Οι στρατηγικές Τραμπ και τα σενάρια που ξεδιπλώνονται το 2025

Η στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ για την εμπορική πολιτική και τις πιθανές επιπτώσεις της στην οικονομία και τη γεωπολιτική

Του Κωνσταντίνου Νικολαΐδη

Ο Ντόναλντ Τραµπ επανεξελέγη τον Νοέµβριο του 2024 ως ο 47ος πρόεδρος των Ηνωµένων Πολιτειών, υποσχόµενος να ενισχύσει την αµερικανική οικονοµία µε µια σειρά από επιθετικές οικονοµικές και εµπορικές πολιτικές. Η στρατηγική του για την αύξηση των δασµών στις εισαγωγές και τη µείωση των φόρων έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, µε πολλούς οικονοµολόγους να προειδοποιούν για τις αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να έχει για τους Αµερικανούς καταναλωτές και την παγκόσµια οικονοµία. Παράλληλα, η στρατηγική του προβάλλει την επανεκκίνηση της εγχώριας παραγωγής, ενώ προσπαθεί να επιτύχει µια νέα ισορροπία στις εµπορικές σχέσεις µε τις µεγάλες οικονοµίες του κόσµου, όπως η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Καναδάς.

Αυτή η στρατηγική, αν και αποσκοπεί στην ενίσχυση της αµερικανικής οικονοµίας, έχει δηµιουργήσει έναν έντονο διάλογο για το µέλλον του εµπορίου, της απασχόλησης και των τιµών σε µια παγκοσµιοποιηµένη οικονοµία. Στο άρθρο αυτό, θα εξετάσουµε τις πιθανές συνέπειες αυτής της στρατηγικής, τα οικονοµικά και γεωπολιτικά σενάρια που ενδέχεται να αναπτυχθούν και τις αβεβαιότητες που συνοδεύουν την εφαρµογή της.

Η στρατηγική Τραμπ για τη μείωση των φόρων και των δασμών

Η βασική ιδέα πίσω από τη στρατηγική του Τραµπ είναι απλή: να µειώσει τη φορολογία για επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα, ενώ ταυτόχρονα να χρηµατοδοτήσει τις φορολογικές περικοπές επιβάλλοντας δασµούς σε αγαθά που εισέρχονται στις ΗΠΑ. Συγκεκριµένα, ο Τραµπ έχει υποσχεθεί να µειώσει τον εταιρικό φόρο των εταιρειών που κατασκευάζουν τα προϊόντα τους στις ΗΠΑ, από 21% σε 15%. Αυτό είναι µέρος της ατζέντας «Πρώτα η Αµερική» του εκλεγµένου προέδρου, µε ένα από τα πιο ανταγωνιστικά φορολογικά καθεστώτα στον κόσµο, σχεδιασµένο να αποτρέπει τις αµερικανικές εταιρείες από το να µεταφέρουν την παραγωγή τους στο εξωτερικό και να πείθει ξένους κατασκευαστές να µετακινηθούν στις ΗΠΑ.

Επιπρόσθετα, ο Τραµπ επιδιώκει να καταστήσει µόνιµη τη φορολογική µεταρρύθµιση που πραγµατοποιήθηκε το 2017 κατά την προηγούµενη θητεία του, γνωστή ως «Tax Cuts and Jobs Act» (Νόµος για Φορολογικές Μειώσεις και Θέσεις Εργασίας). Αυτή η νοµοθεσία έφερε σηµαντικές αλλαγές στο φορολογικό σύστηµα των ΗΠΑ, περιλαµβάνοντας µειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές για φυσικά πρόσωπα και αναπροσαρµογή των φορολογικών κλιµακίων. Επιπλέον, αύξησε το αφορολόγητο ποσό (standard deduction), διπλασιάζοντας το ποσό που µπορούν να αφαιρούν οι φορολογούµενοι από το εισόδηµά τους πριν υπολογιστεί ο φόρος και περιόρισε ή εξάλειψε ορισµένες εκπτώσεις και φοροαπαλλαγές, όπως για τους τόκους υποθηκών και τους κρατικούς και τοπικούς φόρους. Αυτές οι µειώσεις φόρων για τα φυσικά πρόσωπα έχουν προσωρινή ισχύ και αναµένεται να λήξουν το 2025, εκτός εάν ληφθεί νοµοθετική δράση για να γίνουν µόνιµες. Ωστόσο, οι επικριτές του Τραµπ αναφέρουν ότι οι φορολογικές µειώσεις που προτείνει, θα κοστίσουν στο κράτος έσοδα αξίας έως και 7,5 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων για την επόµενη δεκαετία.

Παρόλο που τα σχέδια είναι ασαφή και τα προτεινόµενα νούµερα συνεχώς µεταβαλλόµενα, ο Τραµπ ισχυρίζεται ότι θα χρηµατοδοτήσει τις φορολογικές περικοπές επιβάλλοντας δασµούς σε ξένα αγαθά που εισέρχονται στις ΗΠΑ και έχει προτείνει την ιδέα επιβολής φόρου άνω του 60% στα κινεζικά προϊόντα και µεταξύ 10%-25% στα αγαθά από τον υπόλοιπο κόσµο. Σύµφωνα µε αυτή τη στρατηγική, οι ΗΠΑ θα αποκοµίσουν τα οφέλη της επαναβιοµηχάνισης, ενώ οι καταναλωτές θα επωφεληθούν από τους µειωµένους φόρους, οι οποίοι θα τους επιτρέψουν να απορροφήσουν το αυξηµένο κόστος των εισαγόµενων προϊόντων. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές αβεβαιότητες και αντιφάσεις σ’ αυτό το σχέδιο. Το Tax Foundation, ένα αµερικανικό think tank, έχει εκτιµήσει ότι ένας γενικός δασµός 10% θα αποφέρει 2 τρισεκατοµµύρια δολάρια σε 10 χρόνια, ενώ ένας δασµός 20% θα αποφέρει 3,3 τρισεκατοµµύρια δολάρια – πολύ λιγότερα από το αναγκαίο για να καλυφθούν πλήρως οι απώλειες εσόδων από τη µόνιµη θέσπιση των φορολογικών περικοπών του 2017. Υπενθυµίζεται ότι το χρέος των ΗΠΑ έχει ξεπεράσει το 120% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας, ενώ υπάρχουν κατά καιρούς ανησυχίες για το µέγεθος του δηµοσιονοµικού της ελλείµµατος.

Επίδραση στους καταναλωτές και την οικονομία

Ένα από τα πιο κρίσιµα ζητήµατα της στρατηγικής Τραµπ είναι ο αντίκτυπος στους καταναλωτές. Καθώς οι δασµοί αυξάνουν τις τιµές των εισαγόµενων προϊόντων, οι καταναλωτές αναµένεται να αντιµετωπίσουν αυξηµένο κόστος ζωής. Ο πληθωρισµός που θα προκύψει από τις αυξήσεις των τιµών αυτών θα επηρεάσει περισσότερο τα φτωχότερα νοικοκυριά, καθώς οι ανάγκες τους σε βασικά αγαθά είναι µεγαλύτερες και λιγότερο ευέλικτες.

Για παράδειγµα, τα αγαθά που εισάγονται από την Κίνα, όπως τα ηλεκτρονικά, τα ρούχα και τα είδη καταναλωτικής τεχνολογίας, αναµένεται να αυξήσουν την τιµή τους, κάτι που θα επηρεάσει τα αµερικανικά νοικοκυριά, ιδίως τα µεσαία και χαµηλά εισοδηµατικά στρώµατα. Αν και η φορολογική ελάφρυνση για τα νοικοκυριά µπορεί να βοηθήσει να µετριαστούν οι συνέπειες για τους καταναλωτές, οι αυξήσεις τιµών θα οδηγήσουν σε αυξηµένο κόστος για πολλούς τοµείς της οικονοµίας.

Ορισµένοι οικονοµολόγοι θεωρούν ότι η στρατηγική του Τραµπ µπορεί να προκαλέσει στασιµοπληθωρισµό, δηλαδή µια κατάσταση όπου η αύξηση των τιµών συνδυάζεται µε µειωµένη οικονοµική ανάπτυξη και αυξανόµενη ανεργία. Αυτό θα µπορούσε να συµβεί εάν οι επιχειρήσεις, προκειµένου να ανταποκριθούν στις αυξήσεις των εισαγωγών, µετακυλήσουν το κόστος στους καταναλωτές και ταυτόχρονα µειώσουν τις επενδύσεις τους, προκαλώντας ακόµα και ύφεση.

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και επιπτώσεις

Η στρατηγική του Τραµπ για την επιβολή υψηλών δασµών έχει την ικανότητα να επηρεάσει σηµαντικά τις συναλλαγµατικές ισοτιµίες. Αν και οι δασµοί µπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση των τιµών των εισαγόµενων προϊόντων και σε πιθανή ανατίµηση του δολαρίου, αυτή η εξέλιξη µπορεί να είναι αντίθετη µε τους αρχικούς στόχους της πολιτικής του. Ειδικότερα, το σχέδιο του Τραµπ στόχευε σε ένα ασθενέστερο δολάριο για να καταστήσει τις αµερικανικές εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές και να ενθαρρύνει ξένες εταιρείες να επενδύσουν στις Ηνωµένες Πολιτείες.

Ωστόσο, η πρόσφατη ανατίµηση του δολαρίου, που οδήγησε τον δείκτη δολαρίου στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δύο ετών, αποδίδεται σε προσδοκίες για φιλοεπιχειρηµατικές πολιτικές, όπως η απορρύθµιση και οι φορολογικές ελαφρύνσεις. Ένα ισχυρότερο δολάριο, αν και ενισχύει την αγοραστική δύναµη των Αµερικανών καταναλωτών για εισαγόµενα αγαθά, δηµιουργεί προκλήσεις για τους εξαγωγείς, καθώς καθιστά τα προϊόντα τους λιγότερο ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές.

Επιπλέον, οι εµπορικές εντάσεις µπορούν να προκαλέσουν αστάθεια στις αγορές συναλλάγµατος. Καθώς οι επενδυτές αναζητούν ασφαλή καταφύγια, η αυξηµένη ζήτηση για το δολάριο µπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω ανατίµηση, επιδεινώνοντας το εµπορικό έλλειµµα των ΗΠΑ και επηρεάζοντας αρνητικά τις εξαγωγές. Αυτή η αντίθεση µεταξύ των στόχων της πολιτικής και της πραγµατικής εξέλιξης της ισοτιµίας του δολαρίου αποτελεί µια σηµαντική πρόκληση για την επίτευξη των οικονοµικών στόχων της διοίκησης Τραµπ.

Η αντίδραση των εμπορικών συμμάχων και οι οικονομικές αντιπαραθέσεις

Η επικείµενη επιβολή δασµών από τις ΗΠΑ έχει προκαλέσει κατά καιρούς έντονες αντιδράσεις και κριτική από τους εµπορικούς της συµµάχους, κυρίως από την Κίνα, το Μεξικό, τον Καναδά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόσφατα, σε απάντηση στην πρόταση του Τραµπ να επιβάλει επιπλέον δασµούς στα κινεζικά αγαθά λόγω των ροών φαιντανύλης, η Κίνα επέκρινε την κίνηση, κατηγορώντας τον Τραµπ ότι µεταθέτει την ευθύνη για την κρίση οπιοειδών της Αµερικής στην Κίνα. Ο Τραµπ, ο οποίος αναλαµβάνει καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου, ανακοίνωσε σχέδια για επιβολή δασµού 10% στα κινεζικά προϊόντα για να πιέσει το Πεκίνο να περιορίσει τη διακίνηση χηµικών ουσιών που παρασκευάζονται στην Κίνα και χρησιµοποιούνται στο εν λόγω ναρκωτικό. Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εµπορίου της Κίνας, Χε Γιαντόνγκ, επανέλαβε την πάγια θέση της Κίνας κατά των µονοµερών αυξήσεων δασµών, υποστηρίζοντας ότι τέτοια µέτρα δεν θα λύσουν τα προβλήµατα των ΗΠΑ και προτρέποντας την τήρηση των κανόνων του Παγκόσµιου Οργανισµού Εµπορίου για σταθερές οικονοµικές και εµπορικές σχέσεις.

Υπενθυµίζεται ότι στην πρώτη θητεία του, ο Τραµπ ενέκρινε δασµούς σε κινέζικα προϊόντα που κυµαίνονταν από 7,5% έως 25% και προκάλεσαν σηµαντικές αναταράξεις στις παγκόσµιες αλυσίδες εφοδιασµού. Η προοπτική ακόµη υψηλότερων δασµών, που ενδέχεται να φτάσουν έως και το 200% όπως υποδεικνύει ο υποψήφιος του Τραµπ για το Υπουργείο Εµπορίου, Χάουαρντ Λάτνικ, έχει πυροδοτήσει ανησυχίες. Τα κινεζικά κρατικά µέσα ενηµέρωσης έχουν προειδοποιήσει για έναν αµοιβαία καταστροφικό εµπορικό πόλεµο, υπογραµµίζοντας τους κινδύνους και για τις δύο οικονοµίες.

Οι εµπορικές εντάσεις αντικατοπτρίζουν ένα ευρύτερο πρότυπο οικονοµικής αντιπαλότητας, καθώς και οι δύο χώρες διαχειρίζονται σύνθετες αλληλεξαρτήσεις. Ένας νέος εµπορικός πόλεµος µπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες και για τις δύο αλλά και για τις υπόλοιπες χώρες. Πιθανά αντίποινα από την Κίνα θα µπορούσαν να περιορίσουν την παγκόσµια ζήτηση, να αυξήσουν τις τιµές και να µειώσουν την οικονοµική ανάπτυξη.

Πιθανά σενάρια και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις

Πρέπει να σηµειωθεί ότι οι διεθνείς οικονοµικές σχέσεις είναι πολυπαραγοντικές και επηρεάζονται από πολλές µεταβλητές πέραν των εµπορικών πολιτικών των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, υπάρχουν αρκετά πιθανά σενάρια για το πώς θα εξελιχθούν οι συνέπειες της στρατηγικής του Τραµπ, µε τα κυριότερα να περιλαµβάνουν τα παρακάτω ενδεχόµενα:

1. Επιτυχής επανεκκίνηση της εγχώριας παραγωγής:
Εάν οι ΗΠΑ καταφέρουν να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή, αυτό µπορεί να οδηγήσει σε αυξηµένες θέσεις εργασίας και µεγαλύτερη οικονοµική αυτονοµία. Αυτό το σενάριο προϋποθέτει σηµαντικές επενδύσεις στην παραγωγή και στην καινοτοµία, αλλά και την ικανότητα να αναπτυχθούν ανταγωνιστικά προϊόντα που να αντικαταστήσουν τις εισαγωγές.

2. Αύξηση του πληθωρισµού και µείωση της οικονοµικής ανάπτυξης:
Σε αυτό το σενάριο, οι δασµοί οδηγούν σε σηµαντικές αυξήσεις των τιµών, οι οποίες µε τη σειρά τους προκαλούν µείωση της καταναλωτικής ζήτησης και επιβράδυνση της οικονοµικής ανάπτυξης. Αυτό θα µπορούσε να προκαλέσει µια περίοδο στασιµοπληθωρισµού, όπου η οικονοµία αναπτύσσεται αργά, αλλά οι τιµές παραµένουν υψηλές.

3. Εµπορικός πόλεµος και διεθνείς αντιδράσεις:
Εάν η στρατηγική του Τραµπ προκαλέσει έναν εµπορικό πόλεµο µε σοβαρές αντιδράσεις από την Κίνα, την Ε.Ε. και άλλες µεγάλες οικονοµίες, το αποτέλεσµα µπορεί να είναι µια σοβαρή υποχώρηση του διεθνούς εµπορίου. Τα µέτρα που θα λάβουν οι άλλες χώρες µπορεί να οδηγήσουν σε αυξήσεις στις τιµές των εισαγωγών, προκαλώντας πληθωριστική πίεση σε παγκόσµιο επίπεδο, ενώ παράλληλα ενδέχεται να µειώσουν την ανάπτυξη λόγω του περιορισµού του εµπορίου και των επενδύσεων.

4. Επιπτώσεις στις αλυσίδες εφοδιασµού:

Η στρατηγική του Τραµπ για δασµούς µπορεί να επιφέρει αυξηµένο κόστος παραγωγής στις εταιρείες που εξαρτώνται από διεθνείς αγορές και ξένους προµηθευτές. Οι αλυσίδες εφοδιασµού θα µπορούσαν να διαταραχθούν σηµαντικά, καθώς πολλές εταιρείες, ακόµα και αν εγκαταστήσουν/µεταφέρουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ, πιθανόν να βασίζονται στις εισαγωγές πρώτων υλών και ηµιτελών προϊόντων για να διατηρήσουν τις τιµές τους ανταγωνιστικές.

5. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των αναδυόµενων αγορών:  
Ένα ακόµη πιθανό σενάριο είναι ότι η πολιτική του Τραµπ θα οδηγήσει σε αναδιοργάνωση των διεθνών εµπορικών σχέσεων. Η αύξηση των δασµών από τις ΗΠΑ µπορεί να οδηγήσει τις αναδυόµενες αγορές, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Νότια Κορέα, να επικεντρωθούν περισσότερο στην ενίσχυση των δικών τους παραγωγικών και εξαγωγικών δυνατοτήτων, µειώνοντας την εξάρτησή τους από τη ∆ύση. Σε αυτό το σενάριο, οι αναδυόµενες αγορές θα µπορούσαν να αποκτήσουν µεγαλύτερο οικονοµικό βάρος στην παγκόσµια οικονοµία, ενώ οι χώρες που πλήττονται από τις αυξήσεις των δασµών στις ΗΠΑ µπορεί να στραφούν σε νέες αγορές και στρατηγικές συνεργασίας.

Η Κίνα, για παράδειγµα, ήδη προχωρά σε ενέργειες που έχουν στόχο την ενίσχυση της δικής της οικονοµίας µέσω της καινοτοµίας και της τεχνολογικής ανάπτυξης και µέσω της ενίσχυσης των εµπορικών της σχέσεων µε την Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία. Η στρατηγική της «Ζώνη και ∆ρόµος» (Belt and Road Initiative) µπορεί να αποτελέσει έναν ισχυρό µηχανισµό για να αντισταθµίσει τις πιέσεις από τις ΗΠΑ, ενδυναµώνοντας τις σχέσεις της Κίνας µε άλλες µεγάλες οικονοµίες και δηµιουργώντας έναν νέο εµπορικό άξονα που θα µειώσει την εξάρτηση από τις δυτικές αγορές.

Ιστορική προοπτική και διάσταση της στρατηγικής Τραμπ

Για να κατανοήσουµε καλύτερα τη στρατηγική του Τραµπ, είναι χρήσιµο να εξετάσουµε την ιστορική της προοπτική και τις παραλληλίες µε παλαιότερες πολιτικές προστατευτισµού. Ιστορικά, οι ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει πολιτικές προστατευτισµού σε διάφορες περιόδους, όπως κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1930, όταν η επιβολή δασµών µέσω του Νόµου Σµοτ-Χόλεϊ προκάλεσε την κλιµάκωση του εµπορικού πολέµου και επιδείνωσε την παγκόσµια οικονοµική ύφεση. Παρά τις αρνητικές συνέπειες αυτής της πολιτικής, οι ΗΠΑ κατάφεραν να εξέλθουν από την ύφεση µέσω του προγράµµατος Νιου Ντιλ που εισήγαγε ο Πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ, καθώς και λόγω της αυξηµένης οικονοµικής δραστηριότητας που προκλήθηκε από τον ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο.

Η πρώτη εµπορική σύγκρουση µεταξύ ΗΠΑ και Κίνας κατά την πρώτη θητεία του Τραµπ, καθώς και οι φορολογικές περικοπές του 2017, είχαν µεικτά αποτελέσµατα για την αµερικανική οικονοµία. Από τη µία πλευρά, υπήρξε προσωρινή ενίσχυση της οικονοµικής ανάπτυξης και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, κυρίως µέσω της αύξησης των χρηµατιστηριακών αποδόσεων. Ωστόσο, οι δασµοί οδήγησαν σε αυξηµένο κόστος για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, προκαλώντας πληθωριστικές πιέσεις και διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασµού. Παράλληλα, η επενδυτική δραστηριότητα παρέµεινε χαµηλότερη των προσδοκιών, καθώς οι επιχειρήσεις επικεντρώθηκαν περισσότερο σε αγορές µετοχών παρά σε κεφαλαιουχικές δαπάνες. Η οικονοµική ανισότητα εντάθηκε, καθώς οι µεγαλύτερες επιχειρήσεις και τα υψηλότερα εισοδηµατικά στρώµατα επωφελήθηκαν δυσανάλογα σε σχέση µε τη µεσαία τάξη. Επιπλέον, το δηµοσιονοµικό έλλειµµα αυξήθηκε σηµαντικά λόγω της µείωσης των φορολογικών εσόδων. Στο εµπορικό πεδίο, παρά τις προσπάθειες να µειωθεί το εµπορικό έλλειµµα µε την Κίνα, το συνολικό έλλειµµα παρέµεινε υψηλό, ενώ η γεωπολιτική αβεβαιότητα επιβάρυνε τις αγορές και την επιχειρηµατική δραστηριότητα. Αν και υπήρξαν ορισµένες µεταβολές στις παγκόσµιες αλυσίδες εφοδιασµού, τα µακροπρόθεσµα οφέλη ήταν περιορισµένα και αµφισβητήθηκε η συνολική αποτελεσµατικότητα των πολιτικών αυτών.

Στη σύγχρονη εποχή, οι εµπορικοί πόλεµοι ενδέχεται να µην καταλήξουν σε καταστροφή της παγκόσµιας οικονοµίας, αλλά το κόστος για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις µπορεί να είναι σηµαντικό. Η στρατηγική του Τραµπ, που βασίζεται στον προστατευτισµό και την αυξηµένη φορολόγηση των εισαγόµενων προϊόντων, προσπαθεί να αναβιώσει τον «αµερικανικό εξαιρετισµό», στηρίζοντας την εγχώρια παραγωγή, ωστόσο αγνοεί τις δυναµικές της σύγχρονης παγκοσµιοποιηµένης οικονοµίας. Οι παγκόσµιες αλυσίδες εφοδιασµού είναι πλέον τόσο ενοποιηµένες, που οι πολιτικές προστατευτισµού µπορεί να µην είναι αρκετές για να αναστρέψουν το ρεύµα της παγκοσµιοποίησης και να ενισχύσουν τις εγχώριες βιοµηχανίες µε τον τρόπο που επιθυµούν οι υποστηρικτές του Τραµπ.

Ηθικά, η στρατηγική του Τραµπ µπορεί να θεωρηθεί αµφιλεγόµενη, καθώς οδηγεί σε µια ανακατανοµή του εµπορικού κέρδους, µε ορισµένες οµάδες να επωφελούνται, ενώ άλλες να πληρώνουν το τίµηµα της πολιτικής αυτής. Τα φτωχότερα στρώµατα της αµερικανικής κοινωνίας είναι εκείνα που ενδέχεται να πλήττονται περισσότερο από τις αυξήσεις των τιµών, ενώ οι µεγαλύτερες επιχειρήσεις, που διαθέτουν τη δυνατότητα να προσαρµοστούν στις νέες συνθήκες και να επωφεληθούν από τα χαµηλότερα φορολογικά βάρη, ενδέχεται να βγουν ενισχυµένες από την κατάσταση.

Προβλέψεις για το Μέλλον

Αναλύοντας τις στρατηγικές και τις γεωπολιτικές συνέπειες της πολιτικής του Τραµπ, είναι σαφές ότι η αµερικανική οικονοµία θα βρεθεί σε µια περίοδο αβεβαιότητας και µετασχηµατισµών. Παρά τις δυνατότητες που προσφέρει η αναζωογόνηση της εγχώριας παραγωγής και η αύξηση των θέσεων εργασίας, το αυξηµένο κόστος για τους καταναλωτές και οι εντεινόµενες διεθνείς εντάσεις αποτελούν σοβαρές προκλήσεις. Το ενδεχόµενο να αποτύχει η στρατηγική του Τραµπ στην υλοποίηση των στόχων του για ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και µείωση του εµπορικού ελλείµµατος είναι αρκετά πιθανό, καθώς οι διεθνείς αντιδράσεις και η ανθεκτικότητα των µεγάλων εµπορικών δυνάµεων µπορεί να περιορίσουν την αποτελεσµατικότητα των µέτρων.

Το µέλλον της παγκόσµιας οικονοµίας βρίσκεται σε ένα κρίσιµο σταυροδρόµι και η στρατηγική του Τραµπ µπορεί να αποτελέσει σηµείο καµπής. Εάν οι ΗΠΑ καταφέρουν να επαναφέρουν την ισχυρή εγχώρια παραγωγή, το αποτέλεσµα µπορεί να είναι θετικό για το αµερικανικό εργατικό δυναµικό και την οικονοµία. Ωστόσο, εάν οι εµπορικές εντάσεις συνεχιστούν και οι δασµοί αποδειχθούν πιο επώδυνοι για τους καταναλωτές, η στρατηγική του Τραµπ µπορεί να αποδειχθεί αποτυχηµένη και να φέρει αρνητικές συνέπειες για την αµερικανική οικονοµία και τη διεθνή σταθερότητα.

Διαβάστε επίσης: Πιο απαισιόδοξη για ευρωζώνη η Παγκόσμια Τράπεζα - Απειλή για όλους τα μέτρα Τράμπ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ