Τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της Κύπρου σε ξένο και εγχώριο νόμισμα, στο BBB (υψηλό), επιβεβαίωσε η DBRS Ratings GmbH (Morningstar DBRS), αλλάζοντας την τάση από σταθερή σε θετική. Την ίδια ώρα ο οίκος αξιολόγηση επιβεβαίωσε τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στο R-1 (χαμηλό), με την τάση σε όλες τις βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις να παραμένει σταθερή.
Όπως επισημαίνει η Morningstar DBRS η θετική τάση αντικαταπτρίζει την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι μετρήσεις του δημόσιου χρέους είναι πιθανό να συνεχίσουν να βελτιώνονται. «Το ποσοστό του χρέους της γενικής κυβέρνησης ως προς το ΑΕΠ μειώθηκε από 99,3% το 2021 σε 77,4% το 2023. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι μελλοντικά το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί περαιτέρω στο 65,4% του ΑΕΠ το 2025, λόγω ισχυρής οικονομικής ανάπτυξη και δημοσιονομικών πλεονασμάτων», αναφέρει.
Επιπρόσθετα, σημειώνει πως η οικονομική ανάπτυξη είναι πιθανό να συνεχίσει να επωφελείται από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, τις αυξανόμενες εξαγωγές υπηρεσιών και τις ισχυρές κατασκευαστικές επενδύσεις τα επόμενα χρόνια, υποδεικνύοντας ακόμη, ότι με βάση τις προβλέψεις της ΕΕ το πραγματικό ΑΕΠ στην Κύπρο θα αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 2,9% το 2024 και το 2025, σε σύγκριση με ρυθμό ανάπτυξης 1,1% για τη ζώνη του ευρώ.
Οι λόγοι πίσω από τα συν και τα πλην
Αναφερόμενος στους λόγους που οδήγησαν στις αξιολογήσεις BBB (υψηλές) της Κύπρου, ο οίκος αναφέρει εστιάζει στο σταθερό πολιτικό περιβάλλον, τις υγιείς δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια και τη μέτρια επιβάρυνση από επιτόκια. Παράλληλα, διαπιστώνει πως αν και οι δείκτες διακυβέρνησης έχουν αποδυναμωθεί τα τελευταία χρόνια, η Morningstar DBRS συνεχίζει να θεωρεί την ένταξη της χώρας στην ΕΕ ως σημαντική βάση για τη θεσμική ποιότητα.
«Από την άλλη πλευρά, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Κύπρου συνεχίζουν να περιορίζονται από το μικρό μέγεθος της οικονομίας της που βασίζεται στις υπηρεσίες, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς. Η Κύπρος αντιμετωπίζει επίσης σημαντικές προκλήσεις λόγω του κληροδοτημένου αποθέματος ΜΕΔ στον τραπεζικό τομέα και του συγκριτικά χαμηλού ακόμη επιπέδου παραγωγικότητας της εργασίας», αναφέρεται.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας θα μπορούσαν, σύμφωνα με τον οίκο να αναβαθμιστούν εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω:
(1) διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και διαρκής ισχυρή δημοσιονομική απόδοση που οδηγεί σε σημαντική μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους.
(2) στοιχεία αυξημένης οικονομικής ανθεκτικότητας και αύξησης των επιπέδων παραγωγικότητας της εργασίας.
Η θετική τάση εκτιμάται ότι θα μπορούσε να επανέλθει σε σταθερή εάν η πτωτική πορεία του δείκτη δημόσιου χρέους είναι λιγότερο ανθεκτική από ό,τι αναμενόταν.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν, εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω:
(1) σημαντική επιδείνωση της τροχιάς του δημόσιου χρέους, πιθανώς λόγω παρατεταμένης περιόδου ασθενούς ανάπτυξης ή αυξανόμενων δημοσιονομικών πιέσεων.
(2) πραγματοποίηση μεγάλων ενδεχόμενων υποχρεώσεων, ιδίως από τον μεγάλο εγχώριο τραπεζικό τομέα.
Αυξάνονται τα έσοδα, πρόκληση οι δαπάνες
Ο οίκος περιγράφει ακόμη πως οι ευνοϊκές εξελίξεις στην ανάπτυξη και την απασχόληση αναμένεται να ενισχύσουν τα φορολογικά έσοδα και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, σημειώνοντας πως η ισχυρή αύξηση των εσόδων υπήρξε βασικός μοχλός των δημοσιονομικών πλεονασμάτων τα τελευταία χρόνια. «Κατά τους πρώτους επτά μήνες του 2024, τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 14,2% σε ετήσια βάση, λόγω των υψηλότερων φόρων εισοδήματος και των κοινωνικών εισφορών που ξεπέρασαν σαφώς την αύξηση των δημοσίων δαπανών κατά 9,4%», τονίζει.
«Η Morningstar DBRS θεωρεί ότι οι κρατικοί λογαριασμοί είναι πιθανό να συνεχίσουν να επωφελούνται από την ισχυρή, αν και επιβραδυνόμενη, αύξηση των εσόδων, η οποία θα αντισταθμίσει τις μέτριες πιέσεις δαπανών που προκύπτουν από την αύξηση των δημοσίων μισθών, τις δαπάνες που σχετίζονται με τη γήρανση και την ανάπτυξη του ενυπόθηκου δανείου σε ενοικίαση σχέδιο», προστίθεται.
Παράλληλα, εστιάζει στο κυβερνητικό πρόγραμμα σταθερότητας, λέγοντας πως από τον Απρίλιο του 2024, προβλέπει πλεόνασμα προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης στο 2,9% του ΑΕΠ το 2024 και στο 2,8% το 2025.
Ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξη - Εκτεθειμένη όμως σε κινδύνους η οικονομία
Όπως σημειώνεται, η κυπριακή οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με συγκριτικά ισχυρούς ρυθμούς τους τελευταίους μήνες με τον οίκο να εκτιμά ότι οι οικονομικές προοπτικές παραμένουν ευνοϊκές. «Η ιδιωτική κατανάλωση είναι πιθανό να επωφεληθεί από την περαιτέρω, αν και επιβραδυνόμενη, αύξηση των πραγματικών μισθών και τη συνεχιζόμενη αύξηση των επιπέδων απασχόλησης», επεξηγείται.
Επιπλέον, προστίθεται, η επενδυτική δραστηριότητα προβλέπεται να υποστηριχθεί από πολλά μεγάλα επενδυτικά έργα, ιδίως στους τομείς του τουρισμού και των οικιστικών ακινήτων και αυξανόμενες εισροές κεφαλαίων της ΕΕ Επόμενης Γενιάς.
Τον Ιούνιο του 2024, σημειώνεται, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) προέβλεψε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3,0% το 2024 και κατά 3,1% το 2025 σε ετήσια βάση. Σε ότι αφορά το 2024, η Morningstar DBRS σημειώνει ότι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης είναι πιθανό να είναι υψηλότερος από τον προβλεπόμενο τον Ιούνιο, δεδομένης της ισχυρής δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Παράλληαλ, όπως σημειώνεται, οι προοπτικές ανάπτυξης είναι εκτεθειμένες σε σημαντικούς καθοδικούς κινδύνους, όπως η κλιμάκωση της στρατιωτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία και η παρατεταμένη διακοπή του εμπορίου στην Ερυθρά Θάλασσα.
«Γενικά, οι αξιολογήσεις της Κύπρου εξακολουθούν να περιορίζονται από το μικρό μέγεθος της οικονομίας της που βασίζεται στις υπηρεσίες, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς».
«Ακτινογραφώντας» τους κλάδους
Οι σημαντικότεροι κλάδοι, όπως υποδεικνύεται είναι το εμπόριο, ο τουρισμός, οι χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές υπηρεσίες και τα ακίνητα.
Επιπλέον, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στον τομέα των ΤΠΕ έχει αυξηθεί απότομα από το 2016, καθώς αρκετές ξένες εταιρείες ΤΠΕ μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στην Κύπρο, κυρίως ως αποτέλεσμα διαφορετικών μέτρων πολιτικής (π.χ. φορολογικά κίνητρα).
Ενώ, το μερίδιο του τομέα ΤΠΕ στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σχεδόν διπλασιάστηκε από 4,8% σε 9,4% μεταξύ 2015 και 2023, η αύξηση της απασχόλησης στον τομέα των ΤΠΕ ήταν λιγότερο έντονη, αντιπροσωπεύοντας το 3,6% της συνολικής εγχώριας απασχόλησης 2023, από μερίδιο 2,7% το 2015, επισημαίνεται.
«Τα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας στην οικονομία παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, παρά την έντονη δυναμική οικονομικής ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, η οποία μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στον σημαντικό ρόλο των βιομηχανιών έντασης εργασίας όπως ο τουρισμός», αναφέρεται.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το επίπεδο του ονομαστικού ΑΕΠ ανά απασχολούμενο στην Κύπρο ανήλθε στο 89,2% του μέσου όρου της ΕΕ των 27 το 2023.
Ευνοϊκές οι εξελίξεις στα δημοσιονομικά
Οι δημοσιονομικές εξελίξεις αναμένεται να παραμείνουν ευνοϊκές τα επόμενα χρόνια λόγω της ισχυρής αύξησης των εσόδων, σύμφωνα με τον οίκο, ο οποίος σημειώνει ότι οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Κύπρου συνεχίζουν να είναι πολύ ισχυρές.
Επιπλέον σημειώνεται ότι τα έσοδα από την κοινωνική ασφάλιση αυξήθηκαν με την άνοδο του ποσοστού εισφορών από τον Ιανουάριο του 2024 και μετά. «Η μεγάλη αύξηση των εσόδων υπεραντιστάθμισε την άνοδο των ονομαστικών δαπανών κατά 9,4%».
«Η τελευταία αυτή αύξηση», εξηγεί ο DBRS, «προήλθε κυρίως από τη μερική τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών του δημοσίου και των συντάξεων στον πληθωρισμό, το προηγούμενο έτος και την αύξηση των δαπανών του ΓΕΣΥ».
Σε ετήσια βάση, η αναθεώρηση του προγράμματος σταθερότητας της κυβέρνησης από τον Απρίλιο του 2024, προβλέπει πλεόνασμα του προϋπολογισμού γενικής κυβέρνησης στο 2,9% του ΑΕΠ το 2024 και στο 2,8% το 2025.
«Λόγω των ευνοϊκών δημοσιονομικών εξελίξεων τους τελευταίους μήνες, η Morningstar DBRS αναμένει από την κυβέρνηση να σημειώσει μεγαλύτερο δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2024 από αυτό που προβλέπεται στο πρόγραμμα σταθερότητας», σημειώνεται.
Προστίθεται ότι τα επόμενα χρόνια, οι κυβερνητικοί λογαριασμοί είναι πιθανό να συνεχίσουν να επωφελούνται από την ισχυρή, αν και επιβραδυνόμενη, αύξηση των εσόδων, δεδομένων των ευνοϊκών οικονομικών προοπτικών.
«Αυτό, με τη σειρά του, είναι πιθανό να βοηθήσει την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις μέτριες δημοσιονομικές πιέσεις που προκύπτουν από την αύξηση των δαπανών που σχετίζονται με τη γήρανση, τα ελλείμματα του Κρατικού Οργανισμού Υγείας, την ανάπτυξη του σχεδίου Ενοίκιο- Έναντι-Δόσης και τις νομικές διαφορές που προκύπτουν από την κατασκευή του νέου τερματικού σταθμού LNG».
Παρόμοια με άλλες χώρες, όπως αναφέρεται, οι μακροπρόθεσμες ανάγκες δαπανών για την προσαρμογή και τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής είναι πιθανό να αποβούν σημαντικές.
Ταυτόχρονα, σημειώνεται ότι «γενικά, οι πιθανές μελλοντικές αλλαγές στη διεθνή φορολογία των επιχειρήσεων αποτελούν παράγοντα κινδύνου για τα δημόσια οικονομικά, δεδομένου του σχετικά υψηλού μεριδίου δημοσιονομικών εσόδων της Κύπρου που προέρχονται από αυτή την πηγή».
Τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος επιχειρήσεων, επισημαίνεται, ανήλθαν στο 6,6% του ΑΕΠ το 2022 σε σύγκριση με μέσο όρο 3,4% για τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Μειώνεται το δημόσιο χρέος
Σε σχέση με το χρέος της γενικής κυβέρνησης ο οίκος σημειώνει ότι οι μετρήσεις βελτιώθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε στο 77,4% το 2023 από 99,3% το 2021 λόγω των μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων και της υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
«Όσον αφορά το μέλλον, τα συνεχιζόμενα δημοσιονομικά πλεονάσματα και η ευνοϊκή δυναμική του χρέους αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω αισθητή μείωση του δείκτη χρέους».
Το πρόγραμμα σταθερότητας του Απριλίου 2024 προβλέπει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί στο 65,5% του ΑΕΠ το 2025.
«Η προβλεπόμενη μείωση του ανεξόφλητου χρέους συμβάλλει στην αντιστάθμιση της επίδρασης των υψηλότερων επιτοκίων στις δαπάνες της κυβέρνησης για τόκους».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει μέτρια μείωση των δαπανών για τόκους της γενικής κυβέρνησης στο 1,3% του ΑΕΠ το 2025 από 1,5% το 2023.
Όσον αφορά την επιβάρυνση των τόκων, η κυβέρνηση, όπως σημειώνεται, συνεχίζει να επωφελείται από το ευνοϊκό επιτόκιο του δανείου του ESM που είχε χορηγηθεί στην Κύπρο το 2013 και αντιπροσώπευε το 27% του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης στο τέλος του 2023.
Μεγάλο το ενδοκυβερνητικό χρέος
Η Morningstar DBRS σημειώνει ότι το ανεξόφλητο ενδοκυβερνητικό χρέος, το οποίο ακυρώνεται στους υπολογισμούς του χρέους της γενικής κυβέρνησης, είναι μεγάλο.
Στο τέλος του 2023, η κεντρική κυβέρνηση όφειλε χρέος στο εγχώριο ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων ύψους 36% του ΑΕΠ, καθώς μεγάλα πλεονάσματα κοινωνικής ασφάλισης έχουν χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της κεντρικής κυβέρνησης στο παρελθόν.
Ενώ η χρήση αυτών των αποθεμάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι μια φθηνή και σταθερή πηγή χρηματοδότησης, τονίζεται ότι εγκυμονεί επίσης καθοδικούς κινδύνους για τα οικονομικά της κεντρικής κυβέρνησης σε περίπτωση που τα διατηρούμενα ελλείμματα στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα χρειαστεί να καλυφθούν από δημοσιονομικές μεταφορές.
Πλεονάσματα που κρατούν τις ισορροπίες
Ο οίκος αξιολόγησης ωστόσο, εκτιμά ότι η υλοποίηση αυτών των καθοδικών κινδύνων φαίνεται απίθανη τα επόμενα χρόνια, καθώς το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προβλέπεται να συνεχίσει να καταγράφει πλεονάσματα λόγω της σταθερής αύξησης της απασχόλησης και της πρόσφατης αύξησης των ποσοστών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Σημειώνει ότι οι πιθανοί βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι χρηματοδότησης μετριάζονται από το μεγάλο ταμειακό απόθεμα της κεντρικής κυβέρνησης που ανήλθε στο 10,7% του ΑΕΠ τον Ιούλιο του 2024.
Επισημαίνει ότι οι κύριοι κίνδυνοι για τα δημόσια οικονομικά προέρχονται από ένα πιθανό οικονομικό σοκ ή από την υλοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων στον μεγάλο εγχώριο τραπεζικό τομέα του οποίου το σύνολο του ενεργητικού ανήλθε στο 251% του ΑΕΠ τον Ιούνιο του 2024.
Μειώθηκαν σημαντικά οι κίνδυνοι για τις τράπεζες - Αγκάθι παραμένουν τα ΜΕΔ
Σε ότι αφορά τους κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, ο οίκος αναφέρει ότι έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αλλά εξακολουθούν να είναι υψηλότεροι από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ.
Προστίθεται ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα υποστηρίζεται από την ισχυρή κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα και ότι οι θέσεις ρευστότητας των τραπεζών επωφελούνται από πολύ μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα.
Ταυτόχρονα, εντούτοις, αναφέρεται ότι το κληροδοτημένο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στο τραπεζικό σύστημα από την κρίση του 2012-2013 παραμένει πιστωτική αδυναμία.
Αν και ο δείκτης ΜΕΔ μειώθηκε σημαντικά από 46,4% τον Δεκέμβριο του 2016 σε 6,9% τον Ιούνιο του 2024 κυρίως λόγω των πωλήσεων και των διαγραφών προβληματικών δανείων, εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερος από ό,τι στις περισσότερες άλλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ.
Ο μέσος δείκτης ΜΕΔ των οικονομιών της ζώνης του ευρώ διαμορφώθηκε στο 2,6% τον Μάρτιο του 2024. «Κοιτάζοντας το μέλλον, ενδέχεται να προκύψουν θύλακες ευπάθειας από την ισχυρή αύξηση των επιτοκίων που αύξησε το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών και των εταιρειών, καθώς τα περισσότερα εγχώρια δάνεια έχουν κυμαινόμενα επιτόκια», σημειώνεται.
Το μέσο επιτόκιο των ανεξόφλητων δανείων αυξήθηκε στο 4,9% τον Ιούλιο του 2024 από 2,6% τον Ιούλιο του 2022 για τα νοικοκυριά και σε 5,8% από 3,1% για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις την ίδια χρονική περίοδο.
Η Morningstar DBRS ακολουθεί μια συντηρητική προσέγγιση των χρηματοοικονομικών κινδύνων που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας και εφαρμόζει αρνητική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση δομικών στοιχείων.
Σε ότι αφορά τα εξωτερικά οικονομικά, σημειώνεται ότι επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τον ρόλο της Κύπρου ως χρηματοπιστωτικού τομέα και τις δραστηριότητες οντοτήτων ειδικού σκοπού (SPEs) που έχουν περιορισμένους δεσμούς με την εγχώρια οικονομία.
Πώς το ESG διαμορφώνει την εικόνα
Σύμφωνα με τον οίκο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, υποστηρίζονται από το σταθερό πολιτικό περιβάλλον, εντούτοις, σε ότι αφορά το Σχέδιο Ανάκαμψης της Κύπρου, σημειώνεται ότι θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της κυβέρνησης να συγκεντρώσει επαρκή υποστήριξη στο κοινοβούλιο για την ψήφιση νομοθεσιών.
Σε ότι αφορά τους παράγοντες ESG, o κοινωνικός παράγοντας σημειώνεται ότι είχε σημαντική επίδραση στην πιστωτική ανάλυση, ειδικότερα σε σχέση με το ανθρώπινο κεφάλαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς σημειώνεται πως το ονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κύπρου ήταν σχετικά χαμηλό στα 34.957 USD το 2023, σε σύγκριση με το ευρωσύστημα.
Οι ακόλουθοι παράγοντες διακυβέρνησης είχαν επίσης σχετική επίδραση στην πιστωτική ανάλυση: (1) Δωροδοκία, Διαφθορά και Πολιτικοί Κίνδυνοι και (2) Ειρήνη και Ασφάλεια. Σημειώνεται ότι η Κύπρος κατατάσσεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ στους δείκτες Παγκόσμιας Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπως το Κράτος Δικαίου (68,9 εκατοστιαία θέση) και ο Έλεγχος της Διαφθοράς (66,0 εκατοστιαία θέση).
Αυτοί οι κίνδυνοι μετριάζονται εν μέρει από την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, την οποία η Morningstar DBRS θεωρεί σημαντική βάση για τη θεσμική ποιότητα.
Κίνδυνοι για την ειρήνη και την ασφάλεια πηγάζουν από τον ανεπίλυτο χαρακτήρα της κυπριακής σύγκρουσης, ενώ όπως σημειώνει ο οίκος, δεν υπήρχαν περιβαλλοντικοί παράγοντες που να είχαν σχετική ή σημαντική επίδραση στην πιστωτική ανάλυση.
Διαβάστε επίσης: Πώς οι κριτικές… κρίνουν τη µοίρα του κυπριακού τουρισµού