Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Αφορμή για το άρθρο αυτό αποτέλεσε η μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας με τίτλο “The Economic Impact of a Settlement in Cyprus through a Gender Lens”, η οποία παρουσιάστηκε από την Ειδική Αντιπρόσωπο του ΓΓ του ΟΗΕ στην Κύπρο Ελίζαμπεθ Σπέχαρ, στο πλαίσιο εκδήλωσης της Αποστολής Καλών Υπηρεσιών του ΟΗΕ.
Ένα από τα κυρίαρχα συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι η επανένωση της Κύπρου, αν συνοδευτεί από υποστηρικτικές πολιτικές, θα επιφέρει πρόσθετο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 0,4% για την ελληνοκυπριακή κοινότητα και 1,8% για την τουρκοκυπριακή κοινότητα, ενώ η υψηλότερη οικονομική μεγέθυνση θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση κατά 7% στα εισοδήματα των Κυπρίων σε μια δεκαετία μετά την επανένωση. Ενώ οι συντάκτες της μελέτης εργάστηκαν στη βάση του συμβατικού μοντέλου της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, δεν είναι ξεκάθαρη η μεθοδολογία που έχει ακολουθηθεί καθώς και το πώς προκύπτουν τα ευρήματά της. Σημειώνεται συναφώς ότι η απουσία αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων στην κατεχόμενη Κύπρο εξακολουθεί να παραμένει ένα σημαντικό ζήτημα.
Η διαχρονική ενασχόλησή μου με το Κυπριακό, περιλαμβανομένων και των οικονομικών πτυχών μιας λύσης, ήταν και παραμένει μια πορεία γνώσης και προβληματισμού. Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της διαχρονικής αυτής εργασίας είναι ότι η κάθε μορφή λύσης έχει τα δικά της ξεχωριστά οικονομικά αποτελέσματα. Υπογραμμίζεται επίσης η σημασία της αξιολόγησης της συμβατότητας των διάφορων συνταγματικών μοντέλων με βασικούς οικονομικούς στόχους. Οι οικονομικές προεκτάσεις της λύσης υπήρξαν αντικείμενο μελετών που διενήργησα παλαιότερα. Δύο από τα σενάρια που εξέτασα ήταν η λύση στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας όπως συζητείται σήμερα και η λύση μιας λειτουργικής διπεριφερειακής δικοινοτικής ομοσπονδίας, αυτό που αποκαλείται διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με το σωστό περιεχόμενο.
Ενώ το κάθε σενάριο αντικρίζεται ξεχωριστά, λαμβάνεται υπ’ όψιν το νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και, κυρίως, η συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Η σχέση μεταξύ συνταγματικών ρυθμίσεων και οικονομικής διάρθρωσης αναπόφευκτα επηρεάζει και τα οικονομικά αποτελέσματα. Αναγνωρίζω ταυτόχρονα ότι για την οικοδόμηση ενός μοντέλου το οποίο θα είναι πολιτικά αποδεκτό αλλά και βιώσιμο, είναι σημαντικό να ληφθούν υπ’ όψιν οι αντιλήψεις των δυο κοινοτήτων για τους εαυτούς τους, την ιστορία και «την άλλη πλευρά».
Το κάθε σενάριο εξετάζεται σε σχέση με τις επιπτώσεις της εφαρμογής του σε μια σειρά σημαντικών ζητημάτων: το περιουσιακό και οι αποζημιώσεις, η διαδικασία λήψης αποφάσεων, η δημοσιονομική και ευρύτερη μακροοικονομική πολιτική και οι προεκτάσεις σε μεταβλητές όπως η απασχόληση και οι τιμές, τοπική αυτοδιοίκηση, το νομικό πλαίσιο, η οικονομική ανάπτυξη, ο ανταγωνισμός, ο τουρισμός, οι τρεις βασικές ελευθερίες, οι έποικοι και η πολιτική για θέματα μετανάστευσης, η αγορά εργασίας και οι κοινωνικές ασφαλίσεις, η εκπαίδευση, η υγεία, η προστασία των καταναλωτών και θέματα περιβάλλοντος.
Ένα μοντέλο διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας στη βάση της φιλοσοφίας του Σχεδίου Ανάν θα οδηγήσει σε προβληματικά αποτελέσματα. Η ενισχυμένη διζωνικότητα και ο ισχυρός δικοινοτισμός δεν θα ενθαρρύνουν τη δημιουργία κοινών στόχων και ενός κοινού οράματος. Η συνταγματική διάρθρωση αυτού του μοντέλου θα οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε οικονομικές και πολιτικές στρεβλώσεις. Επιπρόσθετα, θα δημιουργηθούν και δημοσιονομικά προβλήματα δεδομένης της διάρθρωσης ενός τρικέφαλου κράτους όπως προκύπτει από το μοντέλο, καθώς και εν δυνάμει αντιφατικές δημοσιονομικές πολιτικές. Ούτε μπορεί να αποκλειστεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο συνιστώντων κρατιδίων σε διάφορα επίπεδα. Πάνω απ΄ όλα είναι αμφίβολο κατά πόσον ένα τέτοιο μοντέλο μπορεί να αντέξει τους σκληρούς κανόνες της Ευρωζώνης.
Το μοντέλο της λειτουργικής διπεριφερειακής δικοινοτικής ομοσπονδίας ενθαρρύνει τη συνεργασία των δύο κοινοτήτων και διευκολύνει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Επιπρόσθετα, το μοντέλο αφ’ ενός ενισχύει τις ενοποιητικές προσεγγίσεις και αφ’ ετέρου κατανοεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο κοινοτήτων καθώς και τις ανάγκες τους σε σχέση με τα παραδοσιακά δύσκολα ζητήματα του εδαφικού και του περιουσιακού. Μια τέτοια λύση αποφεύγει τους αποκλεισμούς του κλασικού διζωνικού δικοινοτικού μοντέλου και ενθαρρύνει ένα πλαίσιο κοινών στόχων. Οι Ελληνοκύπριοι φορολογούμενοι θα είναι πιο πρόθυμοι να αποδεχθούν θυσίες εάν υπάρχει ένα όραμα για ένα κοινό μέλλον σε μια πραγματικά ενοποιημένη πατρίδα. Η υλοποίηση αυτού του μοντέλου μπορεί υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει σε θετικές εξελίξεις στην Κύπρο και στην ευρύτερη περιοχή.
Ενώ η λύση που θα δοθεί τελικά θα είναι πολιτική, θα αποτελεί σοβαρή απρονοησία εάν αγνοηθούν τα οικονομικά δεδομένα που θα επηρεάσουν καθοριστικά την επόμενη μέρα. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα είναι επίσης καθοριστικής σημασίας να επιστρατευθεί και η εξελικτική προσέγγιση. Τέλος, στη σημερινή συγκυρία τα ενεργειακά ζητήματα έχουν τη δική τους πολυδιάστατη σημασία.
* Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.