Στη σύσταση μια εταιρείας για όλες τις εξαγωγές λιπασμάτων προσανατολίζεται η Ρωσία, με στόχο να εξασφαλίσει υψηλές τιμές.
Την πρόταση έκανε τον προηγούμενο μήνα ο ιδρυτής της UralChem PJSC, Dmitry Mazepin, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Bloomberg. Έκτοτε έχει συζητηθεί από τον υπουργό Βιομηχανίας Ντένις Μαντούροφ και τον πρωθυπουργό Μιχαήλ Μισούστιν.
Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός λιπασμάτων στον κόσμο, με τα προϊόντα να αντιστοιχούν στο 15% της παγκόσμιας ετήσιας χρήσης.
Ενώ οι εταιρείες λιπασμάτων δεν είχαν συμπεριληφθεί στις διεθνείς κυρώσεις για τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία λόγω της σημασίας τους για την παγκόσμια διατροφική ασφάλεια, τα λιμάνια της Βαλτικής σταμάτησαν να διαχειρίζονται τα περισσότερα προϊόντα, οδηγώντας σε μείωση των αποστολών. Η έξοδος παγκόσμιων ναυτιλιακών εταιρειών, διεθνών τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών από τη Ρωσία έχει επίσης δυσκολέψει την αποστολή εμπορευμάτων στο εξωτερικό.
Ορισμένοι μεγάλοι κατασκευαστές λιπασμάτων, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, είναι αντίθετοι στην πρόταση για ενιαίο εξαγωγικό φορέα. Και αυτό, επειδή οι εξαγωγές των περισσότερων τύπων λιπασμάτων έχουν ήδη ανακάμψει στα προπολεμικά τους επίπεδα, επομένως οι παραγωγοί δεν έχουν λόγο να συμφωνήσουν σε κάτι τέτοιο.
Μια ενιαία εμπορική εταιρεία θα μπορούσε να δώσει στην κυβέρνηση περισσότερο έλεγχο στα έσοδα από τις εξαγωγές και θα της επιτρέψει να ασκήσει πολύ μεγαλύτερη επιρροή στις παγκόσμιες τιμές.
Η Ρωσία έχει θέσει μεταξύ των προαπαιτούμενων για την επαναφορά της συμφωνίας για τα σιτηρά να διευκολυνθούν οι εξαγωγές για τους παραγωγούς λιπασμάτων της.
Επί του παρόντος, οι εταιρείες εμπορεύονται τα προϊόντα τους μέσω της Ελβετίας και άλλων τρίτων χωρών.
Υπενθυμίζεται ότι η Ρωσία είχε προηγουμένως μια εμπορική συμμαχία ποτάσας με τη Λευκορωσία για την ποτάσα, που της επέτρεπε να ελέγχει το 40% των παγκόσμιων πωλήσεων και τιμών της ουσίας μέσω ανώτατων ορίων παραγωγής. Οι τιμές της ποτάσας μειώθηκαν όταν η συμφωνία κατέρρευσε το 2013.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Χωρίς σταματημό οι αυξήσεις - Άνοδος για το 70% των προϊόντων