Το ΓεΣΥ και ο ρόλος του ΟΚΥπΥ

Ο ΟΚΥπΥ έχει να διαχειριστεί θέματα που άπτονται της χρηστής και ανταγωνιστικής διοίκησης και διεύθυνσης δημόσιων οργανισμών υγείας σε ένα περιβάλλον ιδιωτικής πρωτοβουλίας και ανοιχτής οικονομίας.

Του Κυριάκου Ε. Γεωργίου 

Σε συνέχεια από προηγούμενο άρθρο, όπου παρουσιάστηκαν κάποιες από τις προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει το Γενικό Σχέδιο Υγείας, σε σχέση με τη λειτουργία του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ), σ’ αυτό το άρθρο γίνεται αναφορά στον άλλο δημόσιο Οργανισμό που έχει την ευθύνη λειτουργίας των δημόσιων νοσηλευτηρίων και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Οργανισμός Κρατικών  Υπηρεσιών Υγείας (ΟΚΥπΥ),  οι οποίες είναι κρισιμότερες από αυτές του ΟΑΥ. 

Σε αντίθεση με τον ΟΑΥ ο οποίος έχει να διαχειριστεί το βασικό πρόβλημα των οικονομικών, αυτό της σπανιότητας των πόρων και το κόστος ευκαιρίας, ο ΟΚΥπΥ έχει να διαχειριστεί θέματα που άπτονται της χρηστής και ανταγωνιστικής διοίκησης και διεύθυνσης δημόσιων Οργανισμών Υγείας, σε ένα περιβάλλον ιδιωτικής πρωτοβουλίας και ανοικτής οικονομίας. Αν έχει αποδείξει κάτι η πανδημία είναι ότι τα δημόσια νοσηλευτήρια και οι εργαζόμενοι σ’ αυτά είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στα δύσκολα και να σηκώσουν στους ώμους τους το βάρος κρίσεων. 

Η αρχή του Pareto

Πριν την έλευση του ΓεΣΥ, ο τομέας υγείας λειτουργούσε στα πρότυπα της Αρχής του Pareto,  η οποία  στο ευρύτερο πλαίσιό της υποστηρίζει ότι 80% των αποτελεσμάτων προκύπτουν από το 20% των μέσων ή των αιτιών. Με άλλα λόγια, ο Κανόνας 80-20 σημαίνει ότι σε κάθε κατάσταση λίγοι παράγοντες (20%) είναι ζωτικοί και πολλοί (80%) είναι επουσιώδεις. Στην προκειμένη περίπτωση το 30% των ιατρών οι οποίοι εργάζονταν στα δημόσια νοσηλευτήρια εξυπηρετούσαν περίπου το 85% των ασθενών. Αυτό επί της ουσίας σήμαινε ότι τα δημόσια νοσηλευτήρια είχαν υπερβολική εργασία και επομένως δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τους ασθενείς που προσέφευγαν σ’ αυτά, ενώ ο ιδιωτικός τομέας είχε πληθώρα ιατρών που εξυπηρετούσαν λίγους ασθενείς. 

Αυτή η αναλογία δεν ήταν βιώσιμη και για τις δύο πλευρές και έτσι ένας από τους πρώτους στόχους εισαγωγής του ΓεΣΥ ήταν να εξισορροπήσει την εξυπηρέτηση των ασθενών με τη μεταφορά από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια περίθαλψη. Αυτό στέφθηκε με επιτυχία και η πρωτοβάθμια περίθαλψη πέρασε, σε μεγάλο βαθμό,  στον ιδιωτικό τομέα και φυσικά αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια στη δευτεροβάθμια περίθαλψη.

Το βάρος της πανδημίας στα δημόσια νοσηλευτήρια

Με την πανδημία τον Μάρτιο του 2020 τα δημόσια νοσηλευτήρια επικεντρώθηκαν στην αντιμετώπισή της και ο ιδιωτικός τομέας άρχισε να δέχεται τα πιο εύκολα και επικερδή περιστατικά παραπέμποντας στα δημόσια νοσηλευτήρια τις δύσκολες περιπτώσεις και τους μακροχρόνιους ασθενείς. Αυτό επηρέασε θετικά τα αποτελέσματα του ιδιωτικού τομέα και αρνητικά αυτά του δημόσιου.

Ο σχεδιασμός του ΓεΣΥ και η μεταφορά ασθενών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα προέβλεπε πίεση και μείωση εργασιών στον δημόσιο τομέα και γι’ αυτό η κυβέρνηση ανέλαβε να επιχορηγεί για πέντε έτη τα ελλείμματα των δημόσιων νοσηλευτηρίων. Επίσης, με την εισαγωγή του ΓεΣΥ υπήρξε μια φυγή ιατρών από τον δημόσιο τομέα και τα δημόσια νοσηλευτήρια συνεχίζουν να έχουν πρόβλημα υποστελέχωσης σε ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό.

Φυσικά, τα δημόσια νοσηλευτήρια είχαν και έχουν ψηλότερο κόστος λειτουργίας, κυρίως λόγω του αυξημένου κόστους προσωπικού και το παραϊατρικό προσωπικό προτιμά την ασφάλεια και τους καλύτερους όρους εργασίας του δημοσίου. Έτσι ο δημόσιος τομέας μπορεί να εργοδοτεί τους καλύτερους νοσηλευτές και λειτουργούς υγείας, αλλά προς το παρόν αυτό γίνεται με φειδώ, φοβούμενος το κόστος και τη προβλεπόμενη μελλοντική μειωμένη ζήτηση.

Τα κενά στη λειτουργία των δημόσιων νοσηλευτηρίων

Δυστυχώς, υπάρχουν προβλήματα τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπισθούν ορθολογικά και στη βάση βέλτιστων πρακτικών.  Κατ’ αρχήν ο υπουργός Υγείας και το Υπουργείο Υγείας θα πρέπει να σταματήσουν να παρεμβαίνουν στη λειτουργία των δύο Οργανισμών που έχουν αναλάβει τη λειτουργία του ΓεΣΥ και των δημόσιων νοσηλευτηρίων. Αν ο υπουργός δεν έχει εμπιστοσύνη στα διοικητικά συμβούλια των δύο Οργανισμών ας τα αντικαταστήσει, ειδάλλως να τα αφήσει να λειτουργήσουν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Το δ.σ. του ΟΚΥπΥ θα πρέπει να καταρτίσει στρατηγική, να εξεύρει τους αναγκαίους πόρους και να την εφαρμόσει.  Προς το παρόν δείχνει  ατολμία να λύσει τα προβλήματα, εξακολουθεί να έχει κενές θέσεις σε καίριες θέσεις εργασίας, όπως η γενική διεύθυνση Λευκωσίας, η οποία έχει υπό  την ευθύνη της δύο μεγάλα νοσηλευτήρια και αδυνατεί να επενδύσει σε προσωπικό και τεχνολογία και αυτά όλα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητά του.

Για παράδειγμα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας ακυρώθηκαν δύο φορές προσφορές για κλινικούς αναλυτές, την πρώτη φορά γιατί θεωρήθηκαν υπερβολικές οι προδιαγραφές των αναλυτών, προεξοφλώντας τη μείωση του όγκου εργασιών και τη δεύτερη το δ.σ, αγνοώντας βασικούς κανόνες χρηστής δημόσιας  διοίκησης,  ανέθεσε σε τεχνική επιτροπή την ανάληψη απόφασης που ανήκε στο ίδιο. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι κλινικές εξετάσεις δεν διεκπεραιώνονται έγκαιρα λόγω πεπαλαιωμένων μηχανημάτων και έλλειψης αντιδραστηρίων.

Σημαντικά προβλήματα ακόμη υπάρχουν στη στελέχωση εξειδικευμένων ιατρικών  κλινικών και η ενσωμάτωση πανεπιστημιακών ιατρών σε κλινικές των δημόσιων νοσηλευτηρίων. Θέματα που έχουν επιλυθεί προ πολλού στον ιδιωτικό τομέα συνεχίζουν να ταλανίζουν τον δημόσιο και να τον οδηγούν στην απαξίωση. 

Παλαιότερη μελέτη για τον κλάδο των νοσηλευτών είχε δείξει μικρότερο αριθμό νοσηλευτών από αυτό που προβλέπει η βέλτιστη διεθνής πρακτική και αντίστοιχη εικόνα λογικά επικρατεί και στους υπόλοιπους  κλάδους του παραϊατρικού προσωπικού.

Η χρυσή τομή για τη σωστή λειτουργία του ΟΚΥπΥ  

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ της σωστής θεραπευτικής πρακτικής και της οικονομικής βιωσιμότητας του ΟΚΥπΥ. Θα πρέπει οι εμπλεκόμενοι,  το Υπουργείο Υγείας, η Διοίκηση και Διεύθυνση του Οργανισμού και οι εργαζόμενοι και οι συντεχνίες τους να παραμερίσουν τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και τις κάκιστες συνδικαλιστικές πρακτικές και να αξιοποιήσουν βέλτιστες πρακτικές στη Διοίκηση και Διεύθυνση Οργανισμών παροχής Υπηρεσιών Υγείας, ώστε να χαράξουν προσεκτικά και με όραμα το μέλλον των δημόσιων νοσηλευτηρίων, τα οποία είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του ΓεΣΥ. 

Οι εργαζόμενοι δεν είναι πόροι και κόστος, είναι στην πλειονότητά τους στελέχη με ανώτατη μόρφωση και εξειδίκευση και μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Από την άλλη πλευρά οι συνδικαλιστές θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ο συνδικαλισμός είναι στη βάση του σοσιαλιστικός και προοδευτικός και όχι αντιδραστικός συντηρητικός ούτε και μέσο διασφάλισης προσωπικών συμφερόντων.    

Θα πρέπει τα δημόσια νοσηλευτήρια να συνεχίσουν να προσφέρουν ποιοτικές Υπηρεσίες Υγείας και να αποτελούν τα νοσοκομεία αναφοράς. Σ’ αυτό το πνεύμα είναι σημαντικό να στελεχωθούν σωστά, να δημιουργηθούν οι σωστές διαδικασίες και πρωτόκολλα και να αξιοποιηθούν πλήρως η τεχνολογία, η οικονομετρία  και οι μεθόδοι ελέγχου της ποιότητας. Για όλους τους συμμέτοχους θα πρέπει να σχεδιαστούν κίνητρα και αντικίνητρα, ποσοτικοί και ποιοτικοί δείκτες αποδοτικότητας (Key Performance Indicators) που να συντείνουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των Υπηρεσιών Υγείας που προσφέρονται από τον δημόσιο τομέα.

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ