Πώς θα γίνουν πιο κερδοφόρες οι κυπριακές τράπεζες;

Το στοίχημα της κερδοφορίας έχει τεθεί σε ύψιστη προτεραιότητα.

Του Χρήστου Μιχάλαρου

Νέα προϊόντα, εναλλακτικές λύσεις και καλύτερη συμπεριφορά απέναντι στους πελάτες είναι οι συστάσεις του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρο απέναντι στις τράπεζες, προκειμένου αυτές να αυξήσουν την κερδοφορία τους, η οποία αποτελεί το βασικό στοίχημα για τα επόμενα χρόνια.

Όπως τόνισε ο Κωνσταντίνος Ηροδότου, πρόκειται παράλληλα για την μεγαλύτερη πρόκληση για τις μικρές χώρες με τις μικρότερες τράπεζες επειδή η γεωγραφία δίνει λιγότερες ευκαιρίες στις τράπεζες να βρουν νέα κερδοφόρα προϊόντα.

Τι λένε από την πλευρά τους οι ειδικοί;

Μιλώντας στο Economy Today ο οικονομολόγος Ιωάννης Τελώνης αναφέρει ότι ως γεγονός, τα χαμηλά επιτόκια διαμορφώνουν ένα δύσκολο λειτουργικό περιβάλλον  για τις τράπεζες συμπιέζοντας την ευχέρεια στην τιμολόγηση των δανειοληπτών, την ώρα που το κόστος είναι υψηλό.

«Οι τράπεζες  πρέπει να προχωρήσουν με μια διπλή στρατηγική της διεύρυνσης της βάσης εισοδημάτων τους  με παράλληλη επικέντρωση στην συγκράτηση του λειτουργικού τους κόστους. Ο Διοικητής της Κεντρικής προχώρησε και ένα βήμα περισσότερο συνδέοντας την ανάγκη αύξησης  των εισοδημάτων με ορθή συμπεριφορά εκ μέρους των τραπεζών προς τους πελάτες τους. Με άλλα λόγια ο Διοικητής εμμέσως πλην σαφώς αποθαρρύνει τις Τράπεζες από το να αναζητήσουν τον εύκολο τρόπο αύξησης εισοδημάτων μέσω επαναξιολόγησης υπηρεσιών και παροτρύνει προς μια κατεύθυνση τιμολογήσεων στις οποίες προσφέρεται προστιθέμενη αξία (value for money) για την όποια χρέωση. Για παράδειγμα, η εισαγωγή ενός μηνιαίου τέλους για χρήση ΑΤΜ εκτός του δικτύου της ίδιας της Τράπεζας παρά χρέωσης κάθε φορά που γίνεται ανάληψη», επισημαίνει.

Όπως τονίζει, ο Διοικητής προχώρησε ένα βήμα πάρα πέρα, υποδεικνύοντας στις τράπεζες ότι η κανονιστική αντιμετώπιση των πελατών με την δικαιολογία των κανονισμών είτε πρόκειται για μεταφορές είτε για άλλες υπηρεσίες, διαμορφώνει μια μη ανταγωνιστική νοοτροπία σε σχέση με μη κυπριακές τράπεζες που λειτουργούν στο ίδιο κανονιστικο πλαίσιο.

«Αυτό που φαίνεται να ισχυρίζεται ο κος Ηροδότου είναι ότι οι κανονισμοί είναι εκεί για να καθορίζουν βασικές αρχές και βέλτιστες πρακτικές και όχι να χρησιμοποιούνται τυπολατρικά. Ένα απλό παράδειγμα αυτής της τακτικής αφορά το περίφημο “Γνώριζε τον πελάτη σου” και τη διάταξη για επιβεβαίωση αυτής της γνώσης σε ετήσια βάση. Ορισμένες τράπεζες για παράδειγμα ζητούν από τους πελάτες  να προσκομίσουν επικαιροποιημένους  λογαριασμούς βασικών υπηρεσιών (ηλεκτρισμού, υδατοπρομήθειας κλπ) αδιαφορώντας στο ότι ο πελάτης έχει αυτοματοποιημένες εντολές μέσω της ίδιας της τράπεζας για πληρωμή των λογαριασμών για σειρά ετών οπότε είναι σε θέση να γνωρίζει τον πελάτη πολύ καλύτερα από μια τυπική διαδικασία», αναφέρει, προσθέτοντας ότι οι Εποπτικές Αρχές θα αρχίσουν να κατευθύνουν τις τράπεζες σε μια πιο εξεζητημένη προσέγγιση  και νοοτροπία που θα επανακαθορίσει σε μεγάλο βαθμό τον συσχετισμό ισχύος μεταξύ των δυο μερών (τράπεζας /πελάτη) σε μια πιο παραγωγική και για τους δυο σχέση.

Ισχυρές πιέσεις λόγω Fintech

Με τη σειρά του, ο οικονομολόγος Μιχάλης Φλωρεντιάδης αναφέρει ότι ανά το παγκόσμιο, το αυστηρό εποπτικό πλαίσιο και οι ανταγωνιστικές προκλήσεις από πιο ευέλικτες εταιρείες του τομέα “Fintech” (νέες εταιρείες παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται κυρίως στο διαδίκτυο) αποτελούν επιπρόσθετες προκλήσεις. Η μείωση των λειτουργικών εξόδων είναι ένας παραδοσιακός τρόπος που οι τράπεζες ενισχύουν την κερδοφορία τους σε δύσκολους καιρούς, ενώ η προσφορά καινούργιων προϊόντων ίσως βοηθήσει κάπως», αναφέρει.

Σύμφωνα με τον ίδιο, τέτοια προϊόντα μπορούν να είναι τα επενδυτικά προϊόντα ή υπηρεσίες διαχείρισης πλούτου, αφού τα χαμηλά επιτόκια αποτελούν όχι μόνο πρόβλημα για τις τράπεζες αλλά και για τους καταθέτες και όσους θέλουν να επενδύσουν.

«Εδώ υπάρχει κάποιο θέμα, από την άποψη ότι στην Κύπρο απουσιάζει η κουλτούρα επένδυσης σε επενδυτικά προϊόντα αφού προτιμώνται συνήθως οι καταθέσεις και τα ακίνητα. Συνεπώς, εύκολες και άμεσες λύσεις δεν φαίνεται ότι υπάρχουν – ίσως οι τράπεζες να πρέπει σταδιακά να καλλιεργήσουν την κουλτούρα της επένδυσης», υπογραμμίζει.

Όσον αφορά στο θέμα της «συμπεριφοράς», οι τράπεζες λόγω του μεγέθους τους και των αυστηρών διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούν –που αυτές πολλές φορές πηγάζουν από αυστηρές εποπτικές απαιτήσεις ή πιέσεις στην κερδοφορία– σε ορισμένες περιπτώσεις δίνουν την εντύπωση ότι δεν είναι πελατοκεντρικές και δεν μπορούν να επιδείξουν την ευελιξία που ο πελάτης έμαθε να αναμένει από άλλου είδους επιχειρήσεις. Αυτό έχει συνέπεια στο να βγαίνει έξω μια όχι και τόσο θετική εικόνα για τις τράπεζες, το οποίο είναι πρόβλημα που χρειάζεται να διαχειριστούν.

Private banking και Wealth Management

Από την πλευρά του ο διαχειριστής κεφαλαίων Διονύσης Σινάνος υποστηρίζει ότι οι τράπεζες στην Κύπρο θα πρέπει να επενδύσουν περισσότερο σε υπηρεσίες όπως το private banking και το wealth management.

«Οι δύο αυτοί τομείς είναι κάτι διαφορετικό από τις εργασίες λιανικής τραπεζικής, απευθύνονται σε πιο εύπορους πελάτες και εκεί υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους και απαιτούνται πιο ανταγωνιστικά προϊόντα, όσον αφορά στο κόστος τους. Ωστόσο για να γίνει κάτι τέτοιο, οι τράπεζες πρέπει να επενδύσουν σε ανθρώπινο δυναμικό, να στελεχώσουν ειδικές ομάδες με άτομα τα οποία έχουν τις κατάλληλες γνώσεις και μια πιο σύγχρονη αντιμετώπιση των πραγμάτων. Πρέπει να έχουν δε υπ’ όψιν τους ότι οι σημερινοί πελάτες, που αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από την γενιά των “millennials” είναι πολύ απαιτητικοί. Ξέρουν να ψάχνουν και να βρίσκουν εναλλακτικές και συγκρίνουν υπηρεσίες και κόστος», τονίζει και προσθέτει ότι γι’ αυτούς τους λόγους οι τράπεζες δεν θα πρέπει να θεωρούν τους πελάτες τους δεδομένους, κάτι που μέχρι σήμερα συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό.

Παράλληλα, συμπληρώνει, θα πρέπει να γίνει μια προσπάθεια προσέλκυσης και συγκράτησης των θεσμικών επενδυτών, ώστε να μένουν στην Κύπρο και να μην αναζητούν εναλλακτικές λύσεις επένδυσης στο εξωτερικό.

«Παράλληλα οι τράπεζες πρέπει να ρίξουν το κόστος. Αυτό γίνεται κατά βάση με δύο τρόπους: πρώτον με μείωση του προσωπικού και δεύτερον με την ψηφιοποίηση και την αυτοματοποίηση των διαδικασιών. Στο εξωτερικό αυτή είναι η κυρίαρχη τάση, όλο και περισσότερες υπηρεσίες να γίνονται αυτοματοποιημένα. Εκεί επενδύουν οι τράπεζες τα περισσότερα κεφάλαιά τους», αναφέρει.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ