Η Ελλάδα και η Κύπρος διαφέρουν στις διαδρομές που ακολούθησαν στο ταξίδι της επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), επισημαίνει σε σχετική έκθεσή του ο οίκος αξιολόγησης DBRS.
Όπως σημειώνει, η Ελλάδα και η Κύπρος ξεκίνησαν το ταξίδι της επίλυσης των ΜΕΔ με περίπου το ήμισυ των δανείων να κατατάσσονται ως μη εξυπηρετούμενα, αλλά έως το τέταρτο τρίμηνο του 2022, και οι δύο χώρες είχαν μειώσει το συνολικό ποσοστό των ΜΕΔ σε λιγότερο από 5%.
Προσθέτει ότι οι δύο χώρες διαφέρουν στο μέγεθος της αγοράς δανείων τους, με την ελληνική αγορά δανείων να είναι περίπου έξι φορές μεγαλύτερη από την κυπριακή μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του 2022, καθώς και στην αξιολόγησή τους, με την Ελλάδα να κατέχει βαθμό BB (υψηλός) και την Κύπρο βαθμό BBB, και οι δύο με σταθερή τάση.
Όπως αναφέρει, λόγω της μεγάλης διαφοράς στο μέγεθος της αγοράς δανείων σε αυτές τις δύο χώρες, παρόλο το μεγάλο ποσοστό των συνολικών δανείων, το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Κύπρο ήταν πολύ μικρότερο σε νομισματικούς όρους. Ως αποτέλεσμα, η μείωση των ΜΕΔ στα τραπεζικά ισολογιστικά φύλλα στην Κύπρο ήταν ταχύτερη.
Σημειώνεται ότι η παράδοση της τραπεζικής άδειας της Cyprus Cooperative Bank Ltd. τον Αύγουστο του 2018 και η μετατροπή του υπολειπόμενου οντότητας σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είχε σημαντική επίδραση στα συνολικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια που κατέχονται από τον τραπεζικό τομέα της χώρας, τα οποία σχεδόν μειώθηκαν στο ήμισυ και έφθασαν τα 11 δισεκατομμύρια ευρώ έως τον Σεπτέμβριο του 2018. Μετά από πολλαπλές πωλήσεις σε διεθνείς επενδυτικούς κολοσσούς, αυτό το ποσό ανήλθε σε 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του Φεβρουαρίου του 2023.
Αντίθετα, η PQH Single Special Liquidation S.A. που ιδρύθηκε το 2016 ως μοναδική υπηρεσία για όλες τις πιστωτικές και χρηματοπιστωτικές εκκαθαρίσεις στην Ελλάδα καλύπτοντας περίπου 20 τράπεζες, δεν είχε τόσο μεγάλη επίδραση στη μείωση των ΜΕΔ, κυρίως επειδή μετά την συγχώνευση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Τράπεζα Πειραιώς) συνέβαλαν κατά 95,7% στην αγορά δανείων. Όταν εισήχθη το πρόγραμμα «Ηρακλής» (HAPS) στο τέταρτο τρίμηνο του 2019, η ονομαστική αξία από μη εξυπηρετούμενα δάνεια που κατείχαν οι ελληνικές τράπεζες ανέρχονταν σε 73,6 δισεκατομμύρια ευρώ και το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν 40%. Μετά την εισαγωγή αυτού του προγράμματος, παρατηρήθηκε πολύ ταχύτερη μείωση στο ποσοστό των ΜΕΔ, με το ποσοστό να φθάνει το 12,1% έως το τέλος του 2021 και το 8,2% έως το τέλος του 2022.
Μεταξύ άλλων σημειώνεται ότι ενώ υπάρχουν 23 εταιρείες εξυπηρέτησης πιστώσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα, την πλειονότητα των ΜΕΔ διαχειρίζεται μικρότερος αριθμός που περιλαμβάνει τις doValue, Intrum, Cepal και Quant. Αντίθετα, υπάρχουν μόνο πέντε πιστωτικοί φορείς με άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου: η Altamira, Gordian Servicing, η Themis, η APS και η Hoist. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, αναφέρεται, δεν αποκαλύπτει την ονομαστική αξία των δανείων που εξυπηρετούνται από τις εταιρείες εξυπηρέτησης πιστώσεων στον ιστότοπό της και οι δημόσιες τιτλοποιήσεις ΜΕΔ είναι πρόσφατες, με την πλειονότητα των επιχειρηματικών σχεδίων να είναι ακόμη προς επεξεργασία.
Όπως σημειώνει η διαφορά στη διαδρομή επίλυσης των ΜΕΔ των τραπεζών στην Ελλάδα και την Κύπρο προήλθε από τη διαφορά στο μέγεθος και τη σύνθεση των αγορών δανείων τους. Τα ΜΕΔ της Κυπριακής Συνεργατικής Τράπεζας, σημειώνει, ήταν ένα αξιοσημείωτο μέρος των συνολικών ΜΕΔ των κυπριακών τραπεζών και η μετατροπή της υπολειπόμενης οντότητας σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων έδωσε ένα προβάδισμα στον τραπεζικό τομέα της χώρας. Επιπλέον, αναφέρεται, το μικρότερο μέγεθος των συνολικών κυπριακών ΜΕΔ διευκόλυνε τα επενδυτικά ταμεία να απορροφήσουν τα κυπριακά ΜΕΔ.
Το μεγαλύτερο μέγεθος της ελληνικής αγοράς δανείων, όπου κυριαρχούν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, οδήγησε τη χώρα στη χρήση του προγράμματος Ηρακλής (HAPS) που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση. Μέσω διαφορετικών διαδρομών ΜΕΔ, οι δύο χώρες έφτασαν σε αναλογίες ΜΕΔ μικρότερες από το όριο του 5% και το δεύτερο κύμα ΜΕΔ, που αναμενόταν μεσοπρόθεσμα, δεν έχει ακόμη υπάρξει.
Και στις δύο χώρες, αναφέρεται η εξυπηρέτηση των ΜΕΔ βρίσκεται στα χέρια ενός συγκεντρωμένου αριθμού διαχειριστών δανείων και η πλειονότητα των επιχειρηματικών σχεδίων για αυτά δεν έχει ακόμη εκπονηθεί. Οι πωλήσεις χαρτοφυλακίου από υπάρχουσες δομές, αναφέρεται, θα μπορούσαν να είναι το επόμενο βήμα.
Προστίθεται ότι καθώς τα χαρτοφυλάκια συνεχίζουν να αλλάζουν χέρια, η δομημένη χρηματοδότηση προσαρμόζεται στις ανάγκες της μεταβαλλόμενης αγοράς και συνεχίζει να διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στην αξιολόγηση των τιτλοποιήσεων εκτός προγραμμάτων προστασίας περιουσιακών στοιχείων.
Διαβάστε επίσης: Την επόμενη εβδομάδα επανακαταχωρείται η υπόθεση των "χρυσών διαβατηρίων"
ΚΥΠΕ