Του Βρασίδα Νεοφύτου*
Η ενεργειακή, εμπορική και η εφοδιαστική ασφάλεια ήταν ένα από τα κύρια μελήματα του παγκόσμιου πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος στη σύγχρονη ιστορία. Από το εμπάργκο πετρελαίου των ΗΠΑ στην Ιαπωνία το 1941, την κρίση του Σουέζ του 1956, τους Aραβο-ισραηλινούς πολέμους του 1967 και 1973, το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου του 1973, τους πολέμους του Ιράκ του 1991 και 2003, την έξαρση της πανδημίας Covid-19 το 2020 και τον πόλεμο στην Ουκρανία το 2022.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 ανέδειξε την ανάγκη ασφάλειας για ακόμη ένα σημαντικό κλάδο της «πράσινης» οικονομίας, αυτή της εφοδιαστικής ασφάλειας των μετάλλων και πρώτων υλών που αποτελούν βασικά συστατικά για την κατασκευή μπαταριών και πράσινων τεχνολογιών, όπως τα φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, υδροηλεκτρική ενέργεια και άλλα.
Καθώς η Ευρώπη κινείται προς ένα πιο καθαρό και ηλεκτρικό μέλλον, οι πρώτες ύλες για την κατασκευή των μπαταριών για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα όπως το λίθιο, το κοβάλτιο, και ο γραφίτης είναι πιθανό να διαδραματίσουν τόσο σημαντικό ρόλο όσο το πετρέλαιο τον 20ό αιώνα.
Σε ευθυγράμμιση με την Πράσινη Συμφωνία (Green Deal), η Ευρώπη έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για να γίνει κλιματικά ουδέτερη έως το 2050 και ένα μεγάλο μέρος της επίτευξης αυτού του στόχου είναι η ηλεκτροδότηση των μεταφορών και η μη χρησιμοποίηση των ορυκτών καυσίμων.
Η πρόσφατη νομοθεσία θέτει στόχους για μείωση των εκπομπών άνθρακα από τα αυτοκίνητα κατά 55% και τα φορτηγά κατά 50% έως το 2030 και κατά 90% μέχρι το 2050, πράγμα που ουσιαστικά σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλα οχήματα με κινητήρα εσωτερικής καύσης (βενζίνης, ντίζελ), ενώ ταυτόχρονα θα υπάρξει κατακόρυφη αύξηση των ηλεκτρικών οχημάτων με μπαταρία (BEV).
Οι μπαταρίες αποτελούν πλέον στρατηγικό μέρος της Πράσινης και Ψηφιακής Μετάβασης της Ευρώπης και είναι μια βασική και προηγμένη τεχνολογία του μέλλοντος, απαραίτητη για την ανταγωνιστικότητα του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας για να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι.
Η βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων είναι ο βασικός μοχλός ζήτησης για τα κρίσιμα ορυκτά μέταλλα που χρησιμοποιούνται σαν πρώτες ύλες στην κατασκευή μπαταριών για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, όπως το λίθιο, το κοβάλτιο και ο γραφίτης — τα οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση συμπεριλαμβάνει στη λίστα με τα 30 πιο κρίσιμα ορυκτά της, εξ ου και το παρατσούκλι «πράσινα» μέταλλα που τους έχει δοθεί από την αγορά.
Η κρισιμότητα των «πράσινων» μετάλλων
Η κρισιμότητα των «πράσινων» μετάλλων προσδιορίζεται από δύο βασικές παραμέτρους σύμφωνα με τον κατάλογο πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας της Ε.Ε. για το 2020:
1. Η οικονομική σημασία των πρώτων υλών ως προς τις τελικές χρήσεις με βάση τις βιομηχανικές εφαρμογές.
2. Οι εφοδιαστικοί κίνδυνοι που προκύπτουν από τη συγκέντρωση, σε επίπεδο χώρας, της παγκόσμιας παραγωγής πρωτογενών πρώτων υλών και την προμήθεια στην Ε.Ε., τη διακυβέρνηση των προμηθευτριών χωρών , συμπεριλαμβανομένων περιβαλλοντικών πτυχών, τη συμβολή της ανακύκλωσης (δηλ. τις δευτερογενείς πρώτες ύλες), την υποκατάσταση, την εξάρτηση της Ε.Ε. από τις εισαγωγές και τους εμπορικούς περιορισμούς σε τρίτες χώρες.
Η πρόσβαση στα «πράσινα» μέταλλα είναι θέμα ασφάλειας και βιωσιμότητας
Η πρόσβαση στα μέταλλα μπαταρίας (λίθιο, κοβάλτιο και γραφίτης) όπως και στα μέταλλα χημικά στοιχεία για την κατασκευή «πράσινων» τεχνολογιών και επεξεργαστών (χαλκός, αλουμίνιο, σιλικόνη, μαγγάνιο, σπάνιες γαίες και άλλα) αποτελεί στρατηγικό ζήτημα ασφάλειας για τη φιλοδοξία της Ευρώπης να υλοποιήσει την «Πράσινη Συμφωνία» όσο και να ενισχύσει τη στρατηγική αυτονομία της.
Το πρόβλημα για την Ευρώπη βρίσκεται στο γεγονός ότι η μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη σημερινή εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα με την εξάρτηση από τις πρώτες ύλες, πολλές εκ των οποίων προμηθευόμαστε από το εξωτερικό (Κίνα) και για τις οποίες ο παγκόσμιος ανταγωνισμός γίνεται ολοένα και πιο σφοδρός.
Συνεπώς, η ανοικτή στρατηγική αυτονομία της Ε.Ε. σε αυτούς τους τομείς θα πρέπει να συνεχίσει να εδράζεται στη διαφοροποιημένη και απρόσκοπτη πρόσβαση σε παγκόσμιες αγορές για πρώτες ύλες.
Η βελτίωση της ανθεκτικότητας των αλυσίδων εφοδιασμού κρίσιμης σημασίας είναι επίσης καθοριστικής σημασίας τόσο για τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας όσο και για την ενεργειακή ασφάλεια.
Έλλειψη προσφοράς στα «πράσινα» μέταλλα
Υπάρχει ένα μεγάλο εμπόδιο σε αυτούς τους φιλόδοξους «πράσινους» στόχους της Ευρώπης που δεν είναι άλλο από την ταχεία αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πρώτων υλών εν μέσω περιορισμένης προσφοράς και η οποία εκτίναξε τις τιμές τους μέσα στο 2022.
Η διαταραχή στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού εξαιτίας της πανδημίας COVID-19 το 2020 και τις μειωμένες επενδύσεις στους κλάδους της εξορυκτικής και διυλίσιμης ικανότητας των «πράσινων» μετάλλων στην τελευταία δεκαετία έχουν μειώσει δραματικά την παραγωγή και προμήθειά τους ανά τον κόσμο.
Αυτό ισχύει για όλες τις πρώτες ύλες που είναι κρίσιμες για τη μετάβαση προς μια πιο Πράσινη και Ψηφιακή Οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των βασικών βιομηχανικών μετάλλων όπως ο χαλκός, το αλουμίνιο και τα σιδηρομεταλλεύματα, όπως επίσης και των πιο σπάνιων ορυκτών όπως το μαγγάνιο, μαγνήσιο και οι σπάνιες γαίες που είναι κρίσιμης σημασίας για τις ευρωπαϊκές κατασκευαστικές εταιρείες πράσινων ψηφιακών τεχνολογιών.
Ένας από τους κινδύνους που δημιουργούνται από την εξέλιξη αυτή είναι ότι η πολύ συγκεντρωμένη προσφορά μπορεί να αυξήσει πολύ ψηλά τις τιμές των μετάλλων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα-όπως έγινε μέσα στο 2022- με αποτέλεσμα οι δυνητικοί τελικοί πελάτες όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι κατασκευαστές πράσινων τεχνολογιών να βάλουν φρένο στις προμήθειες των υλικών.
Ο εφοδιασμός των κρίσιμων πρώτων υλών στην Ευρώπη
Οι πρώτες ύλες που είναι πιο σημαντικές από οικονομική άποψη και για τις οποίες υφίσταται υψηλός εφοδιαστικός κίνδυνος ονομάζονται «πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας».
Ο εφοδιασμός σε πολλές πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας παρουσιάζει υψηλή συγκέντρωση στην Ευρώπη, καθώς ελάχιστα εξορύσσονται ή μεταποιούνται στη γηραιά ήπειρο λόγω περιβαλλοντικών απαγορεύσεων (κυρίως).
Για παράδειγμα, η Κίνα παρέχει το 98% του εφοδιασμού της ευρωπαϊκής αγοράς σε σπάνιες γαίες, η Τουρκία παρέχει το 98% σε βορικά άλατα, η Χιλή παρέχει το 78% σε λίθιο, το Κονγκό δίνει το 68% του κοβαλτίου, η Νότια Αφρική καλύπτει πέραν του 70% των αναγκών σε πλατίνα, ιρίδιο, ρόδιο και ρουθήνιο και η Γουινέα το 64% του βωξίτη (αλουμίνιο).
Οι μεγαλύτερες προμηθεύτριες χώρες πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας της Ε.Ε..
Οι πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας είναι απαραίτητες για τη λειτουργία και την ακεραιότητα ενός ευρέος φάσματος βιομηχανικών οικοσυστημάτων και έχουν μια ουσιαστική εφαρμογή σε νέες τεχνολογίες.
Χάρη στο βολφράμιο που εισάγεται κυρίως από την Κίνα, τα κινητά τηλέφωνα μπορούν να δονούνται, το γάλλιο και το ίνδιο που παράγονται στην κεντρική Ευρώπη αποτελούν μέρος της τεχνολογίας διόδου φωτοεκπομπής (LED) στους λαμπτήρες.
Για την κατασκευή καταλυτών για τα αυτοκίνητα απαιτείται παλλάδιο από τη Ρωσία, ημιαγωγών απαιτείται η χρήση πυριτιούχου μετάλλου που εισάγεται κυρίως από τη Νορβηγία, ενώ για την κατασκευή κυψελών καυσίμου υδρογόνου και ηλεκτρολυτικών κυψελών απαιτείται η χρήση μετάλλων της ομάδας του λευκόχρυσου (πλατίνα) από τη Νότιο Αφρική.
Η Γεωπολιτική χροιά της «Πράσινης» Ανάπτυξης
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, η Αυστραλία και άλλοι φιλοδυτικοί σύμμαχοι έχουν αναγάγει σε μείζον γεωπολιτικό ζήτημα τη δημιουργία αλυσίδων τροφοδοσίας για τα μέταλλα και την τεχνολογία της λεγόμενης «Πράσινης» Οικονομίας, την ίδια στιγμή που προσπαθούν να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα για να επιτύχουν τους πράσινους στόχους τους μέχρι το 2050.
Οι δυτικές οικονομίες στερούνται ουσιαστικής παραγωγής των βασικών πρώτων υλών για την κατασκευή των μπαταριών για τις πράσινες τεχνολογίες παρά την ολοένα αυξανόμενη ώθηση για τη δημιουργία περιφερειακών αλυσίδων εφοδιασμού για να αποφευχθεί η υπερβολική εξάρτηση από ξένες χώρες με ασταθή και μη δημοκρατικά καθεστώτα, όπως η Κίνα, Ρωσία, Χιλή, Κόνγκο, Ζάμπια, και Νότιος Αφρική.
Επί του παρόντος, οι πόροι, ο εφοδιασμός και η πενιχρή παραγωγή των «πράσινων» μετάλλων στην Ευρώπη και στον δυτικό κόσμο δεν είναι αρκετοί για να καλύψουν την τεράστια ζήτηση που θα έχει ο κλάδος μέχρι το 2050.
Θεωρείται απίθανο, με τα τωρινά δεδομένα, οι δυτικές χώρες να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες ποσότητες για τις βιομηχανίες τους καθώς έχουν καθυστερήσει υπερβολικά τα προηγούμενα χρόνια να επενδύσουν τοπικά σε έρευνα και εξόρυξη των εν λόγω μετάλλων, σε αντίθεση με την Κίνα που πρωτοπορεί και επενδύει εδώ και 10 και πλέον χρόνια.
Ως εκ τούτου, δημιουργείται ένα μεγάλο κενό σε θέμα ασφάλειας καθώς θα απαιτηθεί πάνω από μια δεκαετία για την ανάπτυξη έργων για την οικοδόμηση κάποιου επιπέδου αυτάρκειας, ώστε να μην είναι τόσο εξαρτημένοι από άλλες ξένες χώρες, ιδιαίτερα από αντιπάλους όπως η Κίνα που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν ως «όπλο» πίεσης για τα δικά τους συμφέροντα.
Συμπέρασμα
Η Ευρώπη και ο δυτικός κόσμος θα πρέπει να διδαχθούν από την κρίση της πανδημίας και του ουκρανικού πολέμου, ενεργώντας άμεσα και αποτελεσματικά για να ενισχύσουν τη στρατηγική αυτονομία τους ως προς τις κρίσιμες πρώτες ύλες και τα «πράσινα» μέταλλα που απαιτούνται για την προώθηση της χρήσης καθαρών και ψηφιακών τεχνολογιών σε όλα τα βιομηχανικά οικοσυστήματά τους.
*Υπεύθυνος Επενδυτικής Έρευνας στην Exclusive Capital