Διατάγματα πανδημίας & νομικές προεκτάσεις για επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου

Της Χρυσάνθης Επιφανίου*

Από τον προηγούμενο Μάρτη διανύουμε μια περίοδο κρίσης σε θέματα υγείας και οικονομίας, ενώ ο τρόπος διαχείρισης της από το κράτος εγείρει πέραν από πολύ σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, νομικά ζητήματα κυρίως στο βαθμό που τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται από την εκτελεστική εξουσία μέσω διαταγμάτων φαίνεται να καταστρατηγούν τον πυρήνα θεμελιωδών ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και ελευθεριών όπως προστατεύονται από το Σύνταγμα ή διεθνείς συμβάσεις οι οποίες είναι ιεραρχικά ανώτερες πηγές δικαίου σε σχέση με τα εν λόγω διατάγματα. Αν και η τελική κρίση για την αντισυνταγματικότητα των μέτρων ή την παράβαση νόμων ανήκει βεβαίως στα δικαστήρια, οφείλουμε ως νομικοί οι οποίοι μελετούμε τα εν λόγω ζητήματα να εκφέρουμε άποψη και να συμβάλλουμε στον διάλογο που εξελίσσεται αυτή την περίοδο.

Το δικηγορικό μας γραφείο προγραμματίζει διαδικτυακό σεμινάριο το οποίο θα διεξαχθεί στις 25 Φεβρουαρίου και στο οποίο θα εξετάσουμε αναλυτικά τις νομικές παραμέτρους των διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί από τον Υπουργό Υγείας στα πλαίσια του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου (Κεφ.260), ενώ θα επικεντρωθούμε ειδικότερα στα περιοριστικά μέτρα που επέβαλαν την προσωρινή αναστολή των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου.

Τα διατάγματα που έχουν εκδοθεί από την εκτελεστική εξουσία και για την περίπτωση που μελετούμε από τον Υπουργό Υγείας, έχουν εκδοθεί μετά από εκχώρηση εξουσιών από το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο διαθέτει την εν λόγω εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση νόμου και συγκεκριμένα του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου (ΚΕΦ.260). Εγείρονται σοβαρά ερωτήματα αναφορικά με το εάν τα εν λόγω διατάγματα εκδίδονται εντός του πλαισίου και με τον τρόπο που καθορίζει η εν λόγω νομοθεσία και συγκεκριμένα εάν όντως μπορούν να εκδίδονται υπό την μορφή διαταγμάτων χωρίς οποιαδήποτε έγκριση από την Βουλή ή θα έπρεπε να εκδίδονται ως Κανονισμοί οι οποίοι οφείλουν να κατατίθενται στην Βουλή για έγκριση. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι τυπικό ζήτημα αλλά ουσιαστικό διότι σκοπεύει να προστατεύσει από αυθαιρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας.  Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχει σημασία ο τρόπος που εκδίδονται τα εν λόγω διατάγματα από την εκτελεστική εξουσία καθότι θα ανέμενε κανείς (με βάση το αίσθημα δικαίου και την κοινή λογική) ότι η εμπλοκή της Βουλής θα ήταν πιο ενεργή από την στιγμή που λαμβάνονται αποφάσεις που περιορίζουν σε τεράστιο βαθμό θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες.

Περαιτέρω εξετάζεται η συνταγματικότητα των εν λόγω μέτρων σε σχέση ειδικότερα με την παράβαση του δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας όπως προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στην παραβίαση της αρχής της ισότητας η οποία ενσωματώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης (Άρθρο 28 του Συντάγματος) και στο δικαίωμα στο επιχειρείν (Άρθρο 25 του Συντάγματος). Το κράτος θα έπρεπε να λάβει όλα τα αναγκαία και ανάλογα μέτρα για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας χωρίς να αναιρεί τον πυρήνα των εν λόγω δικαιωμάτων. Αντί αυτού φαίνεται ότι δεν έχει γίνει η αναγκαία στάθμιση μεταξύ της προστασίας των δικαιωμάτων, της ζημιάς που έχει προκαλέσει και του σκοπού που θέλει να εξυπηρετήσει. Εντοπίζεται, για παράδειγμα, έλλειψη διαφάνειας και επαρκής αιτιολογίας, έλλειψη κοινωνικού διαλόγου, ανισότητα στην μεταχείριση επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται εντός και εκτός εμπορικών κέντρων (για παράδειγμα ενώ ήταν κλειστά τα εμπορικά κέντρα αφέθηκαν ανοιχτά πολυκαταστήματα με διαστάσεις, χρήσεις και επισκεψιμότητα ανάλογες με τα εμπορικά κέντρα) και έλλειψη των αναγκαίων αντισταθμιστικών μέτρων για την διασφάλιση των δικαιωμάτων.

Πέραν της αντισυνταγματικότητας των προνοιών θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και η αστική ευθύνη του κράτους βάσει του γενικού δικαίου των αστικών αδικημάτων όπως είναι η αμέλεια και η παράβαση θεσμοθετημένου καθήκοντος. Λόγω της ευρείας διακριτικής εξουσίας που φαίνεται να έχει το κράτος για την λήψη μέτρων, μεταξύ άλλων, προς παρεμπόδιση της εξάπλωσης της πανδημίας, δεν ελέγχεται η πολιτική του κράτους εν γένει αλλά ο τρόπος εφαρμογής αυτής της πολιτικής κατά πόσον δηλαδή ασκήθηκε αμελώς, κατά παράβαση θεσμοθετημένων καθηκόντων και συνταγματικών κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.

Υπάρχουν λογικά και ισχυρά επιχειρήματα που μας επιτρέπουν να καταλήξουμε ότι η εκτελεστική εξουσία έχει ασκήσει τις εξουσίες της με αμελή τρόπο και κατά παράβαση των συνταγματικών κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όμως σημειώνουμε ότι αυτά τα ζητήματα είναι πρωτοφανή και νομικά σύνθετα τα οποία επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες, ενώ η κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται διαφορετικά.

*Δικηγόρος - Συνεργάτης στην Στέλιος Αμερικάνος & Σία ΔΕΠΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ