του Μάριου Πούλλαδου
Στη µετά-πανδηµική εποχή, η παγκόσµια οικονοµία αντιµετωπίζει µια αργή ανάπτυξη, επίµονη πληθωριστική πίεση, περιορισµένη πρόοδο στη βιωσιµότητα και υψηλό κόστος δανεισµού που επηρεάζει τις επενδύσεις, συµπεριλαµβανοµένων αυτών για την ενεργειακή µετάβαση.
Το µεγαλύτερο εµπόδιο είναι η χαµηλή παραγωγικότητα από την παγκόσµια χρηµατοπιστωτική κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τεχνητή Νοηµοσύνη (AI) που µπήκε σαν κοµήτης στη ζωή µας έχει τη δυνατότητα να αναστρέψει αυτήν την τάση, αυξάνοντας την παραγωγικότητα µακροπρόθεσµα.
Παρά τις προκλήσεις, όπως γεωπολιτικές εντάσεις και εµπορικές-ενεργειακές κρίσεις, η AI µπορεί να επιφέρει σηµαντική αύξηση παραγωγικότητας και να υποστηρίξει την ενεργειακή µετάβαση. Ωστόσο, χρειάζεται χρόνος και σωστές πολιτικές για τη διάδοση των εφαρµογών της σε όλους τους Τοµείς της Οικονοµίας.
Εκτιµήσεις για το µέλλον
Σύµφωνα µε πρόσφατη έρευνα του IDC (International Data Center), η Τεχνητή Νοηµοσύνη (AI) αναµένεται να έχει συνολική οικονοµική επίδραση ύψους 19,9 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων µέχρι το 2030 και να συµβάλει στο 3,5% του παγκόσµιου ΑΕΠ. Η AI θα επηρεάσει θέσεις εργασίας παγκοσµίως, µε επιπτώσεις σε κλάδους όπως τα κέντρα εξυπηρέτησης, η µετάφραση, η λογιστική και ο έλεγχος µηχανηµάτων.
Οι business leaders, σε ποσοστό 98%, θεωρούν την AI προτεραιότητα και κάθε νέο δολάριο που δαπανάται για AI το 2030 θα αποφέρει 4,60 δολάρια στην παγκόσµια οικονοµία. Η αυτοµατοποίηση ρουτινών εργασιών και η βελτιστοποίηση λειτουργιών θα αναµορφώσουν τις βιοµηχανίες και θα δηµιουργήσουν νέες αγορές.
Όσον αφορά την απασχόληση, νέοι ρόλοι, όπως Ειδικοί Ηθικής AI και Μηχανικοί AI, θα προκύψουν, ενώ θέσεις που απαιτούν κοινωνικές και συναισθηµατικές δεξιότητες, όπως η Νοσηλευτική, εκτιµάται ότι θα παραµείνουν ανθεκτικές. Ωστόσο, οι εργαζόµενοι πρέπει να προσαρµοστούν, καθώς όποιος χρησιµοποιεί την AI καλύτερα θα έχει πλεονέκτηµα.
Πόσο έτοιµοι είµαστε;
Το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο (∆ΝΤ) δηµοσίευσε πριν από µερικούς µήνες τον ∆είκτη Ετοιµότητας για Τεχνητή Νοηµοσύνη (AIPI), αξιολογώντας το επίπεδο ετοιµότητας 174 χωρών. Με τον όρο ∆είκτης Ετοιµότητας ΑΙ εννοούµε το επίπεδο προετοιµασίας ενός Οργανισµού να υιοθετήσει, να ενσωµατώσει και να αξιοποιήσει την Τεχνητή Νοηµοσύνη (AI) στις επιχειρησιακές διαδικασίες του. Είναι ένας δείκτης του κατά πόσο ένα κράτος, µια επιχείρηση ή Οργανισµός διαθέτει τις απαραίτητες υποδοµές, δεδοµένα, ανθρώπινους πόρους και στρατηγική ώστε να εκµεταλλευτεί τις δυνατότητες που προσφέρει η AI.
Ο ∆είκτης του ∆ΝΤ παρακολουθεί 174 οικονοµίες µε βάση την ψηφιακή υποδοµή, το ανθρώπινο κεφάλαιο, τις εργασιακές πολιτικές, την καινοτοµία, την ενσωµάτωση και τη ρύθµιση, µε την Κύπρο να έχει το ποσοστό ετοιµότας 0,63. Την ίδια ώρα το Οxford Insights δείχνει την Κύπρο στη 43η θέση παγκοσµίως µε συνολική βαθµολογία 60,84, την ίδια ώρα που η Ελλάδα είναι στην 52η θέση µε 57,95.
Ο κίνδυνος για θέσεις εργασίας και αγορές
Παρόλο που η AI µπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα, να ενισχύσει την οικονοµική ανάπτυξη και να αυξήσει τα εισοδήµατα, µπορεί επίσης να οδηγήσει στην απώλεια εκατοµµυρίων θέσεων εργασίας.
Έρευνα του ∆ΝΤ δείχνει ότι η AI θα µπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το 33% των θέσεων εργασίας στις αναπτυγµένες οικονοµίες, το 24% στις αναδυόµενες και το 18% στις χώρες χαµηλού εισοδήµατος.
Η ενσωµάτωση των τελευταίων εκδοχών Τεχνητής Νοηµοσύνης στις χρηµατοπιστωτικές αγορές µπορεί να βελτιώσει τη διαχείριση κινδύνων και να ενισχύσει τη ρευστότητα, αλλά ενδέχεται να καταστήσει τις αγορές αδιαφανείς, πιο δύσκολες στον έλεγχο και ευάλωτες σε κυβερνοεπιθέσεις και τη χειραγώγηση. Η τελευταία έκθεση για την Παγκόσµια Χρηµατοοικονοµική Σταθερότητα από το ∆ΝΤ εξετάζει πώς οι χρηµατοπιστωτικοί Οργανισµοί αξιοποιούν τις προόδους της AI και πώς αυτή µπορεί να επηρεάσει τις αγορές.
Παρά το γεγονός ότι οι ποσοτικές στρατηγικές διαπραγµάτευσης χρησιµοποιούνται εδώ και δεκαετίες, η AI προσφέρει την ικανότητα να επεξεργάζεται τεράστιες ποσότητες δεδοµένων σχεδόν άµεσα, ανεβάζοντας το επίπεδο αυτοµατισµού στις αγορές. Ωστόσο, αν και υπάρχουν φόβοι για πιθανή αποσταθεροποίηση των αγορών, η χρήση της AI από επενδυτές βρίσκεται ακόµα σε αρχικά στάδια.
Ο κίνδυνος αύξησης της ανισότητας
Ειδικότερα, η οικονοµική επίδραση της Τεχνητής Νοηµοσύνης (AI) και της Γενετικής AI (GenAI) την επόµενη δεκαετία στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική (EMEA) θα είναι σηµαντική αλλά άνιση. Η ∆υτική Ευρώπη θα έχει µεγαλύτερη επίδραση σε σύγκριση µε την Υποσαχάρια Αφρική, µε την Ευρώπη να οδηγεί το άρµα για υιοθέτηση της AI. Η αγορά εργασίας θα µεταµορφωθεί, µε την AI να αλλάζει ριζικά τις οικονοµίες και τις κοινωνίες, αλλά η επίδρασή της στην παγκόσµια ανισότητα εισοδήµατος παραµένει αβέβαιη. Παρά την ελπίδα ότι θα αυξήσει την παραγωγικότητα, η AI µπορεί να διευρύνει τις εισοδηµατικές ανισότητες εντός χωρών, ευνοώντας τους εξειδικευµένους εργαζόµενους και όσους ελέγχουν την τεχνολογία, ενώ µπορεί να µειώσει τις ευκαιρίες για χαµηλότερης εξειδίκευσης εργαζόµενους. Η µεγαλύτερη ανησυχία, ωστόσο, είναι η ανισότητα που µπορεί να ενισχυθεί µεταξύ των χωρών.
Οι πλούσιες χώρες είναι καλύτερα εξοπλισµένες να εκµεταλλευτούν τα οφέλη της AI, χάρη σε αναπτυγµένες υποδοµές και επενδύσεις, ενώ οι φτωχότερες χώρες υστερούν σε ψηφιακή πρόσβαση και επενδύσεις. Αυτό µπορεί να ενισχύσει την κυριαρχία των πλουσιότερων εθνών σε κρίσιµους τοµείς, όπως η χρηµατοδότηση και η βιοµηχανία και να µειώσει την ανάγκη για φθηνότερο εργατικό δυναµικό από αναπτυσσόµενες χώρες.
Οι φτωχότερες χώρες είναι επίσης λιγότερο προετοιµασµένες να αντιµετωπίσουν τις κοινωνικές και οικονοµικές αναταράξεις που προκαλεί η AI, ενώ τα παραδοσιακά µοντέλα ανάπτυξης, όπως η εξαγωγική βιοµηχανία, είναι πλέον υπό πίεση λόγω της αυτοµατοποίησης.
Η αντιµετώπιση αυτών των προκλήσεων απαιτεί επενδύσεις σε ψηφιακές υποδοµές, εκπαίδευση και διεθνή συνεργασία. Χωρίς στοχευµένες πολιτικές, η AI µπορεί να βαθύνει το χάσµα µεταξύ των πλούσιων και φτωχών εθνών, εµποδίζοντας την πρόοδο προς τους Στόχους Βιώσιµης Ανάπτυξης.
Αύξηση χρήσης σε συναλλαγές
Τα στοιχεία δείχνουν αύξηση της χρήσης της AI στις συναλλαγές, µε τα funds που βασίζονται σε αυτή να εµφανίζουν υψηλότερο όγκο συναλλαγών. Παράλληλα, η AI µπορεί να επιταχύνει την αντίδραση των τιµών στις ειδήσεις, όπως στις ανακοινώσεις της Οµοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτό µπορεί να αυξήσει την αστάθεια και να καταστήσει τις αγορές λιγότερο διαφανείς, ειδικά µε τη µετατόπιση των επενδύσεων σε hedge funds και άλλους µη τραπεζικούς φορείς, οι οποίοι ρυθµίζονται λιγότερο αυστηρά.
Για την αντιµετώπιση αυτών των προκλήσεων, κρίνεται αναγκαίο όπως οι ρυθµιστικές αρχές πρέπει να ενισχύσουν τους µηχανισµούς απόκρισης σε «flash crash» γεγονότα και να επιβάλουν αυστηρότερη εποπτεία στους µη τραπεζικούς φορείς.
Εν κατακλείδι, παρά τους όποιους ενδοιασµούς, η συνεργασία ανθρώπου-µηχανής θεωρείται το ιδανικότερο µοντέλο για την AI, ενώ απαιτούνται πολιτικές για την προσβασιµότητα, τη διάδοση και την εκπαίδευση. Η AI θα προκαλέσει µεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά έχει τη δυνατότητα να επιταχύνει την οικονοµική ανάπτυξη και να συµβάλει στη µείωση του κόστους κεφαλαίου, κάτι που είναι παράλληλα κρίσιµο για τη βιωσιµότητα και τη στήριξη της άλλης µεγάλης πρόκλησης: τη γήρανση του πληθυσµού.
Διαβάστε επίσης: Υπάρχει κίνδυνος να πάρει η AI τα ηνία από τον άνθρωπο;