Σύμφωνα με τις επισημάνσεις τους, η σχέση αυτή είναι σήμερα πιο επίπεδη και αδύναμη, καθώς παρά τη μείωση των ποσοστών ανεργίας, οι μισθοί δεν έχουν ακόμη αυξηθεί όπως θα προέβλεπε η οικονομική θεωρία.
Η τάση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες, ορισμένοι από τους οποίους είναι κοινοί στις πλείστες προηγμένες οικονομίες. Περιλαμβάνουν τη σταδιακή μείωση των ποσοστών ένταξης σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, γεγονός που περιορίζει τη διαπραγματευτική ισχύ του εργατικού δυναμικού, την ψηφιοποίηση της εργασίας, τη σταδιακή αύξηση της περιστασιακής απασχόλησης, καθώς και άλλες αλλαγές στη δομή της οικονομίας.
Εστιάζοντας στην Ευρωζώνη, οι οικονομολόγοι της PwC διαπιστώνουν την ύπαρξη πιο συγκεκριμένων παραγόντων που επεξηγούν γιατί η σχέση μεταξύ ανεργίας και μισθών έχει αποδυναμωθεί. Μεταξύ άλλων επισημαίνουν:
•Τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προσδοκίες σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό ανάμεσα στους εργαζόμενους στις νότιες οικονομίες της Ευρωζώνης, όπου παραδοσιακά επικρατούσαν υψηλά ποσοστά πληθωρισμού
•Την ένταξη στην Ευρωζώνη οικονομιών της Ανατολικής Ευρώπης, σε ορισμένες από τις οποίες τα επίπεδα των εισοδημάτων είναι χαμηλότερα, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου η ελαστικότητα της προσφοράς εργασίας.
Όπως προκύπτει από την ανάλυση, αν υποθέσουμε ότι δεν θα υπάρξουν άλλες αλλαγές σε διαρθρωτικούς παράγοντες, οι μελλοντικές αυξήσεις μισθών στην Ευρωζώνη πιθανόν να εξαρτώνται από αυξήσεις της παραγωγικότητας και όχι από την υποτονικότητα στην αγορά εργασίας. Αυτό, αυξάνει την ευθύνη των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων για ενίσχυση των επιπέδων παραγωγικότητας του ανθρώπινου δυναμικού τους, επενδύοντας τόσο σε υλικές υποδομές όπως δρόμους, αεροδρόμια και άλλες υπηρεσίες κοινής ωφελείας, όσο και σε άυλες, όπως η τυπική εκπαίδευση, η επαγγελματική και άλλες μορφές κατάρτισης. Οι βελτιώσεις αυτές αποτελούν προϋπόθεση για αύξηση των εσόδων στο μέλλον.