Μεχμέτ Σιμσέκ: Ο «ορθόδοξος» σωτήρας της τουρκικής οικονομίας και οι «δύσπιστες» αγορές

Ο διορισμός του νέου υπουργού Οικονομικών σηματοδοτεί στην πραγματικότητα στροφή 180 μοιρών της νομισματικής πολιτικής Ερντογάν;

Της Ευδοκίας Παπαδοπούλου

Ήταν αρχές Ιουνίου όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανακήρυττε, μετά την επανεκλογή του, την έναρξη του «Αιώνα της Τουρκίας», αποκαλύπτοντας την ομάδα που θα τον πλαισίωνε σε αυτή τη «νέα περίοδο δόξας», όπως ο ίδιος δήλωνε, για τη χώρα.

Αλλαγή φρουράς

Η σύνθεση του Yπουργικού Συμβουλίου της νέας κυβέρνησης Ερντογάν άφηνε, ως επί το πλείστον, εκτός τα πάλαι ποτέ ονόματα της πρώτης γραμμής, εκπέμποντας κατ’ επέκταση μηνύματα προς διάφορες κατευθύνσεις.

Τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας στράφηκαν όπως ήταν φυσικό στα κρίσιμα χαρτοφυλάκια των Υπουργείων Εξωτερικών, Άμυνας και Οικονομικών, τα ηνία των οποίων θα αναλάμβαναν πλέον, αντίστοιχα, οι Χακάν Φιντάν (τέως διοικητής της ΜΙΤ), Γιασάρ Γκιουλέρ (τέως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων) και ο τραπεζίτης Μεχμέτ Σιμσέκ, παλιός γνώριμος του υπουργικού θώκου.

Ο Σιμσέκ είχε ήδη, άλλωστε, διατελέσει και στο παρελθόν υπουργός Οικονομικών, μεταξύ 2009 και 2015. Η αποχώρησή του τότε από το πηδάλιο του υπουργείου, συνδέθηκε με την αλλαγή πλεύσης του Ερντογάν ως προς την οικονομική πολιτική της Τουρκίας, ενώ δημοσιογραφικοί κύκλοι έκαναν λόγο για σοβαρή ρήξη μεταξύ των δύο. Ένθερμος υποστηρικτής της «οικονομικής ορθοδοξίας», ο 56χρονος σήμερα, Σιμσέκ, υπεραμύνθηκε της προσέγγισής του, που συγκρουόταν μετωπικά με τη φιλοσοφία Ερντογάν περί χαμηλών επιτοκίων και της θεωρίας του πως ο πληθωρισμός προκαλείται από τα ψηλά επιτόκια.

Έκτοτε, στην ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, τον διαδέχθηκαν πρόσωπα που απέτυχαν να ανακόψουν την κατρακύλα της τουρκικής λίρας, στο πλαίσιο της εφαρμογής της «ανορθόδοξης», όπως χαρακτηρίστηκε, γραμμής του Ερντογάν. Μεταξύ αυτών, ο Νατζί Αγμπάλ – ο οποίος διετέλεσε στη συνέχεια για πέντε μήνες διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας - ο γαμπρός του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ και ο μέχρι πρότινος υπουργός Οικονομικών, Νουρεντίν Νεμπατί. Η ανακούφιση μάλιστα, του τελευταίου καταγράφηκε και από τα δημοσιογραφικά μικρόφωνα -με ένα επιφώνημα- κατά την παράδοση του χαρτοφυλακίου του στον Σιμσέκ.

«All-in» από Ερντογάν

Οι πειραματισμοί του Τούρκου προέδρου, έχουν οδηγήσει στην υποτίμηση της τουρκικής λίρας γύρω στο 80% τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ ο πληθωρισμός στο τέλος του 2022 πλησίαζε το 90%, πυροδοτώντας μία πρωτοφανή κρίση κόστους ζωής για τους πολίτες.

Την ίδια ώρα, η συστηματική καρατόμηση υψηλόβαθμων αξιωματούχων της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας (TCMB) και οι παρεμβατικές πρακτικές του Ερντογάν στην αγορά συναλλάγματος, είχαν ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την Bank of America, τα χρησιμοποιήσιμα αποθεματικά να φθάνουν μόλις τα 11 δισεκατομμύρια δολάρια, αφού η Κεντρική Τράπεζα εξάντλησε τα συναλλαγματικά της αποθέματα στην προσπάθεια να συγκρατήσει την κατρακύλα του νομίσματος.

Το εκρηκτικό κοκτέιλ της αντισυμβατικής προσέγγισης Ερντογάν είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική φυγή των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, με τις ξένες συμμετοχές σε τουρκικές μετοχές και ομόλογα να μειώνονται από το 2013 κατά περίπου 85% ή σχεδόν 130 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ο Ερντογάν, προσπάθησε να στηρίξει το οικονομικό του πρόγραμμα μέσα από μία σειρά συμβάσεων ανταλλαγής νομισμάτων και ενίσχυσης των συναλλαγματικών αποθεμάτων με άλλους περιφερειακούς παίκτες όπως με το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Ρωσία και το Αζερμπαϊζάν. Τον περασμένο Μάρτιο, η Σαουδική Αραβία προχώρησε στην υπογραφή συμφωνίας με την Τουρκία για κατάθεση 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας μέσω του Σαουδαραβικού Ταμείου για την Ανάπτυξη (Saudi Fund for Development – SFD).

Στο μεταξύ, η οικονομολόγος του Bloomberg, Σέλβα Μπαζίκι, εκτιμά ότι η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας πούλησε περίπου 199 δισεκατομμύρια δολάρια σε ξένο νόμισμα από τον Δεκέμβριο του 2021 έως το τέλος Μαΐου 2023, ως μέρος των παρασκηνιακών παρεμβάσεων της με σκοπό να διατηρηθούν σταθερές οι συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Ήδη, μετά το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των εκλογών και την επικράτηση Ερντογάν (49,3%) έναντι Κιλιστνάρογλου (45%), οι αγορές σήμαναν συναγερμό μπροστά στο ενδεχόμενο μίας νέας θητείας του πρώτου και της συνεπακόλουθης συνέχισης της οικονομικής πολιτικής του.

Συγκεκριμένα, η λίρα υποχώρησε στο επίπεδο των 19,70 έναντι του δολαρίου τις πρώτες ώρες της διαπραγμάτευσης, οι τραπεζικές μετοχές, η τιμή των οποίων είχε αυξηθεί την εβδομάδα πριν από τις εκλογές -ενώπιον της προοπτικής για αλλαγή σκυτάλης στην εξουσία- κατέγραψαν πτώση 8%, αυξάνοντας τις απώλειές τους μετά τις εκλογές σε σχεδόν 20%, ενώ το κόστος ασφάλισης έναντι χρεοκοπίας αυξήθηκε δραματικά, φτάνοντας στις 700 μονάδες βάσης. Το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης ανέστειλε μάλιστα τις συναλλαγές για πάνω από μισή ώρα, αφού ο γενικός δείκτης κατέγραψε προσυνεδριακά πτώση 6,38%.

«Οι αγορές αντιδρούν ενόψει μίας πιθανής επιστροφής στην προηγουμένη διακυβέρνηση και της συνέχισης των πολιτικών που κατέστησαν την Τουρκία σχεδόν «μη επενδύσιμη», ειδικότερα όσον αφορά τους διαχειριστές επιχειρηματικών κεφαλαίων της Δύσης», τόνιζε στο Reuters ο διευθύνων Σύμβουλος της επενδυτικής εταιρείας TS Lombard, Τζον Χάρισον.

Το μήνυμα συνεπώς, ελήφθη. Οι αγορές έπρεπε να καθησυχαστούν, η εμπιστοσύνη τους να ενισχυθεί και αυτό θα μπορούσε -ίσως- να επιτευχθεί βάζοντας στο κάδρο τον «αγαπημένο» τους.

Απεταξάμην τα “Erdoganomics”;

Όντας υπέρμαχος των κλασικών οικονομικών, ο «market darling» κατά το Bloomberg, Μεχμέτ Σιμσέκ χαίρει μεγάλης εκτίμησης στους διεθνείς οικονομικούς κύκλους, ενώ επί υπουργίας του είχε πιστωθεί τη χάραξη μίας συνετής οικονομικής πολιτικής και τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Οι σύμβουλοι του Ερντογάν είχαν βολιδοσκοπήσει τον Σιμσέκ πολύ πριν από την εκλογική αναμέτρηση της 28ης Μαΐου. Ωστόσο, ο ίδιος, δεν έδειχνε διατεθειμένος να διαδραματίσει -για δεύτερη φορά- ρόλο «βιτρίνας» για λογαριασμό του Ερντογάν. Είχε προηγηθεί ο διορισμός του το 2015 στη θέση του αναπληρωτή πρωθυπουργού (αξίωμα που τελικά καταργήθηκε), σε μία προσπάθεια, που όπως διαφάνηκε, αποσκοπούσε στο να χαλιναγωγήσει τη νευρικότητα που προκαλούσαν οι οικονομικές ιδέες Ερντογάν στους επενδυτές.

Για τον λόγο αυτό, προκειμένου να αποδεχθεί, έθεσε τους δικούς του όρους:

1. Ελευθερία κινήσεων στα του οίκου του και περιορισμούς σε παρεμβάσεις Ερντογάν.

2. Αλλαγή διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και ανεξαρτησία της.

3. Σταδιακή αύξηση των επιτοκίων από 8,5% σε 25% σε 18 μήνες.

Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μεχμέτ Σιμσέκ τόνισε πως «Η Τουρκία δεν έχει άλλη επιλογή παρά να επιστρέψει στο πεδίο του ορθολογισμού. Μια τουρκική οικονομία βασισμένη σε κανόνες και προβλέψιμη, θα είναι το κλειδί για να επιτευχθεί η επιθυμητή ευημερία», προσθέτοντας ότι η μακροοικονομική σταθερότητα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων παγκόσμιων προκλήσεων και γεωπολιτικών εντάσεων θα αποτελέσει προτεραιότητα. «Η καθιέρωση δημοσιονομικής πειθαρχίας και η εξασφάλιση σταθερότητας των τιμών για βιώσιμη υψηλή ανάπτυξη θα είναι οι κύριοι στόχοι μας», σημείωσε, υπογραμμίζοντας πως η μείωση του πληθωρισμού σε μονοψήφιους αριθμούς είναι ζωτικής σημασίας.

Λίγες μέρες μετά, ο, αυτοαποκαλούμενος «εχθρός» των επιτοκίων, Ερντογάν, άφηνε να νοηθεί πως άναψε πράσινο φως για αύξηση των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα, επιτρέποντας για την ώρα, ελευθερία κινήσεων στο νέο οικονομικό του δίδυμο: Τον υπουργό Οικονομικών και τη νεοδιορισθείσα διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας, Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν.

... Η «τρομερή»

Για να συμπληρωθεί το παζλ του οικονομικού επιτελείου Ερντογάν, έπρεπε παράλληλα, να κλειδώσει το πρόσωπο που θα αναλάμβανε τα ηνία της Κεντρικής Τράπεζας και που θα αντικαθιστούσε τον Σαχάπ Καβτσίογλου, πιστό υποστηρικτή της πρακτικής Ερντογάν για τα μειωμένα επιτόκια.

Ο ρόλος ανατέθηκε τελικά στην εκλεκτή του Σιμσέκ -και «ομόδοξή» του- τη 41χρονη Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν, γνωστή στον κόσμο του επιχειρείν και ως «το «τρομερό κορίτσι από την Τουρκία». Επί δύο δεκαετίες, η πρώτη γυναίκα κεντρική τραπεζίτης της Τουρκίας, διέπρεπε στις ΗΠΑ, όπου διετέλεσε ανώτερο στέλεχος για πολλά χρόνια στην Goldman Sachs, στην Tiffany & Co και σε άλλους πολλούς οικονομικούς κολοσσούς. Αποφοίτησε από το Τμήμα Βιομηχανικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου και είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον στη χρηματοοικονομική μηχανική και τα εφαρμοσμένα μαθηματικά.

Ο διορισμός δύο προσώπων με δυτικό «αέρα» και εμπειρία Wall Street, έδινε μεν το έναυσμα για αλλαγή ρότας της αντισυμβατικής νομισματικής πολιτικής Ερντογάν, χωρίς όμως να συνεπάγεται αποκήρυξη της πίστης του στα άκρως χαμηλά επιτόκια. Όπως ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος ανέφερε σε δημοσιογράφους, επιστρέφοντας από το Αζερμπαϊτζάν στις 13 Ιουνίου, «κάποιοι φίλοι μας δεν πρέπει να κάνουν το λάθος να ρωτάνε εάν ο πρόεδρος θα κάνει σημαντική μεταβολή στην πολιτική επιτοκίων», σπεύδοντας να προσθέσει, ωστόσο, πως αποδέχθηκε τις σκέψεις του υπουργού Οικονομικών για τη λήψη μέτρων, σε συνεργασία με την Kεντρική τράπεζα, ενώ παράλληλα, εξέφρασε την αποφασιστικότητά του για μείωση του πληθωρισμού σε μονοψήφια επίπεδα.

Κλείνουν τα αφτιά στις σειρήνες οι αγορές

Μπορεί ο Ερντογάν να παρέδωσε, επί του παρόντος, τα κλειδιά της οικονομίας στον «ορθόδοξο» Σιμσέκ και την «τρομερή» Ερκάν, ωστόσο, οι αγορές κρατούν μικρό καλάθι, με την αισιοδοξία να παραμένει συγκρατημένη.

Οι αναφορές του Ερντογάν στη νομισματική πολιτική της χώρας για πρώτη φορά μετά τους διορισμούς Σιμσέκ και Ερκάν, οδήγησαν σε οριακή άνοδο της τουρκικής λίρας κατά 0,2%, ανακτώντας μέρος από τις απώλειές της, τα ασφάλιστρα έναντι πτώχευσης του τουρκικού δημοσίου υποχώρησαν, ενώ οι μετοχές των τραπεζών σημείωσαν άνοδο 3,4%. Εντούτοις, στον απόηχο του διορισμού Σιμσέκ, η τουρκική λίρα εξακολούθησε να κινείται πτωτικά, φθάνοντας στο 21,1 ανά δολάριο.

Σε δημοσίευμά του, το Bloomberg, προειδοποίησε πως «μόλις υποχωρήσει η αρχική ευφορία, οι αγορές θα στρέψουν την προσοχή τους στο κατά πόσον ο Ερντογάν θα παραχωρήσει την εξουσία στη διαχείριση της οικονομίας, έχοντας διώξει τρεις διοικητές κεντρικών τραπεζών από το 2019 επιδιώκοντας χαμηλότερα επιτόκια».

Ο Σιμσέκ πάντως, ανακοίνωσε πρόσφατα τη σύσταση μίας νέας οικονομικής ομάδας η οποία θα σχεδιάσει ένα «αξιόπιστο πρόγραμμα», ενώ πραγματοποίησε ήδη συναντήσεις με προσωπικότητες από τον τραπεζικό και επιχειρηματικό χώρο, μεταφέροντάς τους πως οι όποιες προσαρμογές θα γίνουν κλιμακωτά προκειμένου να αποφευχθούν «ανεπιθύμητες παρενέργειες».

Αναλυτές της Goldman Sachs, αξιολογώντας τις κινήσεις Σιμσέκ, εξήγησαν πως «ένας «πλήρως ορθόδοξος διαμορφωτής πολιτικής θα αφήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία να προσαρμοστεί από μόνη της και θα αυξήσει σημαντικά τα επιτόκια στο 40%», προσθέτοντας ότι μόλις σταθεροποιηθεί ο πληθωρισμός, τα βασικά επιτόκια της χώρας θα μπορούσαν να μειωθούν γύρω στο 25% μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους.

Αξίζει να σημειωθεί πως στα πρώτα στοιχεία που εξέδωσε, μετά την επανεκλογή Ερντογάν, η τουρκική στατιστική υπηρεσία κατέγραψε υποχώρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω από το 40%, για πρώτη φορά τους τελευταίους 16 μήνες. Ωστόσο, οικονομολόγοι της Ομάδας Έρευνας για τον Πληθωρισμό (Enag) το αμφισβητούν, εκτιμώντας πως ο ετήσιος πληθωρισμός κυμαίνεται μεταξύ 105% και 109%. Η επιβράδυνση φαίνεται, εξάλλου, συνδέεται και με ένα προεκλογικό μέτρο του Ερντογάν, ο οποίος τον Μάιο ανακοίνωσε την παροχή δωρεάν φυσικού αερίου στα νοικοκυριά, τα οποία θα εξακολουθήσουν να έχουν δωρεάν 25 κυβικά μέτρα φυσικού αερίου μηνιαίως ως τον Μάιο του 2024.

Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος για ομαλοποίηση της εύθραυστης τουρκικής οικονομίας είναι μακρύς και δύσκολος, ενώ το πρόσφατο μητρώο του Ερντογάν προειδοποιεί πως οι συνθήκες κάθε άλλο παρά ευνοϊκές προμνύονται για το οικονομικό ντουέτο της χώρας.

Εντός 2023, 9,5 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες στα κατεχόμενα

Στις 31 Μαρτίου, Τουρκία και ψευδοκράτος, υπέγραψαν «συμφωνία οικονομικής και δημοσιονομικής συνεργασίας», η οποία δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο στην Επίσημη Εφημερίδα της Τουρκίας και περιλαμβάνει συνολικά 85 δράσεις σε 11 τομείς μεταρρυθμίσεων.

Συγκεκριμένα, βάσει του «πρωτοκόλλου», 9,5 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες θα δοθούν ως δωρεές και δάνεια από την Τουρκία στα κατεχόμενα για το 2023, με σκοπό την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και τη μείωση του ελλείμματος στον προϋπολογισμό του ψευδοκράτους.

Τα κονδύλια θα αξιοποιηθούν για επενδύσεις σε υποδομές και «έργα της πραγματικής οικονομίας», με τη «συμφωνία» να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το κτίσιμο 26 σχολείων, τριών νοσοκομείων, κέντρων υγείας, καθώς και κέντρο αντιμετώπισης καταστροφών και σεισμών.

Επιπρόσθετα, προωθεί την ανέγερση κοινωνικών κατοικιών, ενώ, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ποσό ύψους 2,3 δισεκατομμυρίων τουρκικών λιρών θα δαπανηθεί για τον τομέα της άμυνας. Παράλληλα, το ψευδοκράτος, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, καλείται να λάβει μέτρα που θα οδηγήσουν σε μείωση των δαπανών και αύξηση των εσόδων, εφαρμόζοντας μεταρρυθμίσεις και «νόμους» για τα δημόσια οικονομικά και μείωση του ελλείμματος.

Επίσημη Πρώτη

Σε αύξηση των επιτοκίων προχώρησε στις 22 Ιουνίου η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας -για πρώτη φορά από τον Μαρτιο του 2021- ανακοινώνοντας άνοδο απο το 8,5% στο 15%.

Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα υπό την ηγεσία της Χαφιζέ Γκαγέ Ερκάν να αναχαιτίσει τις συνέπειες των κρατικών παρεμβάσεων, η οποία, ωστόσο, αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό, με τη τουρκική λίρα να σημειώνει πτώση και την ισοτιμία της έναντι του δολαρίου να υποχωρεί στο 24,6.

Οικονομολόγοι της Goldman Sachs εκτιμούσαν πως η αύξηση των επιτοκίων θα άγγιζε μέχρι και το 40%, την ώρα που η Bank of America την τοποθετούσε στο 25% και η Deutsche Bank AG γύρω στο 20%. Societe Generale και Bloomberg Economics είχαν προβλέψει πως θα κινείτο στο 15%.

Who is Who

Ο κουρδικής καταγωγής Μεχμέτ Σιμσέκ γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1967, στο χωριό Αριτζά του Μπάτμαν στην Τουρκία. Είναι απόφοιτος της Σχολής Πολιτικών Επιστημών, του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, του Πανεπιστημίου της Άγκυρας. Με κρατική υποτροφία ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στα οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, αποκτώντας βρετανική υπηκοότητα. Εργάστηκε για εφτά χρόνια ως οικονομολόγος και στρατηγικός αναλυτής στην επενδυτική εταιρεία Merrill Lynch στο Λονδίνο, με εξειδίκευση στις χώρες της αναδυόμενης Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Αφού το 1997 εντάχθηκε στις τάξεις της UBS στη Νέα Υόρκη, όπου παρέμεινε για ένα χρόνο, στη συνέχεια εργάστηκε, από το 1998 ώς το 2000, στη Deutsche-Bender Securities ως τραπεζικός αναλυτής. Προηγουμένως, διετέλεσε σύμβουλος επί οικονομικών θεμάτων στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Άγκυρα, για περίπου τέσσερα χρόνια. Το 2007 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στο Γκαζιαντέπ. Μεταξύ 2009 και 2015, διετέλεσε υπουργός Οικονομικών. Ακολούθως και αφού άρχισαν να επικρατούν οι ανορθόδοξες οικονομικές ιδέες του Ερντογάν -περί χαμηλών επιτοκίων- διορίστηκε αναπληρωτής πρωθυπουργός μέχρι και το 2018, οπόταν και το αξίωμα καταργήθηκε. Το 2013 ανακηρύχθηκε «υπουργός Οικονομικών της χρονιάς στην αναδυόμενη Ευρώπη» από το περιοδικό «Emerging Markets», ενώ την ίδια χρονιά περιλήφθηκε στη λίστα με τους 500 ισχυρότερους ανθρώπους στον πλανήτη από το Foreign Policy. Σε ό,τι αφορά την προσωπική του ζωή, ο Σιμσέκ, που του αρέσει να παίζει τένις για 2-3 ώρες κάθε πρωί, είναι παντρεμένος, από το 2010, με την αρχιτέκτονα Esra Kara, με την οποία έχουν τρία παιδιά, ενώ στο παρλεθόν υπήρξε για 10 χρόνια σύζυγος της Αμερικανίδας χρηματίστριας Annalise Granwald (1999-2009).

Διαβάστε επίσης: Επιτόκια: Εβδομάδα αποφάσεων των κεντρικών τραπεζών – Τι θα κάνουν Fed, EKT και BOJ

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ