Αναγκαία η στροφή στις διαχρονικές αναπτύξεις

Το 2018 έκλεισε βρίσκοντας την κυπριακή οικονομία σε καλή τροχιά, με τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ ως το τέλος του τρίτου τριμήνου να κυμαίνεται στο 4%.

 

Ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ οι τομείς των ακινήτων και του τουρισμού κατέγραψαν αξιοσημείωτη άνθιση. Βιώνοντας μια δραστική αναδιαμόρφωση τα τελευταία έξι χρόνια, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας έχει αναδιαμορφωθεί αρκετά και η άκρατη παραχώρηση νέων πιστώσεων αποφεύγεται χάρη και στους πιο αυστηρούς κανονισμούς που έχουν τεθεί. Σε γενικές γραμμές, η κυπριακή οικονομία φαίνεται να βρίσκεται σε πορεία ανάπτυξης με θετικές προοπτικές περαιτέρω προόδου. 

Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν θα πρέπει να μας καθησυχάζουν. Παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη συρρίκνωση των άλλοτε δυσανάλογα μεγάλων τραπεζικών εργασιών, η Κύπρος συνεχίζει να εμφανίζει πολύ υψηλό χρέος προς οικονομική δραστηριότητα, σε ιδιωτικό και δημόσιο επίπεδο, κάτι που δυσχεραίνει την εγχώρια οικονομία να χρηματοδοτήσει νέα, βιώσιμα έργα χωρίς την εισροή ξένων κεφαλαίων. Παρά την κυρίαρχη αισιοδοξία, η οικονομία μας βρίσκεται ακόμα σε μεταβατικό στάδιο, με δεδομένο ότι η ανάπτυξη προέρχεται κυρίως από συνεισφορές που δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμες, κάνοντας την να είναι ιδιαίτερα επιρρεπής σε οποιεσδήποτε δυσμενείς εξελίξεις. Είναι πλέον η ώρα να εστιάσουμε σε τομείς μακροπρόθεσμης και βιώσιμης ανάπτυξης που θα θέσουν την οικονομία μας σε στέρεες και υγιείς βάσεις. Για το 2019, το ζητούμενο είναι να επιδιώξουμε συνεισφορές που δεν θα είναι πρόσκαιρες, αλλά θα επικεντρώνονται στην ποιότητα και τη διαχρονικότητα. 

Στους τομείς όπου ήδη δραστηριοποιείται δυναμικά η κυπριακή οικονομία, όπως είναι ο τουρισμός, η γεωργία και η κτηνοτροφία, η ναυτιλία, η φαρμακοβιομηχανία, και οι υπηρεσίες, θα πρέπει να εστιάσουμε περισσότερο στην προσφορά υψηλού επίπεδου προϊόντων και υπηρεσιών.

Επιπλέον, χρειάζεται να επικεντρωθούμε σε έργα μακροπρόθεσμα βιώσιμα, που θα εγγυώνται επαναλαμβανόμενα εισοδήματα, ώστε να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον σταθερότητας χωρίς σημαντικές κυκλικές διακυμάνσεις. 

Πέραν τούτων, ο τομέας των συλλογικών εναλλακτικών επενδύσεων γίνεται όλο και πιο δημοφιλής και παρουσιάζει θετικές ενδείξεις για το μέλλον, με προοπτικές για επαναλαμβανόμενα εισοδήματα, δεδομένου μάλιστα ότι η σχετική νομοθεσία έχει εκσυγχρονιστεί με γνώμονα τις ανάγκες διαχειριστών και επενδυτών. 

Ακόμη, ως χώρα με πολύ μεγάλο ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η Κύπρος μπορεί να εστιάσει στις start up επιχειρήσεις, κυρίως στον χώρο της τεχνολογίας, δεδομένου εξάλλου ότι η χώρα μας προσφέρεται για στήριξη τέτοιων επιχειρήσεων και προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για καινοτόμο επιχειρηματικότητα. 

Η εκπαίδευση είναι ένας άλλος ανερχόμενος τομέας με σημαντική συνεισφορά στην εθνική οικονομία που, εφόσον εξελιχθεί σε ακαδημαϊκό επίπεδο, θα μπορεί να προσελκύει πιο υψηλού επιπέδου απόφοιτους που με τη σειρά τους θα μπορούν να στελεχώσουν την εγχώρια αγορά ή να δημιουργήσουν νέες καινοτόμες επιχειρήσεις και έργα. 

Αν θα υπήρχε ένα διεθνές παράδειγμα να ακολουθήσουμε, αυτό θα μπορούσε να είναι του κοντινού Ισραήλ, που καίτοι μικρό και σχετικά νεοσύστατο κράτος σε μια εύθραυστη περιοχή, κατάφερε να κερδίσει μια ξεχωριστή θέση στον χάρτη των ξένων επενδύσεων και να ξεχωρίσει στον τομέα της τεχνολογίας. Έχοντας παρόμοια χαρακτηριστικά, η Κύπρος μπορεί να επενδύσει στις επενδύσεις της νέας εποχής, αξιοποιώντας σχετικά το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.

Καταλήγοντας, οι προοπτικές για την κυπριακή οικονομία είναι μεν θετικές, χρειάζεται, ωστόσο, περισσότερη εστίαση στις επενδύσεις με μακροπρόθεσμες αποδόσεις, ώστε να διασφαλιστεί η αειφόρος ανάπτυξη. 
 

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ