Μπαίνει για τα καλά στο τραπέζι η δημιουργία "κακής τράπεζας"

Η σύσταση μιας "κακής τράπεζας" μπαίνει για καλά στο τραπέζι ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων μετά την πανδημία του κορωνοϊού.

Τη σύσταση μιας πανευρωπαϊκής εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή ενός δικτύου εθνικών «κακών τραπεζών» με κοινή χρηματοδότηση, αλλά και με αυστηρές προϋποθέσεις, εισηγείται ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Αντρέα Ενρία, προκειμένου να μετριαστούν οι συνέπειες της κρίσης του Covid-19.

Η εισήγηση του κ. Ενρία πραγματοποιείται την ώρα που αρκετά προγράμματα αναστολής δόσεων έχουν ήδη λήξει, ενώ εκτιμήσεις της ΕΚΤ σε ένα ακραίο, αλλά πιθανό, όπως αναφέρει, σενάριο κάνουν λόγο για αύξηση των «κόκκινων δανείων» στις τράπεζες της ευρωζώνης στα €1,4 τρισεκατομμύρια, συνεπεία της κρίσης του κορωνοϊού.

 «Μια εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να αποτελέσει το εργαλείο που θα μας βοηθήσει να αποφύγουμε τα προηγούμενα λάθη», τονίζει ο Ιταλός Πρόεδρος του SSΜ σε άρθρο γνώμης, μέρος του οποίου προβλήθηκε στους Financial Times και δημοσιεύεται αυτούσιο στην ιστοσελίδα του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.
 
Υποδεικνύοντας την ανάγκη ταχύτερης αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), ο κ. Ενρία σημειώνει ωστόσο ότι υπήρξε πρόοδος, καθώς oι οδηγίες και οι νομοθεσίες που κατήρτισαν η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή και η EKT διασφάλισαν τη διαχείριση των ΜΕΔ και την προοδευτική λογιστική διαγραφή απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων.
 
«Ωστόσο η εμπειρία του παρελθόντος καταδεικνύει ότι όπου χρησιμοποιήθηκαν εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων το καθάρισμα των τραπεζικών ισολογισμών ήταν πολύ ταχύτερο και πιο αποτελεσματικό στην αποκατάσταση της ικανότητας των τραπεζών να παραχωρούν δανεισμό», σημειώνει.
 
Παράλληλα, ο κ. Ενρία υποδεικνύει την ανάγκη «βαθύτερης αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα», καθώς, όπως προσθέτει, τεράστια ποσά των φορολογουμένων χρησιμοποιήθηκαν στον αποήχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους, αλλά δεν ήταν αποτελεσματικά στην διόρθωση του μεγάλου αριθμού τραπεζών και την επίτευξη της σμίκρυνσης του τραπεζικού τομέα». Αποτέλεσμα, ένας τραπεζικός τομέας που είναι δομικά εύθραυστος, κάτι που αντανακλάται στις πολύ χαμηλές αξιολογήσεις των τραπεζών στις αγορές κεφαλαίων, συμπληρώνει.
 
Επιχειρηματολογώντας υπέρ μια ευρωπαϊκής «κακής τράπεζας», ο πρόεδρος του SSΜ σημειώνει πως «αυτή τη φορά χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή απάντηση, παρά μια πληθώρα ασυντόνιστων εθνικών πρωτοβουλιών».
 
Σύμφωνα με τον κ. Ενρία, η εξωγενής και συμμετρική φύση της πανδημίας θα πρέπει να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για μια συμφωνία επί μίας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας. Και σημειώνει ότι αυτό δεν αφορά τη στήριξη τραπεζών που πήραν υπερβολικό ρίσκο, αλλά έχει διπλό στόχο. Να επιτρέψει στις τράπεζες της ΕΕ να στηρίξουν τα βιώσιμα νοικοκυριά και τις μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις και ταυτόχρονα να προωθήσει τον διαρθρωτικό μετασχηματισμό των οικονομιών προς την κατεύθυνση ενός πιο πράσινου και τεχνολογικού πιο προηγμένου μέλλοντος, χωρίς τα βαρίδια των απομειωμένων ανοιγμάτων στους τομείς της οικονομίας που είχαν την μεγαλύτερη επιβάρυνση από την κρίση.
 
«Είμαι πεπεισμένος ότι μια ευρωπαϊκή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να αποτελέσει μια αποτελεσματική λύση», λέει, προσθέτοντας ότι «εναλλακτικά ένα ευρωπαϊκό δίκτυο εθνικών φορέων, εφόσον σχεδιαστεί σωστά, θα μπορούσε εξίσου να στηρίξει τη συμμετρική ανάκαμψη των οικονομιών μας».
 
Ο κ. Ενρία τονίζει πως ο ίδιος πιστεύει ότι τουλάχιστον δύο συστατικά στοιχεία αυτού του δικτύου πρέπει να τεθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο: Η χρηματοδότηση και η τιμή μεταφοράς (transfer pricing) των περιουσιακών στοιχείων εκτός των βιβλίων των τραπεζών και στις κακές τράπεζες.
 
Κατά τον κ. Ενρία, με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, η κάθε εθνική «κακή τράπεζα», ασχέτως του πού βρίσκεται, θα επωφελείται από την αξιολόγηση της ΕΕ για να αποκτήσει πρόσβαση σε ευνοϊκή χρηματοδότηση. Ωστόσο, προσθέτει πως αυτό απαιτεί ενιαίες και πιστοποιημένες μεθοδολογίες αποτίμησης και στοιχεία για την τιμή μεταφοράς των περιουσιακών στοιχείων. Όπως εξηγεί, το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης και η πιστοποιημένη κοινή μεθοδολογία στην αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων θα διασφαλίσει το ορθό ισοζύγιο μεταξύ των απωλειών για τις τράπεζες κατά την μεταφορά των ΜΕΔ στις «κακές τράπεζες» και την μεσοπρόθεσμη κερδοφορία του όλου συστήματος ελάφρυνσης των τραπεζών.

Οι προϋποθέσεις
 

Κατά τον κ. Ερνία, άμεση πρόσβαση στο σύστημα θα πρέπει να περιορίζεται στις τράπεζες, που κατά την άποψη του επόπτη τους, διαθέτουν βιώσιμο μοντέλο, που θα τους επιτρέψει να ευδοκιμήσουν μετά το πέρας της κρίσης, ενώ για τις άλλες τράπεζες η συμμετοχή θα πρέπει να βασιστεί σε αυστηρές προϋποθέσεις, περιλαμβανομένων αποφασιστικών μέτρων αναδιάρθρωσης.

Τέλος, ο κ. Ενρία σημειώνει πως στο «απομακρυσμένο» σενάριο το σχέδιο να δημιουργήσει ζημιές, είναι πιθανόν να σχεδιαστεί ένα πλαίσιο, το οποίο να περιορίζει ή να αποκλείει τον διαμοιρασμό πιστωτικών ζημιών στην ΕΕ, με τις ζημιές να κατανέμονται βάσει της προέλευσης των τραπεζών και του εθνικού συστήματος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ