Σύγκρουση Facebook - Warren με φόντο τις αμερικανικές εκλογές

Για πολλούς Aμερικανούς οι ιδέες της Warren είναι αμφιλεγόμενες.

Της Rana Foroohar

Ο ιδρυτής του Facebook, ο Mark Zuckerberg λέει ότι η Elizabeth Warren είναι υπαρξιακή απειλή για την εταιρεία.

Μπορεί να είναι αλήθεια.

Η υποψήφια για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις επόμενες προεδρικές εκλογές θα ήθελε όχι μόνο να «σπάσει» τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, αλλά και να φορολογήσει πολύ περισσότερο επιχειρήσεις όπως το Facebook και ανθρώπους όπως ο κος Zuckerberg.

Το ερώτημα είναι αν θα κερδίσει το χρίσμα, αν θα κερδίσει τις εκλογές (πολύ πιθανό, ειδικά αν υπάρξει ύφεση στις ΗΠΑ) και μετά αν θα είναι σε θέση να περάσει τις προτάσεις της.

Οι πλούσιοι πρέπει να πληρώνουν περισσότερους φόρους, ειδικά για τα εισοδήματα από επενδύσεις. Δεν με ενοχλεί που πληρώνω σχεδόν το μισό μου εισόδημα σε φόρους, αλλά ότι το κάνω γιατί το κερδίζω από πραγματική εργασία, ενώ αυτοί που κερδίζουν χρήματα από την αύξηση των τιμών των μετοχών πληρώνουν πολύ λιγότερα. Η αλλαγή αυτής της πραγματικότητας είναι βασικό σημείο στο «The Triumph of Injustice», ένα βιβλίο των Emmanuel Saez και Gabriel Zucman που συμβουλεύουν την κα Warren σε φορολογικά θέματα, περιλαμβανομένων λεπτομερειών για το πώς θα φορολογηθεί ο πλούτος παρά το εισόδημα.

Για πολλούς Aμερικανούς, όμως, οι ιδέες της κας Warren είναι αμφιλεγόμενες. Απλά πείτε τη λέξη «αναδιανομή» (redistribution) και ακόμα και πολλοί Δημοκρατικοί γίνονται νευρικοί. Επίσης, εκτός εάν οι Δημοκρατικοί κερδίσουν και τα δυο σώματα του Κογκρέσου, θα είναι πολύ δύσκολο να περάσει αυτού του είδους μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση, δεδομένου ότι οι Ρεπουμπλικάνοι όλων των τάσεων αντιτίθενται στην ιδέα.

Τι γίνεται όμως με την «προ-αναδιανομή» (pre-distribution); Είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους Nathan Gardels και Nicolas Berggruen. Οι συνιδρυτές του εγκατεστημένου στο Λος 'Αντζελες ινστιτούτου Berggruen προωθούν την ιδέα ενός Εθνικού Ταμείου Κρατικών Επενδύσεων το οποίο θα αντιμετωπίσει την ανισορροπία οικονομικής δύναμης που υπάρχει σήμερα μεταξύ των πλούσιων εταιρειών και ιδιωτών και του δημόσιου τομέα.

Ένα τέτοιο Ταμείο θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πάρει μετοχές από εταιρείες που κερδίζουν από δημόσιες επενδύσεις ή δημόσια δεδομένα. Οι τεχνολογικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των Facebook, Google, Apple και Amazon ανήκουν σίγουρα σε αυτή την κατηγορία. Τα προϊόντα τους είναι σε μεγάλο βαθμό χτισμένα πάνω σε στοιχεία που χρηματοδοτήθηκαν από ομοσπονδιακές έρευνες (το διαδίκτυο, το GPS, οι οθόνες αφής) ή στη χρήση προσωπικών δεδομένων. Η Silicon Valley δεν είναι η μόνη που επωφελήθηκε από τέτοια δεδομένα ή έρευνες, το ίδιο ισχύει για τις περισσότερες αμερικανικές εταιρείες που κερδίζουν από προϊόντα στα οποία αξιοποιείται πολύ πνευματική ιδιοκτησία.

Η απαλλοτρίωση μετοχών υφιστάμενων επιχειρήσεων δεν είναι δίκαια ούτε πολιτικά εφικτή. Δεν πρέπει να αλλάζουν οι κανόνες του παιχνιδιού εκ των υστέρων. Η αγορά ή η απαίτηση μετοχών σε νέες μπορεί να είναι. Η Νορβηγία και η Σιγκαπούρη έχουν κρατικά επενδυτικά κεφάλαια και το Ισραήλ ξεκινά το δικό του. Στη Γερμανία το δημόσιο ελέγχει πακέτα μετοχών μεγάλων επιχειρήσεων. Και στις δυο περιπτώσεις τα κέρδη χρησιμοποιούνται για το δημόσιο συμφέρον. Ακόμα και πλούσιες σε εμπορεύματα πολιτείες των ΗΠΑ, όπως η Αλάσκα και το Γουαιόμινγκ, έχουν εμπειρία από τη διαχείριση και τη διανομή κερδών από φυσικούς πόρους για το δημόσιο συμφέρον.

Η μοιρασιά πλούτου επιχειρήσεων που επωφελήθηκαν από έρευνες τις οποίες χρηματοδότησαν οι φορολογούμενοι ή «αρχικές» επενδύσεις (seed investment) από ευρύτερη ομάδα πολιτών είναι μια ιδέα που ταιριάζει καλά στην νέα εποχή του «καπιταλισμού των μετόχων». Ίσως να είναι και απαραίτητη σε μια εποχή ψηφιακού καπιταλισμού στην οποία οι αξιωματούχοι παλεύουν να βρουν τον καλύτερο τρόπο να πιάσουν τον εταιρικό πλούτο που μπορεί να μετακινηθεί παντού.

Όπως το έθεσε πρόσφατα ο ΟΟΣΑ σε μια διαβούλευση αναφορικά με τις νέες ιδέες για την φορολογία στην ψηφιακή εποχή «η κατανομή των δικαιωμάτων φορολόγησης δεν μπορεί πια να οριοθετείται αποκλειστικά από την αναφορά στην φυσική παρουσία. Οι υφιστάμενοι κανόνες που χρονολογούνται από την δεκαετία του 1920 δεν είναι πλέον επαρκείς για να διασφαλίσουν δίκαια κατανομή των δικαιωμάτων φορολόγησης σε έναν αυξανόμενα παγκοσμιοποιημένο πλανήτη».

Ο κόσμος μπορεί να δείχνει ελαφρά λιγότερο παγκοσμιοποιημένος αυτή την εποχή αλλά και δεδομένα και τα IP μπορούν ακόμα να κινηθούν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Εν τω μεταξύ στρεφόμαστε σε μια οικονομία που θα στηρίζεται όλο και περισσότερο στα άυλα περιουσιακά στοιχεία. Αυτό φέρνει ριζικές αλλαγές στο εργατικό δυναμικό εκτοπίζοντας καλύτερα αμοιβόμενες δουλειές καθώς το λογισμικό, τα ρομπότ και η τεχνική νοημοσύνη θα κάνουν περισσότερα.

Μεταξύ αυτών και της ανάπτυξης της «gig οικονομίας» (σ.σ. ένα σύστημα στο οποίο η προσωρινή απασχόληση είναι το σύνηθες), είναι ξεκάθαρο ότι ο πλούτος θα πρέπει να εντοπιστεί και να μοιραστεί με νέους τρόπους, σε περίπτωση που η κοινωνία γίνει ακόμα περισσότερο διχοτομημένη.

Είναι εύλογο ότι η Καλιφόρνια, όπου δημιουργήθηκε η τεχνολογία που οδήγησε σε αύξηση της παραγωγικότητας αλλά και υποκατάστασης της εργασίας ηγείται της προσπάθειας να βρεθούν λύσεις. Το 2016, η πολιτεία δημιούργησε ένα επενδυτικό κεφάλαιο για όλους τους πολίτες, περιλαμβανομένων αυτών που οι εργοδότες δεν προσφέρουν συνταξιοδοτικά προγράμματα (μόνο οι μισοί Αμερικανοί έχουν, και αυτό το ποσοστό πιθανότατα θα μειωθεί καθώς αυξάνει η ανεξάρτητη εργασία και η «οικονομία gig»).

Είναι εύκολο να φανταστούμε να επεκτείνεται το όχημα της Καλιφόρνιας κατά το πρότυπο του Central Provident Fund της Σιγκαπούρης, ένα υποχρεωτικό πλάνο αποταμίευσης το οποίο χρηματοδοτούν τόσο οι εργαζόμενοι, όσο και οι εργοδότες και το οποίο χρησιμοποιούν οι πολίτες όχι μόνο για την συνταξιοδότηση αλλά και για την υγειονομική περίθαλψη και τη στέγαση.

Το ερώτημα, όμως, είναι πως θα χρηματοδοτηθεί ένα τέτοιο κρατικό σχέδιο πέραν της συμμετοχής των ιδιωτών. Η Καλιφόρνια μπορεί να ξεκινήσει το δικό της «ταμείο δημόσιων επενδύσεων» με τα πρόστιμα που επιβάλει σε επιχειρήσεις που αναπόφευκτα θα παραβιάσουν τον νέο της νόμο για τα προσωπικά δεδομένα, ο οποίος με κάποιους τρόπους είναι αυστηρότερος από αυτόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα κεφάλαια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να στηρίξουν βελτιώσεις στις υποδομές ή να μοιραστούν στους πολίτες μέσω μεμονωμένων σχεδίων για τα πάντα, από την εκπαίδευση έως τις ανάγκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και τις συντάξεις.

Ένα τέτοιο σχέδιο θα αντιμετώπιζε τις ανισορροπίες δύναμης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ένα κρίσιμο θέμα για τους Δημοκρατικούς, ενώ θα προστάτευε το δικαίωμα στην επιλογή που λατρεύεται από τους συντηρητικούς. Ένα σπάνιο win-win στην οικονομική πολιτική.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ