Η διπλωματία της μεταφοράς αγαθών

Η Κίνα που στεγάζει τρεις από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής εμπορευματοκιβωτίων μπορεί να καθορίζει τις τιμές πώλησης τους, αλλά και της μεταφοράς εμπορευμάτων κυρίως προς τις ΗΠΑ

Της Πωλίνας Άνιφτου*

Τα τελευταία δύο χρόνια δεν μας στοιχειώνει οικονομικά και πολιτικά μόνο η πανδημία αλλά και οι αλλαγές που έχουν επέλθει στην γεωγραφία των πηγών ενέργειας, των αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων. Μέσα σε μια διετία χώρες όπως το Καμερούν και η Νιγηρία που μέχρι το 2017 ήταν χώρες παραγωγής αλουμινίου έχουν εξαφανιστεί από την παγκόσμια αγορά λόγω ανταγωνισμού. Παράλληλα η κύρια χώρα παραγωγής πρώτων υλών που στεγάζει τα μεγαλύτερα λιμάνια εξαγωγής στον κόσμο, η Κίνα σταθεροποιείται γκρεμίζοντας μύθους όπως την επικινδυνότητα των επενδύσεων στην Αφρική.

Η ροή της παγκόσμιας οικονομίας δεν ακολουθεί τις παραδοσιακές οδούς: Το πετρέλαιο μπορεί να βρίσκεται πάντα πρωτοπόρο σε περιόδους αποσταθεροποίησης αλλά η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, η ύπαρξη ημιμόνιμου στρατού στο Ιράκ και η ένταξη της Αφρικής ως αγοράς στο χάρτη των πρώτων υλών αλλάζει το ισοζύγιο της ακρίβειας και εξοπλίζει τη δυσπιστία προς τη Δύση.

Η σιωπηλή απειλή των πρώτων υλών

Οι πρώτες ύλες χωρίζονται σε βιομηχανικές και αγροτικές, από τον χαλκό ως το κακάο και τα φρούτα η παγκόσμια αγορά έχει χωρίσει την υδρόγειο στις αναπτυγμένες και στις μη αναπτυγμένες χώρες. Όπου οι αναπτυγμένες χώρες συνήθως παίρνουν πρώτες ύλες από τις δεύτερες ή αυτοσυντηρούνται σε μια αλυσίδα ανακύκλωσης παραγωγού και καταναλωτή σε διαρύθμιση εθνικών αγορών στα δυτικά πλαίσια.

Η Κίνα κυριαρχεί στην παραγωγή πολλών πρώτων υλών με αποτέλεσμα ο Δρόμος του Μεταξιού να μην αφορά μόνο την επέκταση της Κίνας στην Ευρασία και στην Μεσόγειο μέσω της συμφωνίας του Μαρτίου 2021 με το Ιράν. Αφορά πλέον και την επέκταση της Κίνας στην Ευρώπη, στον Ειρηνικό Ωκεανό και στην Αφρική. Ως εκ τούτου, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός μεταξιού (84%), μολύβδου (52%) ενώ οι χώρες της Λατινικής Αμερικής ηγούνται της παραγωγής κόκκων καφέ και αργύρου.

Στον πόλεμο επικράτησης των δύο κόσμων οι χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής έπαιξαν το δικό τους σκάκι στη μακροοικονομία με αποτέλεσμα να χρεώσουν στην διεθνή αγορά την αποτυχία των διεθνών οργανισμών (π.χ. OECD, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) να προβλέψουν την κρίση υποτιμώντας τις μη αναπτυγμένες χώρες. Σύμφωνα με το World Bank’s Commodity Markets Outlook οι τιμές των γεωργικών πρώτων υλών διατήρησαν την ανοδική τους δυναμική που ξεκίνησε το δεύτερο τρίμηνο του 2020, όταν η μακροχρόνια παραμονή στην πανημία δημιούργησε νέες ανάγκες αλλά και νοοτροπίες στον καταναλωτή.

Τα τρόφιμα, τα ηλεκτρονικά και τα είδη πρώτης ανάγκης αυξήθηκαν σε ζήτηση αλλά και σε έλλειψη λόγω υποπαραγωγής πρώτων υλών, ενώ οι βαριές αυτοβιομηχανίες έχασαν πελάτες με συχνές αλλά και υψηλές αγορές. Ο Δείκτης Τιμών Πρώτων Υλών είναι σχεδόν 18% υψηλότερος από ό,τι πριν από ένα χρόνο, οδηγούμενος από τις τιμές του βαμβακιού και του καουτσούκ. Οι τιμές των πρώτων υλών αναμένεται να αυξηθούν κατά μέσο όρο κατά 10% φέτος, σε σύγκριση με το 2020, πριν σταθεροποιηθούν ξανά όπως αναμένεται το 2022.

Οι τιμές του φυσικού καουτσούκ που ανθίζει κατά βάση στα δάση του Αμαζονίου ήταν κατά μέσο όρο 70% υψηλότερες τον Μάιο 2021, όταν πολλές εγκαταστάσεις κατασκευής ελαστικών έκλεισαν λόγω χαμηλής ζήτησης αυτοκινήτων (τα δύο τρίτα του φυσικού καουτσούκ χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ελαστικών). Από την άλλη οι τιμές του βαμβακιού έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο πάνω από 2 $/kg κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων μηνών, αύξηση σχεδόν 35% σε σύγκριση με πέρσι. Η συνολική ισχύς των τιμών αντικατοπτρίζει τις αυξήσεις στην παγκόσμια κατανάλωση όπου οι μη αναπτυγμένες χώρες της Κίνας και της Ινδίας λόγω δημογραφικού καταναλωτισμού καθορίζουν τα παγκόσμια αγαθά σε πρώτες ύλες. Η αύξηση αναμένεται να φτάσει τους 24,8 εκατομμύρια τόνους βαμβάκι την τρέχουσα σεζόν σχεδόν, 9% υψηλότερα από το 2019-20.

Η συνεργασία ΗΠΑ- Αυστραλίας στον Ειρηνικό ανακόπτει την Κίνα

Η συντριπτική πλειοψηφία των πιο μεγάλων λιμανιών του κόσμου βλέπει προς τον Ειρηνικό Ωκεανό και από πλευράς Κίνας (Shanghai, Ningbo-Zhoushan) και από πλευράς ΗΠΑ (Los Angeles). Παρόλο του οτι υπάρχει ειρήνη σε αυτή τη μεριά της υφηλίου ο ανταγωνισμός είναι υψηλός λόγω των στρατιωτικών βάσεων και των επιχειρήσεων.

Οι ΗΠΑ έχουν στρατιωτικές βάσεις εκτός από τη Μέση Ανατολή, στις Φιλιππίνες, στην Αμερικανική Σαμόα, ενώ το Γκουάμ, η Δημοκρατία του Παλάου, τα Νησιά Μάρσιάλ και η Μικρονησία είναι αμερικάνικα εδάφη. Tα νησιά είναι συνδεδεμένα τραπεζικά και οικονομικά με τις ΗΠΑ στα λιμάνια των οποίων οι ΗΠΑ αναμένονται να επενδύσουν σε κατασκευές και ανοικοδόμηση μέχρι το 2025 περίπου $22,922,631,799. Ηδη τον περασμένο Ιούλιο η κυβέρνηση Μπάιντεν επένδυσε $2.4 εκατομύρια στο Γκουάμ ως στήριξη σε περιβαλλοντικές καταστροφές.

Τα λιμάνια των νησιών σχεδιάζονται να αποτελέσουν μαρίνα για τα πλοία του Αμερικάνικου πολεμικού ναυτικού και για διακίνηση εμπορευμάτων. Τα εμπορευματοκιβώτια θα μεταφέρουν προϊόντα αλλά και θα αναπτύξουν τις εμπορικές σχέσεις Αυστραλίας και ΗΠΑ, μετά το σχήμα συνεργασίας των αγγλοσαξονικών χωρών μεταξύ ΗΠΑ- Αυστραλίας- Η.Β. που ανακοινώθηκε πρόσφατα.

Οι ΗΠΑ και η Αυστραλία συνεργάζονται στην διατήρηση του ισοζυγίου στον Ειρηνικό Ωκεανό και την μη εμπλοκή της Κίνας στους θαλάσσιους δρόμους. Ο κίνδυνος των στρατηγικών επιλογών της Κίνας επηρεάζει την εμπορική δυναμική της περιοχής αλλά και παγκοσμίως με τις τιμές των εμπορευματοκιβωτίων αλλά και την μεταφορά πρώτων υλών. Από το 2011 έως το 2017, η Κίνα είναι ο στρατηγικός επενδυτής για το 37% όλων των επίσημων δανείων που παραχωρήθηκαν σε χώρες του Ειρηνικού Ωκεανού.

Η έκθεση που δημοσιεύθηκε το 2011 από το Lowy Institute for International Policy ανέφερε πως τα κρατικά δάνεια και η βοήθεια στην περιοχή του Ειρηνικού είχαν αυξηθεί από  $23 εκατομμύρια το 2005 σε πάνω από  $183 εκατομμύρια το 2009. Ενώ από το 2006 ως το 2011, η Κίνα παρείχε $850 εκατομμύρια σε διμερείς συνεργασίες προς τον Νότιο Ειρηνικό μέσω της κυβερνητικής EXIM Bank που επικεντρώνεται σε επενδύσεις πολιτικών συμφερόντων. Διαρρηγνύοντας  έτσι η Κίνα την σύνδεση της αποικιοκρατίας των ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Ν. Ζηλανδίας και Αυστραλίας σε χώρες όπως τα Cook Islands, Vanuatu και τους Κινέζους επενδυτές να πολιτογραφούνται στα μικρά νησιώτικα συμπλέγματα και να αποτελούν αρωγούς της Κινέζικης διπλωματίας.

 Ο Νότιος Ειρηνικός Ωκεανός δε που ωκεανογραφικά είναι πολύ πιο φιλικός στις γραμμές των εμπορικών πλοίων και δεν έχει πολλά νησιά, αποτελεί πηγή αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις χώρες που επιδιώκουν την εύκολη μεταφορά εμπορευμάτων.

Για τις ΗΠΑ προς την Ασία και για την Κίνα στη Λατινική Αμερική που πια μετά την ένταξη αυτό τον μήνα του Ιράν στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organisation), αναζητά την μετατόπιση του γεωπολιτικού ενδιαφέροντος του Οργανισμού από την Ευρασία, στην Αφρική και στην Νότια Αμερική, όπου η Κίνα ιδεολογικά και πολιτικά έχει ανοικτές συνεργασίες με Βενεζουέλα, Κούβα, Αργεντινή, Βολιβία.

Η αύξηση της τιμής των εμπορευματοκιβωτίων και ο γρίφος του Αφγανιστάν

Οι τιμές των εμπορευματοκιβωτίων μεταφοράς έχουν υπερδιπλασιαστεί τον τελευταίο χρόνο, και οι τιμές μεταφοράς  τους αυξήθηκαν κατά 351% φέτος, σύμφωνα με την Drewry maritime consultancy. Οι δε κατασκευαστές εμπορευματοκιβωτίων σπεύδουν να καλύψουν τη ζήτηση που υπάρχει παρόλες τις αυξήσεις και προειδοποιούν για μείωση της προσφοράς μόλις τελειώσει η πανδημία ειδικά σε χώρες της Ευρώπης.

Η τιμή ανά εμπορευματοκιβώτιο μεταφοράς ανάμεσα σε Κίνα και ΗΠΑ που είναι μια από τις πιο συχνές διαδρομές εμπορευμάτων στον κόσμο έχει αυξηθεί πάνω από 500% μέσα σε ένα χρόνο και κοστίζει σχεδόν $20.804, σύμφωνα με την Freightos, σε σύγκριση με $11.000 που ήταν στις 27 Ιουλίου 2021. Το κόστος μεταφοράς από την Κίνα στη δυτική ακτή των ΗΠΑ είναι περίπου $20.000, ενώ η τελευταία τιμή μεταφοράς Κίνας-Ευρώπης είναι σχεδόν $14.000.

Η Κίνα που στεγάζει τρεις (China International Marine Containers, Dong Fang International Containers και  CXIC Group) από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής εμπορευματοκιβωτίων μπορεί να καθορίζει τις τιμές πώλησης τους, αλλά και της μεταφοράς εμπορευμάτων κυρίως προς τις ΗΠΑ. Παρόλες τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στην διώρυγα του Σουέζ άφησε ανοικτό το δρόμο επικοινωνίας με την Ευρώπη. Η Κίνα παρέχει διευκολύνσεις και διεκδικεί την Ευρώπη γεωπολιτικά ένεκα και της Συμφωνίας με το Ιράν για τα 25 χρόνια συνεργασίας και την έξοδο Κινέζικων προϊόντων από το λιμάνι της Βηρυτού.

Ένας από τους λόγους όμως που η Κίνα βέβαια άφησε τις τιμές να αυξηθούν κατακόρυφα είναι και το ζήτημα του Δρόμου του Μεταξιού. Η συμφωνία με το Ιράν οδηγεί σε μια αναγεννημένη κοινή αγορά στην Ευρασία, όπου οι εθνικές οικονομίες των χωρών της Ευρασίας θα συμμετέχουν σε ένα κοινό οργανισμό, με κοινή εμπορική πολιτική. Η παρουσία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν εμποδίζει την συμφωνία Κίνας- Ιράν στο προσεχές μέλλον. Η παρουσία 300.000 Αμερικανών στρατιωτών στο Αφγανιστάν κόστισε  $3 τρισεκατομμύρια στις ΗΠΑ.

Στο αεροδρόμιο της Kandahar, στο Νότιο Αφγανιστάν και της πόλης που γέννησε τους Ταλιμπάν βρίσκεται ένα από τα πολλά κέντρα εφοδιασμού γεμάτο με κινητές κουζίνες, μπουλντόζες, φορτηγά μεταφοράς και χιλιάδες εμπορευματοκιβώτια με ραδιόφωνα, ελαστικά, ρούχα και τρόφιμα. Ο στρατός χρειαζόταν 150- 200 θαλάσσια εμπορευματοκιβώτια κάθε μέρα για να διατηρηθεί με βάση τις ανάγκες του, που τα διακινούσαν 6,000 φορτηγά από τις θαλάσσιες αποστολές της αμερικάνικης βάσης στο Κατάρ στο λιμάνι του Καράτσι στο Πακιστάν και από εκεί σε όλες τις πόλεις στο Αφγανιστάν.

Η Διοίκηση Συντήρησης των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν έχει προμηθεύσει 47 εκατομμύρια γεύματα σε αμερικανικά στρατεύματα στο Αφγανιστάν τους τελευταίους έξι μήνες με κόστος $900 εκατομμύρια. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η Διοίκηση επεξεργάστηκε 15 εκατομμύρια τόνους πυρομαχικών, 21 εκατομμύρια τόνων ταχυδρομικού υλικού και διένειμε 237 εκατομμύρια γαλόνια καυσίμων. Ταυτόχρονα, τα στρατεύματα της Διοίκησης προμηθεύτηκαν και παρέδωσαν πάνω από 2 εκατομμύρια γαλόνια εμφιαλωμένου νερού. Όλα τα παραπάνω έφτασαν στο Αφγανιστάν από λιμάνια της περιοχής που δεν ήταν Κινέζικα. Δηλαδή η μεγαλύτερη έκρηξη μεταφοράς πρώτων υλών, τροφίμων και αγαθών από το 2001 μέχρι σήμερα στην περιοχή γινόταν εις βάρος της μεγαλύτερης αναδυόμενης αγοράς παγκοσμίως, της Κινέζικης.

Η αποχώρηση από το 2020 των στρατευμάτων των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, μείωσε τις μεταφορές εμπορευμάτων προς το Αφγανιστάν, έτσι το λιμάνι του Πακιστάν, το λιμάνι της Σιγκαπούρης και τα Ινδικά λιμάνια δεν μπορούσαν να προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες σε μικρότερες ποσότητες προς εξυπηρέτηση των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, τα λιμάνια της Κίνας ήταν τα μόνα που μπορούσαν οι διάφοροι στόλοι να προσεγγίσουν να αφήσουν ή να πάρουν εμπόρευμα και να αγοράσουν εμπορευματοκιβώτια. Έτσι η Κίνα επωφελήθηκε από τις μεταφορές προς τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα ότι εμπορευματοκιβώτια χρειάζεται ο Αμερικάνικος στρατός κατά την αποχώρηση να τα αγοράσει σε αυξημένες τιμές προς όφελος των Κινέζικων εταιρειών της περιοχής. Η αποχώρηση από την Ασία περίπου 500.000 στρατιωτών και μεταφοράς εξοπλισμού γίνεται με εμπορευματοκιβώτια Κινέζικων συμφερόντων ανεβάζοντας παγκοσμίως το κόστος τους.

Εκμεταλλευόμενη η Κίνα την ανάγκη της συχνότητας των θαλάσσιων μεταφορών προς τις ΗΠΑ, υπερδιπλασίασε το κόστος των μεταφορών. Έτσι η έξοδος των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, η μη ύπαρξη εμπορευματοκιβωτίων σε τόσες ποσότητες για την αιφνίδια αποχώρηση των Αμερικανών, η αύξηση της κινητικότητας θαλάσσια προς τις ΗΠΑ, επέφερε το μεγαλύτερο κέρδος στην Κίνα που όρισε μονομερώς τις τιμές των εμπορευματοκιβωτίων και των μεταφορών κυρίως προς τις ΗΠΑ εκμεταλλευόμενη την ανάγκη των Αμερικάνων που δεν μπορούσαν να στηρίξουν την πολιτική απόφαση τους οικονομικά και τεχνοκρατικά.

*Αναλύτριας Εξωτερικής πολιτικής και επενδύσεων ΜΕΝΑ/ Κεντρικής Ασίας/Ιράν

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ