Τι πρέπει να πράξει η ΕΕ απέναντι στην πρόταση Τζόνσον για το Brexit;

Σύμφωνα με τους Financial Times, το ζήτημα με τα ιρλανδικά σύνορα αποτελεί ένα λογικό σημείο εκκίνησης.

Διαφορετικά κίνητρα, αλλά κοινή διαπραγματευτική θέση έχουν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στο Brexit, την ώρα που το Ηνωμένο Βασίλειο ποντάρει στη νέα πρόταση του πρωθυπουργού Boris Johnson.

Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, υπάρχει μια ομάδα κρατών, της οποίας ηγείται η Γερμανία και που ως προτεραιότητα έχει να αποφύγει ένα Brexit χωρίς συμφωνία προκειμένου να ελαχιστοποιήσει την αναστάτωση στις βιομηχανικές αλυσίδες παραγωγής.

Άλλη ομάδα, της οποίας ηγείται η Γαλλία, επιδιώκει να σταματήσει τη Μεγάλη Βρετανία από το να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες για ρυθμιστικό αρμπιτράζ. Η Γαλλία φοβάται ότι μια «Σιγκαπούρη στον Τάμεση» ίσως υποσκάψει τα ευρωπαϊκά στάνταρντ στην κοινωνική πολιτική και το περιβάλλον. Υπάρχει και μια τρίτη ομάδα που θέλει να αντιστραφεί συνολικά το Brexit, ως ένα σύμβολο αντεπίθεσης κατά του αυξανόμενου κύματος λαϊκισμού.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που και οι τρεις ομάδες έχουν ως κοινό στοιχείο είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος να συμφωνήσουν ώστε να εμπλακούν με τις προτάσεις του βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον για την συμφωνία αποχώρησης, έχοντας παράλληλα εφησυχάσει με το γεγονός ότι το νομοσχέδιο που πέρασε στην Βουλή των Κοινοτήτων έχει απομακρύνει την απειλή μιας άμεσης εξόδου χωρίς συμφωνία.

Ωστόσο, ακόμα κι αν η προθεσμία παραταθεί για μια ακόμα φορά, η ΕΕ πρέπει να το σκεφτεί δυο φορές πριν απορρίψει το τελευταίο βρετανικό σχέδιο. Είναι αυτονόητο ότι μια παράταση εξασφαλίζει χρόνο, αποτρέπει την αναστάτωση της και ίσως ακόμα ανοίγει, θεωρητικά, ένα μονοπάτι προς την αντιστροφή του Brexit. Η απόρριψη, όμως, θα είναι μια κοντόφθαλμη στρατηγική. Αν επιτραπεί η διαδικασία να παραταθεί πέρα από το υφιστάμενο ορόσημο της 31ης Οκτωβρίου, η ΕΕ θα πρέπει να ζήσει με τις συνέπειες της απόρριψης της αυτής της συμφωνίας.

Ο βασικός άξονας σε σχέση με τις πρόσφατες προτάσεις της βρετανικής κυβέρνησης είναι να κρατηθεί η Βόρεια Ιρλανδία εντός της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς για βιομηχανικά και γεωργικά αγαθά, αλλά εκτός της τελωνειακής ένωσης της ΕΕ.

Σύμφωνα με τους Financial Times, πρόκειται για ένα λογικό σημείο εκκίνησης: είναι ευκολότερο να βρεθούν τεχνικές λύσεις για τελωνειακές διαδικασίες απ’ ότι για τους κανόνες της ενιαίας αγοράς. Αυτό που είναι παράλογο είναι να προτείνεται ένα επίσημο βέτο από το Stormont, τη συνέλευση της Βόρειας Ιρλανδίας, που δεν έχει συνέλθει από το 2017, όταν κατέρρευσε η συμφωνία διαμοιρασμού εξουσίας μεταξύ του Democratic Unionist Party (DUP) και του Sinn Féin.

Απορρίπτοντας όλο το πακέτο, η ΕΕ θα αποκαλύψει ότι μπορεί να προσφέρει μόνο περιορισμένο εύρος στις μελλοντικές σχέσεις: την παλιά συμφωνία της Τερέζα Μέι ή πλήρη συμμετοχή στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση. Αφότου όλες οι συμφωνίες για το Brexit που προτάθηκαν από μια βρετανική κυβέρνηση θα έχουν απορριφθεί, η έξοδος χωρίς συμφωνία θα είναι η μόνη επιλογή που θα έχει απομείνει. Το συντηρητικό κόμμα θα κάνει προεκλογική εκστρατεία γι’ αυτό στις επόμενες κάλπες. Επίσης σκεφτείτε ότι, χωρίς συμφωνία, θα είναι δύσκολο να ξέρεις τι ερώτηση θα τεθεί στο ψηφοδέλτιο οποιουδήποτε μελλοντικού δεύτερου δημοψηφίσματος.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ