Εν μέσω παγκόσμιας αβεβαιότητας και εντάσεων, είναι μια καλή εποχή για τους Έλληνες πλοιοκτήτες, γράφει το Bloomberg εν όψει των Ποσειδωνίων. Εν μέρει λόγω των γεωπολιτικών συγκρούσεων, ο κλάδος βιώνει μια άνθηση, αν και το μέλλον του επισκιάζεται από τα ερωτήματα για το είδος των πλοίων που θα έπρεπε να αγοράζουν οι εφοπλιστές.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, τα ελληνόκτητα πλοία μεταφέρουν τα πάντα, από το αργό πετρέλαιο και τα καύσιμα που παράγονται από αυτό, έως φυσικό αέριο για σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, τελικά προϊόντα, άνθρακα και σιδηρομεταλλεύματα που κινούν την παγκόσμια οικονομία. Οι ελληνικές εταιρείες αναμετρώνται στήθος με στήθος με τις κινεζικές για την πρώτη θέση.
Και σε όλες τις επιμέρους αγορές, τα κέρδη είναι καλά. Οι ναύλοι για τα τάνκερ πετρελαίου έχουν αυξηθεί αφότου η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αύξησε τις αποστάσεις των ταξιδιών που πρέπει να κάνουν τα πλοία. Στην Ερυθρά Θάλασσα, οι επιθέσεις των Χούθι σε εμπορικά πλοία, ως απάντηση στον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα, αναγκάζουν την μεγάλη πλειοψηφία των container ships να αποφεύγουν την Διώρυγα του Σουέζ, κάτι που επίσης αυξάνει τις αποστάσεις και τα κέρδη. Και τα γιγαντιαία πλοία που μεταφέρουν άνθρακα και σιδηρομεταλλεύματα είχαν την καλύτερη εκκίνηση χρονιάς από το 2015 τουλάχιστον.
«Μας οδηγούν περισσότερο τα εμπορικά συμφέροντα παρά η πολιτική», λέει στο Bloomberg ο Τεντ Πετρόπουλος, ιδρυτής της Petrofin Research. «Ένας από τους λόγους για τους οποίους έχουμε επιβιώσει αυτούς τους αιώνες είναι ότι έχουμε υπάρξει πολύ ευέλικτοι και ευφυείς και μπορούμε να προσαρμοζόμαστε στις συνθήκες που αλλάζουν».
Όπως σημειώνει το Bloomberg, οι Έλληνες πλοιοκτήτες δέχονται και κριτική, καθώς Ουκρανοί αξιωματούχοι υπογραμμίζουν τον ρόλο τους στη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων ρωσικού πετρελαίου. Από την πλευρά τους, οι εφοπλιστές επισημαίνουν ότι κάνουν αυτό ακριβώς που ζητά η αμερικανική κυβέρνηση: Ακολουθούν τους κανόνες που έχει θέσει το G7 για να κρατά τις ροές του πετρελαίου.
Την τελευταία δεκαετία, η ναυτιλία έχει συνεισφέρει 148 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία και πέρυσι η συνεισφορά της στο ΑΕΠ έφτασε το 8%.
Η συνολική αγοραία αξία του ελληνικού στόλου υπολογίζεται σχεδόν στα 180 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την Clarkson Research Services.
Όμως, πέραν των γεωπολιτικών εντάσεων, οι πλοιοκτήτες σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν και άλλες προκλήσεις, κάτι που θα αποτελέσει βασικό θέμα συζήτησης στα Ποσειδώνια.
Παραδοσιακά, όταν τα κέρδη αυξάνονται, υπάρχει ένα κύμα από παραγγελίες για νέα πλοία, κάτι που τελικά αυξάνει την χωρητικότητα και ρίχνει τα ναύλα. Πρόκειται για τον τυπικό κύκλο boom-and-bust της αγοράς. Αλλά αυτή τη φορά, σημειώνει το Bloomberg, οι νέες παραγγελίες των εφοπλιστών είναι σχετικά υποτονικές, ενδεχομένως καθυστερώντας την πτώση.
Η ενεργειακή μετάβαση προκαλεί αβεβαιότητα ως προς το ποια καύσιμα θα κυριαρχούν στο μέλλον, καθώς οι αρχές πιέζουν για την απανθρακοποίηση του κλάδου έως το 2050, κάτι που θεωρητικά θα καταστήσει παρωχημένα τα πλοία που κινούνται με υδρογονάνθρακες.
Παρόλα αυτά, πάνω από τα μισά νέα πλοία που έχουν παραγγελθεί φέτος κινούνται με υδρογονάνθρακες. Και αυτό μαρτυρά το πώς βλέπουν το μέλλον οι εφοπλιστές.
Παρότι υπάρχουν αρκετά εναλλακτικά καύσιμα, παραμένει αβέβαιο ποιο είδος θα κυριαρχήσει. Θα χρειαστεί να φτιαχτούν ολόκληρες εφοδιαστικές αλυσίδες και συστήματα υποδομών για τα νέα αυτά καύσιμα.
«Το καλύτερο εναλλακτικό καύσιμο παραμένει ένα ζήτημα συζήτησης. Το να μπορείς να κάνεις αντιστάθμιση κινδύνου είναι μια ακριβή επιλογή, για την οποία πολλοί δεν έχουν την πολυτέλεια», λέει στο Bloomberg ο Γιώργος Μαχαίρας, επικεφαλής ναυτιλίας στην δικηγορική εταιρεία Watson Farley & Williams.
Όμως, σε μία αγορά όπου πολλοί μικροί παίκτες τείνουν να ακολουθούν τους μεγάλους, αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο.
Με τη ναυπήγηση νέων πλοίων να είναι ακριβή και τις τράπεζες πιο απρόθυμες να δανείσουν, κάποιοι ιδιοκτήτες αγοράζουν μεταχειρισμένα πλοία για να επωφεληθούν από την άνοδο της αγοράς.
Καθώς ο στόλος αυξάνεται με πιο αργούς ρυθμούς, η άνθηση της αγοράς μπορεί να διαρκέσει περισσότερο, καταλήγει το Bloomberg.
Πηγή: moneyreview.gr
Διαβάστε επίσης: Κίνα: Συνεχίζεται η αύξηση του κόστους εξαγωγής εμπορευματοκιβωτίων