Είναι γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων έχει μετριάσει τους κινδύνους στον ευρωπαϊκό αλλά και στον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα. Παραμένουν όμως σημαντικές προκλήσεις που θα πρέπει να τύχουν αντιμετώπισης. Μια από αυτές είναι και η μηδενική ή/και χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών. Η επιστροφή σε σταθερά και βιώσιμα επίπεδα κερδοφορίας αποτελεί ουσιαστικό βήμα εξασφάλισης αλλά και περαιτέρω θωράκισης του τραπεζικού τομέα έναντι των κινδύνων που αντιμετωπίζει.
Γιατί όμως η κερδοφορία των τραπεζών είναι σημαντική; Πρώτιστα γιατί τα αδιανέμητα κέρδη είναι μια σημαντική πηγή κεφαλαίων που επιτρέπει στις τράπεζες να αυξήσουν και να ενδυναμώσουν το κεφαλαιακό απόθεμα έτσι ώστε να μπορούν να απορροφήσουν ζημιές. Επιπλέον, το κεφαλαιακό απόθεμα εξασφαλίζει τη δυνατότητα της τράπεζας να προσφέρει χρηματοοικονομικές και τραπεζικές υπηρεσίες στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, ακόμα και σε περιόδους οικονομικής αστάθειας και επιβράδυνσης.
Η κερδοφορία των τραπεζών, σε ευρωπαϊκό αλλά και εγχώριο επίπεδο, παρουσιάζεται αδύναμη και αυτό οφείλεται, ανάμεσα σε άλλα, σε τρεις παράγοντες που σχετίζονται με την κυκλικότητα της οικονομίας, το κόστος εργασιών και τον ανταγωνισμό. Ο πρώτος παράγοντας που επηρέασε την κερδοφορία συνδέεται με την κυκλικότητα της οικονομίας. Η οικονομική επιβράδυνση ή/και ύφεση, όπως συνέβη στην Κύπρο, επέφερε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και της ζήτηση τραπεζικών υπηρεσιών. Επιπλέον, επιδείνωσε την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, κυρίως των δανείων, λόγω της ραγδαίας αύξησης των μη-εξυπηρετούμενων δανείων. Η ανάγκη δημιουργίας προβλέψεων έναντι των δανείων αυτών είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της κερδοφορία των τραπεζών. Πέραν τούτου, ακόμα και εάν οι προβλέψεις που δημιουργήθηκαν καλύπτουν πλήρως τα δάνεια, το γεγονός της ύπαρξης μη-εξυπηρετούμενων δανείων περιορίζει σημαντικά την κερδοφορία αφού αυτά αφενός δεσμεύουν κεφάλαια χωρίς να προσφέρουν οποιαδήποτε απόδοση και αφετέρου απορροφούν λειτουργικούς πόρους και επισύρουν αχρείαστα διαχειριστικά και νομικά έξοδα.
Ο δεύτερος παράγοντας που επηρέασε, και στην Κύπρο συνεχίζει να επηρεάζει, την κερδοφορία των τραπεζών συνδέεται με την αύξηση στο κόστος λειτουργίας και στο κόστος χρηματοδότησης. Η αύξηση των λειτουργικών δαπανών σε σχέση με τον κύκλο εργασιών επέφερε μείωση της κερδοφορίας αφού η μείωση των εσόδων δεν αντισταθμίστηκε με αντίστοιχη μείωση των δαπανών. Ειδικά στην Κύπρο, παρατηρείται πολύ μεγάλος αριθμός υποκαταστημάτων και μεγάλος αριθμός προσωπικού. Η τεχνολογία προσφέρει μια διέξοδο και ένα τρόπο μείωσης των εξόδων και αύξησης της αποδοτικότητας μέσω της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικής τραπεζικής. Πέραν του κόστους λειτουργίας, η κερδοφορία των τραπεζών επηρεάστηκε και από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης εξαιτίας της προσαρμογής στο νέο ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο που προέκυψε μετά την χρηματοπιστωτική κρίση. Αυτό αφορά κυρίως την υποχρέωση διατήρησης περισσότερων και ποιοτικότερων κεφαλαίων για σκοπούς απορρόφησης μελλοντικών ζημιών αλλά και εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης.
Ο τρίτος παράγοντας που επηρέασε την κερδοφορία των τραπεζών συνδέεται με την αύξηση του ανταγωνισμού που προήλθε από καινοτόμες εταιρείες τεχνολογίας (γνωστές με τον όρο FinTech) και από χρηματοδοτικές εταιρείες εκτός του τραπεζικού τομέα. Οι εταιρείες FinTech δεν υπόκεινται στο αυστηρό λειτουργικό και κανονιστικό πλαίσιο όπως οι τράπεζες και έχουν διεισδύσει σημαντικά στην αγορά προσφοράς υπηρεσιών εκτέλεσης και διευθέτησης συναλλαγών. Η επιθυμία των καταναλωτών για πρόσβαση σε ασύρματες υπηρεσίες ώθησε τις τράπεζες να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες ώστε να διαφυλάξουν τη ροή εσόδων από τέτοιες υπηρεσίες αλλά και το μερίδιο που κατέχουν στην αγορά. Επίσης, η προσφορά παροχής χρηματοδότησης/δανείων σε καταναλωτές και επιχειρήσεις από μη-τραπεζικά ιδρύματα έχει αυξήσει τον ανταγωνισμό στην αγορά. Συνεπεία αυτού, οι τράπεζες αναγκάστηκαν να μεταβάλουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο ώστε να προσαρμοστούν στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον και να γίνουν πιο αποδοτικές και αποτελεσματικές.
Συνοψίζοντας, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν επιτυγχάνεται χωρίς την ύπαρξη κερδοφόρων τραπεζών. Η μηδενική ή/και χαμηλή κερδοφορία είναι παράγοντας που επηρεάζει και επιδρά αρνητικά στο στόχο επίτευξης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Είναι σημαντικό να επικρατήσουν εκείνες οι συνθήκες που θα επιτρέψουν στις τράπεζες να διαχειριστούν ορθολογιστικά τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν και καθορίζουν την κερδοφορία τους. Επομένως, επιβάλλεται η συνέχιση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων προς ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, της απασχόλησης και του εργασιακού πλαισίου λειτουργίας των τραπεζών. Μέσω αυτών των μεταρρυθμίσεων οι τράπεζες θα μπορέσουν να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν ένα μακροπρόθεσμο επιχειρηματικό μοντέλο που θα δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που θα οδηγήσουν σε μια βιώσιμη και σταθερή κερδοφορία.
Μιχάλης Κρονίδης
Διευθυντής
Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου