης δεν είχαν την ευκαιρία να ανακάμψουν πλήρως από την τραπεζική κρίση και, ως εκ τούτου, δεν είχαν την ικανότητα να συσσωρεύσουν αποθεματικά και να κάνουν προβλέψεις για επισφαλή δάνεια στον βαθμό που έκαναν οι τράπεζες των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, υπήρξαν περιπτώσεις όπου τράπεζες προέβησαν σε μείωση των προβλέψεών τους για επισφαλή δάνεια, για να αποφύγουν άμεσες κεφαλαιακές ανάγκες. Ως αποτέλεσμα, λίγο πριν από το τέλος του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κυκλοφόρησε ένα σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την πανδημία.

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ NPL

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, η στρατηγική NPL έχει τέσσερις βασικούς στόχους:

1. Περαιτέρω ανάπτυξη δευτερογενών αγορών για προβληματικά περιουσιακά στοιχεία, που θα επιτρέψουν στις τράπεζες να απομακρύνουν τα NPL από τους ισολογισμούς τους, διασφαλίζοντας παράλληλα την περαιτέρω ενίσχυση της προστασίας των δανειοληπτών.

2. Μεταρρύθμιση της νομοθεσίας της Ε.Ε. περί αφερεγγυότητας και ανάκτησης χρεών, η οποία θα συμβάλει στη σύγκλιση των διαφόρων πλαισίων αφερεγγυότητας σε ολόκληρη την Ε.Ε., διατηρώντας παράλληλα υψηλά πρότυπα προστασίας καταναλωτών.

3. Υποστήριξη της δημιουργίας και της συνεργασίας Εθνικών Εταιρειών Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (AMC) σε επίπεδο Ε.Ε.

4. Εφαρμογή προληπτικών μέτρων δημόσιας στήριξης, όπου απαιτείται, για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, σύμφωνα με την οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών της Ε.Ε. και τα πλαίσια κρατικών ενισχύσεων.

Ως επακόλουθο των πιο πάνω, είναι φυσικό να επηρεαστεί και ο κυπριακός τραπεζικός τομέας, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη ότι η Κύπρος έχει καταγράψει το υψηλότερο με διαφορά ποσοστό παγοποίησης αποπληρωμής δανείων στην Ευρώπη, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (περίπου το 55% των δανείων του ιδιωτικού τομέα στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020), και το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ.

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να περιμένουμε ότι ένας σημαντικός αριθμός προβληματικών δανείων θα πρέπει να μετακινηθεί από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, όπως έγινε για παράδειγμα με την πρόσφατη πώληση του χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων «Helix 2 Portfolio B» από την Τράπεζα Κύπρου σε ένα ταμείο συνδεδεμένο με την PIMCO. Επιπλέον, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα καταστεί αναγκαία η σύσταση μιας εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων που ενδέχεται να προκύψουν ως άμεσο αποτέλεσμα της πανδημίας. Είναι πολύ πιθανό ένα σημαντικό ποσοστό των δανείων, ύψους 12 δισ. ευρώ, που ήταν κάτω από το μορατόριουμ αποπληρωμής δόσεων κατά το τέλος του 2020, να καταστούν μη εξυπηρετούμενα το 2021.

*Προέδρου CFA Society Cyprus

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ