Του Τάσου Γιασεμίδη*
Αναπόφευκτα μια στρατιωτική εισβολή έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες για μια οικονομία, εφόσον η επιχειρηματική δραστηριότητα και οι επενδύσεις μειώνονται, καταστρέφονται υποδομές, χάνεται με βίαιο τρόπο σημαντικό μέρος του πλούτου, μειώνονται οι θέσεις εργασίας και πολλά άλλα.
Τη διετία 1974 – 75 το ΑΕΠ της Κύπρου συρρικνώθηκε σημαντικά, κοντά στο 20%, ενώ οι επενδύσεις μειώθηκαν κοντά στο 30%. Αυτό για μια «νέα οικονομία» που παρουσίαζε σημαντικούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης πριν το 1974 παρά τη δύσκολη πολιτική κατάσταση. Την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 16% και το εθνικό νόμισμα είχε υποτιμηθεί.
Πλήγηκαν όλοι οι τομείς της Οικονομίας
Η εισβολή προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στις υποδομές που αφορούσαν το εξωτερικό εμπόριο, το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μια εξωγενή οικονομία. Το λιμάνι της Αμμοχώστου από το οποίο περνούσε η πλειοψηφία της εμπορικής δραστηριότητας «χάθηκε», ενώ το αεροδρόμιο της Λευκωσίας παραμένει αδρανές στο εντός της Πράσινης Γραμμής έδαφος.
Σοβαρό πλήγμα δέχθηκε και ο τομέας του Τουρισμού εφόσον πέραν από την απώλεια των υποδομών, χάθηκε μεγάλος αριθμός τουριστικών κλινών. Πολλοί είναι αυτοί που τονίζουν ότι η Αμμόχωστος αν δεν γινόταν η εισβολή ίσως να ήταν η πιο αναπτυγμένη πόλη. Ίσως να έχουν δίκαιο αν κάποιος δει τα ξενοδοχεία που είχαν ήδη κτιστεί στην περίκλειστη περιοχή πριν την εισβολή.
Οι κοιλάδες της Μεσαορίας και της Μόρφου, από τις πιο παραγωγικές περιοχές στις οποίες στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό ο Πρωτογενής τομέας, έπεσαν στα χέρια των Τούρκων, πλήττοντας ακόμη περισσότερο το ΑΕΠ της χώρας. Σημαντικά αρνητικές ήταν και οι συνέπειες στον τομέα των Κατασκευών, εφόσον περιοχές με σημαντική ανάπτυξη και εσωτερική / εξωτερική ζήτηση για ακίνητα πέρασαν στα χέρια των κατακτητών. Η διαθέσιμη γη προς ανάπτυξη, μειώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να υπάρξει αναπροσαρμογή των αξιών στις ελεύθερες περιοχές.
Αν και υπάρχει ο κίνδυνος να κριθεί κάποιος πως είναι εναντίον της ανάπτυξης, πενήντα χρόνια μετά, αρκετοί είναι αυτοί που λένε ότι, η γη που μας απέμεινε την πωλούμε στους ξένους, θεωρώντας το μεγάλο επίτευγμα και ενίσχυση της ανάπτυξης.
Επιπλέον ο τομέας της Μεταποίησης δέχτηκε ισχυρό πλήγμα εφόσον πολλές μονάδες είχαν κλείσει και η παραγωγή είχε μειωθεί σημαντικά. Φυσικά το αξιοσημείωτο είναι ότι με τις προσπάθειες που υπήρξαν και θα αναλυθούν πιο κάτω, τρία χρόνια μετά, δηλαδή το 1977, ο τομέας κατάφερε να ανακάμψει και να φτάσει στα επίπεδα του 1973. Σημειώνεται ότι μέχρι το 1977, είχαν λειτουργήσει πέραν των 100 νέων μονάδων σε σύγκριση με αυτές του 1973.
Πέραν των πιο πάνω, η ανεργία εκτινάχθηκε στο 25%, ενώ υπήρξε η λεγόμενη «μόνιμη απώλεια πλούτου». Πολλοί είναι αυτοί που έχουν χάσει τις περιουσίες τους σπίτια, επιχειρήσεις, μηχανήματα και αυτοκίνητα. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της στέγασης των προσφύγων.
Η επάνοδος στους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης
Παρά τα πιο πάνω η κυπριακή οικονομία κατάφερε να ορθοποδήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα, εντός τριετίας, καταγράφοντας θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης πιο πάνω από το 5%. Η κυβέρνηση προχώρησε με το Έκτακτο Σχέδιο Οικονομικής Δράσης διοχετεύοντας περίπου 270 εκατομμύρια δολάρια στην οικονομία με τη μορφή χορηγήσεων και πιστώσεων. Ακολούθησαν άλλα τρία παρόμοια σχέδια διασφαλίζοντας τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη δεκαετία μετά το 1980.
Τα συγκεκριμένα σχέδια απαιτούσαν σημαντικές αυξήσεις των δαπανών τόσο για την αποκατάσταση των προσφύγων όσο και την ενίσχυση της οικονομίας. Οπότε οι προϋπολογισμοί κατέγραφαν σημαντικά ελλείμματα πέραν του 5%, ενώ το δημόσιο χρέος αυξανόταν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρξε και εξωτερική βοήθεια από τα Ηνωμένα Έθνη, την Ελλάδα, άλλες χώρες και Κύπριους που εργάζονταν στο εξωτερικό.
Για την καταπολέμηση της ανεργίας υπήρξε υποχρεωτική μείωση των μισθών κατά 25% και εφαρμογή διπλής βάρδιας, ώστε να γίνει δυνατή η μεγαλύτερη δυνατή εργοδότηση ατόμων, χωρίς όμως να τίθεται σε κίνδυνο η Βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Πολλοί ήταν οι Κύπριοι οι οποίοι έφυγαν να εργαστούν στις αραβικές χώρες που είχαν ανοίξει τις πόρτες τους. Αυτό ενίσχυσε και τις διακρατικές εμπορικές σχέσεις, ενώ πολλά είναι τα κατασκευαστικά έργα στις χώρες αυτές που φέρουν τη σφραγίδα Κύπριων. Αυτό οδηγούσε και στη μεταφορά χρημάτων προς την Κύπρο.
Εκμεταλλευόμενοι τις συγκυρίες
Σταδιακά, ο Πρωτογενής τομέας άρχισε να ανακάμπτει, με την πατάτα να είναι το κύριο εξαγωγικό προϊόν, μαζί με το χαλλούμι και τα σταφύλια. Σημειώνεται ότι η εξαγωγή γεωργικών προϊόντων είχε ξεπεράσει τα 200 εκατομμύρια δολάρια το 1977, ενώ συνεχής ήταν ο αγώνας της κυβέρνησης εντός της ΕΟΚ για να πετύχει τις καλύτερες δυνατές διευθετήσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες για την εξαγωγή πατατών και σταφυλιών. Η Παγκόσμια Τράπεζα τονίζει σε μελέτη της ότι, «ώθηση στα κυπριακά προϊόντα έδωσε η ξηρασία στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη το 1976».
Το αεροδρόμιο Λάρνακας έχοντας μεγαλύτερες δυνατότητες από αυτό της Λευκωσίας, έδωσε τη δυνατότητα ανάκαμψης του Τουριστικού τομέα, ενώ νέα τουριστικά καταλύματα άρχισαν να κτίζονται στις ελεύθερες περιοχές, πολλές φορές με την απαραίτητη τεχνογνωσία και εμπειρία των προσφύγων.
Σημειώνεται επίσης ότι ο εμφύλιος στο Λίβανο οδήγησε πολλούς κατοίκους της χώρας, να την εγκαταλείψουν και να εγκατασταθούν στην Κύπρο και κυρίως στη Λεμεσό, ενισχύοντας την κυπριακή οικονομία.
Ο ρόλος του Χρηματοπιστωτικού τομέα
Σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των αρνητικών οικονομικών συνεπειών της εισβολής διαδραμάτισαν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) και οι εμπορικές τράπεζες. Υπήρξαν διευκολύνσεις στη χρηματοδότηση των στεγαστικών αναγκών των προσφύγων και ανάκτησης των κεφαλαιουχικών περιουσιακών στοιχείων που είχαν απολέσει.
Η ΚΤΚ παρείχε επιπλέον ρευστότητα στις εμπορικές τράπεζες, ενώ καθόρισε χαμηλότερο ποσοστό απαιτούμενης ρευστότητας σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας και κατανάλωσης. Επιπλέον καθορίστηκε ανώτατο όριο στα δανειστικά και καταθετικά επιτόκια με σκοπό τη διευκόλυνση των παλαιών και νέων δανειοληπτών.
Υπήρξαν ευνοϊκοί όροι αναδιάρθρωσης των δανείων για τους πρόσφυγες, ενώ η ΚΤΚ και το Υπουργείο Οικονομικών μέσα από συναντήσεις με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προσπάθησαν να ενισχύσουν τα κεφάλαια που μπορούσαν να απορροφήσουν από τους θεσμούς. Επιπλέον παραχωρήθηκαν, πέραν των επιχορηγήσεων, κρατικές εγγυήσεις σε επιχειρήσεις. Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν και ο ρόλος του Συνεργατισμού που στήριξε σημαντικά τον Πρωτογενή τομέα αλλά και γενικότερα την οικονομία και τις τοπικές κοινωνίες.
Η κυπριακή οικονομία και κοινωνία στις δύσκολες στιγμές καταδεικνύουν τις δυνατότητές τους, ακόμα και μετά από μεγάλες καταστροφές. Το ζητούμενο είναι να σταματήσουμε να έχουμε κοντή μνήμη.
*Οικονομολόγου
Διαβάστε επίσης: 1964-1974: Το πρελούδιο της κρίσης