Η Κίνα είναι ο πρώτος προορισμός του Βλαντίμιρ Πούτιν στο εξωτερικό μετά τις εκλογές του Μαρτίου που του χάρισαν μία πέμπτη προεδρική θητεία. Έχει πολλά και σημαντικά να συζητήσει, αλλά λίγα να δει. Έχει επισκεφτεί τη χώρα 19 φορές τη χώρα από το 2000, όταν ανήλθε για πρώτη φορά στην εξουσία της Ρωσίας. Η συνάντησή του με τον Σι Τζινπίνγκ είναι μάλιστα η 43η, αφού οι δύο ηγέτες έχουν επανειλημμένα συναντηθεί στη Ρωσία, αλλά και στο περιθώριο αρκετών περιφερειακών και διεθνών φόρουμ.
Η Ρωσία φαίνεται να έχει μεγαλύτερη ανάγκη την Κίνα από ό,τι το αντίστροφο. Αλλά και για το Πεκίνο η Μόσχα αναδεικνύεται σε ολοένα και πιο σημαντικό εταίρο, έναν σύμμαχο στην προσπάθειά της να περιορίσει την αμερικανική ισχύ και επιρροή. Οι οικονομικοί δεσμοί έχουν ενισχυθεί αισθητά, ενώ υπάρχουν ενδείξεις εμβάθυνσης και των στρατιωτικών δεσμών.
Μία σχέση… «αγάπης δίχως όρια»
Ο Πούτιν ήταν στο Πεκίνο και τον Φεβρουάριο του 2022, λίγο πριν δώσει εντολή για την εισβολή στην Ουκρανία. Οι δύο ηγέτες εξέδωσαν τότε κοινή δήλωση με την οποία δήλωναν αποφασισμένοι να αντισταθούν στις «προσπάθειες εξωτερικών δυνάμεων» ( εννοούσαν πρωτίστως την Αμερική) να «υπονομεύσουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα στις κοινές τους γειτονικές περιοχές». Όταν μάλιστα έφτασαν να περιγράψουν τη σχέση τους, διεκήρυξαν ότι «δεν έχει όρια», ότι δεν υπάρχουν «απαγορευμένοι» τομείς συνεργασίας».
Το αν αυτό ήταν μία φραστική υπερβολή ή όντως δεν υπάρχουν όρια στην υποστήριξη της Ρωσίας από την Κίνα είναι τώρα αντικείμενο εντατικής εξέτασης από τη Δύση, σχολιάζει ο Economist. Σε πολλούς τομείς η φιλία των δύο χωρών έχει κλιμακωθεί σε νέα ύψη. Οι κινεζικές εταιρείες φαίνεται να παρέχουν κρίσιμη υποστήριξη στην αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας. Το αναπτυσσόμενο εμπόριο της Κίνας, καθώς και της Ινδίας με τη Ρωσία ήταν σωτήριο για τον κ. Πούτιν σε μία περίοδο κατά την οποία ΗΠΑ και Ε.Ε. ανανεώνουν και επεκτείνουν συνεχώς τις κυρώσεις τους.
Οι ρωσικές και οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις επίσης πραγματοποιούν κοινές ασκήσεις όλο και πιο συχνά. Λίγο πριν από το ταξίδι του Σι στη Μόσχα πέρυσι, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, είχε πει ότι η εικόνα των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων είναι γελοία. Κατά τη διάρκεια εκείνης της επίσκεψης, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, είχε σχολιάσει επίσης ότι είναι ένας «ευκαιριακός γάμος» και όχι «πραγματική αγάπη». Τα σημερινά δεδομένα διαψεύδουν εκείνες τις απαξιωτικές παρατηρήσεις, σημειώνει ο Economist.
Η πολεμική μηχανή της Ρωσίας στηρίζεται στα made in China υλικά
Κατά τη διάρκεια ξεχωριστών επισκέψεων στην Κίνα τον Απρίλιο, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, και ο υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, είχαν εκφράσει παράπονα, τονίζοντας ότι η Κίνα ήταν ο «κορυφαίος προμηθευτής» μηχανημάτων, μικροηλεκτρονικών, νιτροκυτταρίνης (κρίσιμο συστατικό στις οβίδες πυροβολικού) και άλλων αγαθών και υλών που θεωρούνται από την Αμερική «διπλής χρήσης» – δηλαδή έχουν πολιτικές και στρατιωτικές εφαρμογές. Η Δύση εκτιμά ότι η Ρωσία θα δυσκολευόταν να συνεχίσει την πολεμική επιχείρηση στην Ουκρανία χωρίς τις εισαγωγές αυτές από την Κίνα. Η κινεζική τεχνολογία επέτρεψε πέρυσι στη Ρωσία να παράξει όπλα και πυρομαχικά, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων και τανκς, με τον ταχύτερο ρυθμό από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη σύγχρονη ιστορία της, συμπεριλαμβανομένου του Ψυχρού Πολέμου».
Το 2022 οι εισαγωγές κινεζικών εργαλειομηχανών (χρησιμοποιούνται για την κατασκευή εξαρτημάτων και σε οπλικά συστήματα) στη Ρωσία αυξήθηκαν κατά σχεδόν 120% στα 362 εκατομμύρια δολάρια. Το 2023 αυξήθηκαν ξανά κατά σχεδόν 170%. Το μερίδιο της Κίνας σε αυτές τις ρωσικές εισαγωγές αυξήθηκε από λιγότερο από 30% πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία σε περίπου 60% το 2022 και 88% το 2023. Σε μία περίοδο διεθνών κυρώσεων, οι εισαγωγές αυτές θεωρούνται σημαντικό «δώρο» για τη Ρωσία. Από την άλλη είναι ένα δώρο που δίνει με χαρά η Κίνα, αφού ενισχύει τη ρωσική εξάρτηση από το Πεκίνο και δένει ακόμη περισσότερο μία σχέση, που αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά ευκαιριακή.
Πηγή: naftemporiki.gr
Διαβάστε επίσης: Chevron: Αποχωρεί από τα κοιτάσματα πετρελαίου της Βόρειας Θάλασσας μετά από 55 χρόνια