Πώς το αφήγημα του Trump-trade μετατράπηκε σε sell-off του αμερικανικού εξαιρετισμού

Τα ελλείμματα της Αμερικής στον προϋπολογισμό και στο εμπορικό ισοζύγιο σημαίνουν ότι η εξωτερική πολιτική θα επηρεάζει πλέον τις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ

Δύο μήνες μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, οι πυλώνες της αμερικανικής οικονομικής ηγεμονίας σπάνια έμοιαζαν πιο ασταθείς.

Οι λεονταρισμοί του Τραμπ κατά της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των πιο ρητών απειλών για την απόλυση του προέδρου Τζερόμ Πάουελ, απλώς ενίσχυσαν τις ανησυχίες που δημιουργήθηκαν από την κήρυξη εμπορικού πολέμου, αναγκάζοντας πολλούς σε επανεκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που είναι θεμελιώδη για την οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ. Το δολάριο και τα κρατικά ομόλογα, παραδοσιακά επενδυτικά καταφύγια σε περιόδους πίεσης, ξαφνικά δε φαίνονται τόσο ελκυστικά. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τις ελπίδες για το Trump-trade, που ουσιαστικά υποστήριζε τον αμερικανικό εξαιρετισμό, αλλά τώρα μοιάζει περισσότερο με sell-off.

Αυτό είναι μόνο μέρος μιας ακόμη ευρύτερης και πιθανώς επώδυνης μετατόπισης. Ο ρόλος των αμερικανικών νοικοκυριών και ο αμερικανικός στρατός ως άξονας ασφάλειας και πολιτικών συμμαχιών τίθενται επίσης υπό αμφισβήτηση.

Επιτείνοντας τις ανησυχίες, ο Τραμπ εντείνει τώρα την αντιπαράθεση εναντίον της Fed, απαιτώντας άμεση μείωση των επιτοκίων. Οι ειδικοί σε νομικά ζητήματα αμφιβάλλουν ότι είναι εξουσιοδοτημένος να απολύσει τον Πάουελ. Αλλά η ζημιά στην εμπιστοσύνη των επενδυτών όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας – μέρος της θεμελιώδους έλξης των αμερικανικών αγορών, μαζί με την ευρύτερη πίστη στο κράτος δικαίου – μπορεί να έχει ήδη γίνει.

Οι ΗΠΑ στηρίχθηκαν επί μακρόν στο δέλεαρ της οικονομίας τους που καθοδηγείται από τους καταναλωτές και το δολάριο ως τα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας και του εμπορίου και απολάμβαναν αυτά που θεωρούνταν ευρέως ως οφέλη. Ο Τραμπ και η ομάδα του, από την άλλη, επικεντρώνονται στο αντιληπτό κόστος – συμπεριλαμβανομένης της απώλειας θέσεων εργασίας και της μεταποιητικής βιομηχανίας και των μεγάλων χρεών που συσσωρεύονται στον υπόλοιπο κόσμο.

Οι ΗΠΑ βασίζονται στις εισροές κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών και εμπορικών ελλειμμάτων τους. Αντί για εισροή κεφαλαίων, καταγράφηκε εκροή αμέσως μετά τις 2 Απριλίου, όταν ο πρόεδρος παρουσίασε τις αυξήσεις των δασμών που σχεδίαζε να επιβάλει σχεδόν σε κάθε χώρα.

Οι ξένοι επενδυτές κατέχουν 19 τρισ. δολάρια σε αμερικανικές μετοχές, 7 τρισ. δολάρια σε κρατικά ομόλογα και 5 τρισ. δολάρια σε αμερικανικά εταιρικά ομόλογα, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 20% έως 30% της συνολικής αγοράς, σύμφωνα με τον Τόρστεν Σλοκ της Apollo Management. Η εκκαθάριση αυτών των συμμετοχών θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικό πόνο.

«Σκεφτείτε τη ζημιά στη φήμη της Αμερικής από αυτή την ξαφνική στροφή σε άκρως προστατευτικές πολιτικές», ανέφερε ο Ντέιβιντ Κέλι, επικεφαλής παγκόσμιος στρατηγικός αναλυτής της JPMorgan Asset Management. 

Στο εσωτερικό της χώρας, οι δασμοί του Τραμπ έχουν προκαλέσει δυσφορία στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις – σφυροκοπώντας τις μετοχές των εταιρειών που είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν ασθενέστερη ζήτηση, ακριβότερες εισροές και αντίποινα από το εξωτερικό. Ο S&P 500 έχει σημειώσει πτώση σχεδόν 10% από τις 2 Απριλίου, εξαφανίζοντας περίπου 4,8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε αξία.

Ένας δείκτης του Bloomberg έχει υποχωρήσει περισσότερο από 7% φέτος, το χειρότερο ετήσιο ξεκίνημά του από το 2005. Το πιο εντυπωσιακό, ωστόσο, ήταν η πτώση των κρατικών ομολόγων, τα οποία συνήθως τα πάνε καλά όταν οι άλλες αγορές ταράζονται, όπως στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 και κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Αυτόν το μήνα σημειώθηκε η μεγαλύτερη εβδομαδιαία άνοδος της απόδοσης των 10ετών κρατικών ομολόγων ΗΠΑ εδώ και δύο και πλέον δεκαετίες. Οι αποδόσεις υποχώρησαν στο 4,6% αφού ο Τραμπ υπαναχώρησε από κάποια από τα δασμολογικά του σχέδια αλλά έχουν αυξηθεί εκ νέου από τότε που καταφέρθηκε εναντίον της Fed.

Το γεγονός ότι το δολάριο υποχώρησε και οι αποδόσεις αυξήθηκαν προκάλεσε έκπληξη σε ορισμένους επενδυτές, δεδομένου ότι το νόμισμα και το κόστος δανεισμού είναι συνήθως θετικά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αντ’ αυτού, η σχέση αυτή είναι τώρα η πιο αδύναμη εδώ και περίπου τρία χρόνια – γεγονός που υποδηλώνει μια γενική αποστροφή προς τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία και σκεπτικισμό για τις τυπικές αντισταθμίσεις κινδύνου.

Τα ιστορικά δεδομένα συνιστούν προσοχή. Οι ΗΠΑ έχουν πλήξει την αξιοπιστία τους και στο παρελθόν -όταν σόκαραν τον κόσμο εγκαταλείποντας το gold standard το 1971 ή όταν η κατάρρευση των ενυπόθηκων δανείων τους προκάλεσε παγκόσμια κρίση το 2008- μόνο και μόνο για να την αποκαταστήσουν.

Επιπλέον, όσο κι αν η πίστη του χρηματοπιστωτικού κόσμου στις ΗΠΑ έχει κλονιστεί, δεν έχει άμεσες εναλλακτικές λύσεις.

Τα ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία φαίνονται ξαφνικά κάπως πιο ελκυστικά, αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το βάθος και τη ρευστότητα της αγοράς κρατικών ομολόγων ύψους σχεδόν 29 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Το δολάριο εμπλέκεται σε περίπου 90% των συναλλαγών συναλλάγματος και αντιπροσωπεύει σχεδόν το 60% των αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών. Δεν έχει κανέναν πραγματικό ανταγωνιστή ικανό να καλύψει οποιοδήποτε κενό. Το ευρώ δε διαθέτει ακόμη το βάθος των χρεογράφων που απαιτούνται από ένα αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο και ίσως ακόμη τους πολιτικούς δεσμούς μεταξύ των 20 μελών του, ενώ το γουάν της Κίνας ελέγχεται στενά από την κυβέρνησή της.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι, από την πλευρά τους, συνιστούν σε όλους να κάνουν υπομονή μέχρι να αρχίσει να εφαρμόζεται πλήρως η οικονομική ατζέντα του Τραμπ. «Κοιτάξτε ολόκληρη την εικόνα», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ στην τηλεόραση του Bloomberg, επισημαίνοντας ότι οι φορολογικές περικοπές και η απορρύθμιση είναι καθ’ οδόν.

Υπό διαδοχικούς προέδρους, οι ΗΠΑ επεδίωξαν τη μόχλευση, μια προσπάθεια που κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν με τις οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία το 2022. Πολλοί Αμερικανοί σύμμαχοι προσχώρησαν στη στρατηγική αυτή, αλλά η εκστρατεία τους απέτυχε να σταματήσει τη στρατιωτική προέλαση της Ρωσίας.

Τώρα ο Τραμπ αντιστρέφει την πορεία του σε αυτή τη σύγκρουση, επιδιώκοντας μια ειρηνευτική συμφωνία που θα εξυπηρετεί τη Ρωσία, οδηγώντας τον σε αντιπαράθεση με τα ευρωπαϊκά έθνη που εξακολουθούν να θέλουν να στηρίξουν οικονομικά και στρατιωτικά την Ουκρανία. Το γεγονός ότι ταυτόχρονα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας εμπορικός πόλεμος έχει απλώς φουντώσει την υπό εξέλιξη διατλαντική κρίση ασφαλείας.

Η κυβέρνηση Τραμπ θέλει οι σύμμαχοι να πληρώνουν για την αμυντική προστασία που παρέχει και έχει αφήσει να εννοηθεί ότι ούτε η ελεύθερη πρόσβαση στο δολάριο και στα κρατικά ομόλογα θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. 

Στην Ασία, επίσης, πολλές χώρες είναι ενταγμένες σε συστήματα ασφαλείας υπό αμερικανική ηγεσία – και ανησυχούν μήπως βρεθούν στα διασταυρούμενα πυρά των εντάσεων ΗΠΑ-Κίνας, δεδομένου ότι και οι δύο είναι βασικοί εμπορικοί εταίροι τους.

Συνεργάτες του Τραμπ προτείνουν ότι οι ΗΠΑ μπορούν να διευθετήσουν πρώτα τις εμπορικές διαφορές τους με τους συμμάχους τους – και να χρησιμοποιήσουν την προοπτική της δασμολογικής ελάφρυνσης για τις χώρες αυτές ως μοχλό πίεσης για τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου κατά της Κίνας. Αλλά υπάρχουν ενδείξεις τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία ότι πολλές κυβερνήσεις έχουν εντείνει το ενδιαφέρον τους να προσεγγίσουν το Πεκίνο, αντί να συμμαχήσουν εναντίον του στο πλευρό του Τραμπ.

Υπάρχει επίσης ανανεωμένη προσοχή στην ξένη ιδιοκτησία του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ και στο κατά πόσον μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο εμπορικού πολέμου. Ορισμένοι υπέθεσαν, χωρίς αδιάσειστα στοιχεία, ότι μέρος της πρόσφατης πτώσης των αμερικανικών ομολόγων οφείλεται εν μέρει στο ότι η Κίνα και η Ιαπωνία μείωσαν τις μαζικές τους συμμετοχές, αν και τα στοιχεία δεν είναι ακόμη διαθέσιμα και θα είναι αρκετά περίπλοκα όταν δημοσιοποιηθούν.

Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα τη στιγμή που οι ΗΠΑ χρωστούν πολλά χρήματα. Το δημόσιο χρέος τους ανέρχεται σε περίπου 29 τρισεκατομμύρια δολάρια, με τα ελλείμματα του προϋπολογισμού να προβλέπονται από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου σε 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια για το οικονομικό έτος 2025. Η καθαρή διεθνής επενδυτική της θέση, ένδειξη των οικονομικών υποχρεώσεων των ΗΠΑ προς άλλες χώρες, ανέρχεται σε περίπου 26 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι οι ΗΠΑ μπορεί να χρειάζονται την πίστωση του κόσμου τόσο όσο ο υπόλοιπος κόσμος χρειάζεται αυτό που έχουν να προσφέρουν οι ΗΠΑ. Οι επικείμενες συγκρούσεις μεταξύ των νομοθετών για τις φορολογικές περικοπές και την αύξηση του ορίου χρέους της χώρας κινδυνεύουν να εντείνουν τις ανησυχίες.

Καθώς το κλίμα των επενδυτών μετατοπίζεται, τα ελλείμματα της Αμερικής στον προϋπολογισμό και στο εμπορικό ισοζύγιο σημαίνουν ότι «η εξωτερική πολιτική θα επηρεάζει πλέον τις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ», σύμφωνα με τον Γιώργο Σαραβέλο, παγκόσμιο επικεφαλής στρατηγικής συναλλάγματος της Deutsche Bank.

Σε αυτό το νέο περιβάλλον, ακόμη και επεισόδια όπως η απειλή του Τραμπ να προσαρτήσει τη Γροιλανδία έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν ζημιά.

«Είναι μια συχνά επαναλαμβανόμενη φράση ότι μια χώρα με δίδυμο έλλειμμα εξαρτάται από την καλοσύνη των ξένων», ανέφερε ο ίδιος σε πρόσφατο σημείωμα προς τους πελάτες του. «Αυτό ισχύει τώρα για τις ΗΠΑ», έγραψε. «Θα καταστήσει τη σταθερότητα των αμερικανικών αγορών ακόμη πιο εξαρτημένη από τη μη συγκρουσιακή εξωτερική και οικονομική πολιτική για να διασφαλιστεί η χρηματοδότησή τους».

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Επιστρέφει στις επιχειρήσεις του o Μασκ – Θα μειώσει την παρουσία του στο DOGE

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ