Δούρειος ίππος για την ανάπτυξη τα αρνητικά επιτόκια των τραπεζών

Η εποχή που οι καταθέσεις αποτελούσαν μια έστω και συντηρητική επενδυτική επιλογή, έχουν παρέλθει. 

Του Χρήστου Μιχάλαρου

Μια ανάσα βρίσκεται το κυπριακό τραπεζικό σύστημα από τα αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις, κάτι που σημαίνει επιβολή χρεώσεων στους μεγάλους καταθέτες. 

Η εποχή που οι καταθέσεις αποτελούσαν μια έστω και συντηρητική επενδυτική επιλογή, έχουν παρέλθει. 

Η συγκεκριμένη κατάσταση δεν επήλθε σε μία νύχτα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) υιοθέτησε από το 2014 για πρώτη φορά αρνητικά επιτόκια για τις καταθέσεις, χρεώνοντας τις τράπεζες που τοποθετούσαν στα ταμεία της την πλεονάζουσα ρευστότητά τους αντί να τους επιστρέφει αποδόσεις. 

Στόχος ήταν να τις παροτρύνει ώστε να χορηγούν περισσότερα δάνεια, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. Ως αποτέλεσμα, η πλεονάζουσα ρευστότητα των  ευρωπαϊκών τραπεζών, που καταλήγει στην ΕΚΤ, εδώ και μια πενταετία χρεώνεται με αρνητικό επιτόκιο της τάξης του 0,6%, πρακτική η οποία, όπως όλα δείχνουν, δεν αναμένεται να τελειώσει σύντομα, τουλάχιστον έως ότου οι προοπτικές του πληθωρισμού ανακάμψουν σε ικανοποιητικά επίπεδα, ήτοι κοντά στο 2%. 

Τον Σεπτέμβριο ο ρυθμός στην Ευρωζώνη ήταν ο χαμηλότερος των τελευταίων τριών ετών στο -0,8%, με την κίνηση στην αγορά να βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα στο -0,9%. 

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, από την μια η αγορά να παραμένει μουδιασμένη και από την άλλη η ΕΚΤ να θεωρεί όπως φαίνεται ότι μερίδιο ευθύνης φέρουν οι τράπεζες, καθώς αντί να ρίχνουν χρήμα στην αγορά, το «παρκάρουν» στα ταμεία. 
Έτσι, η χρέωση μέσω των αρνητικών επιτοκίων, δημιουργεί ένα μεγάλο κόστος για τα εγχώρια τραπεζικά συστήματα που βρίσκονται «με την πλάτη στον τοίχο». 

Οι εμπορικές τράπεζες των μελών της ευρωζώνης θέλουν μεν να ανοίξουν τις στρόφιγγες του δανεισμού και να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, όμως δεν μπορούν να επιστρέψουν σε παλαιότερες πρακτικές, όταν η χορήγηση δανείων γινόταν αλόγιστα, χωρίς αυστηρά κριτήρια και εξασφαλίσεις εκ μέρους του πελάτη, πρακτικές οι οποίες οδήγησαν στην εκτόξευση του ποσοστού των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων και σε σοβαρά προβλήματα, τόσο για τις ίδιες και τους πελάτες τους, όσο και για τις οικονομίες των κρατών.

Στην Κύπρο, πάντως, ο δανεισμός φαίνεται πως παίρνει τα πάνω του δειλά-δειλά, με την αγορά να κινείται, έστω και βηματιστά.

Ωστόσο, η πλεονάζουσα ρευστότητα των μεγάλων τραπεζών εξακολουθεί να αποτελεί πονοκέφαλο για τις διοικήσεις, κάτι που φανερώνει μεν την εμπιστοσύνη των καταθετών στο σύστημα, αλλά αναπόφευκτα μεγάλο μέρος της καταλήγει στα ταμεία της ΕΚΤ. 

Η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό την κερδοφορία των τραπεζών, οι οποίες από το 2014 απορροφούν μόνες τους αυτό το κόστος, με το επόμενο βήμα να φαίνεται να είναι η μετακύληση των χρεώσεων στους καταθέτες, κυρίως τους επιχειρηματικούς και τους θεσμικούς, κάτι που ήδη συμβαίνει σε αρκετές από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. 

Υπάρχει όμως και η «καλή» πλευρά, καθώς λόγω των αρνητικών επιτοκίων, τα επιτόκια που εφαρμόζονται σε υποθήκες και σε άλλους τύπους δανείων είναι ίσως τα χαμηλότερα που έχουν καταγραφεί ποτέ στην Κύπρο, έχοντας ταυτόχρονα συμβάλει στη μεγάλη πτώση του κόστους δανεισμού των κρατών και δίνοντας την δυνατότητα σε πολλές κυβερνήσεις να προχωρήσουν με μεγαλύτερη άνεση σε αναπτυξιακά έργα. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ