Σχεδόν τρία χρόνια μετά την εισβολή, στις 27 Αυγούστου 1977 και μετά τον θάνατο του Μακαρίου, το περιοδικό Economist έγραφε σε ρεπορτάζ του για το «θαύμα στο μισό νησί», καταδεικνύοντας την εντυπωσιακή μεταστροφή της κυπριακής οικονομίας μετά τον όλεθρο του Αττίλα.
Στις 20 Ιουλίου, στην ουσία το ρολόι σταμάτησε, αφού η τουρκική εισβολή εξάρθρωσε την κυπριακή οικονομία, η οποία παρά τις πολιτικές εντάσεις της εποχής από το 1960 μέχρι το 1972 κατέγραφε μέσο ρυθμό ανάπτυξης 7% ετησίως.
Όπως σημείωνε έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας τον Απρίλιο του 1977, «μέσω θαρραλέων μέτρων η κυβέρνηση συγκράτησε και αντέστρεψε τη συρρίκνωση της οικονομίας, εφαρμόζοντας το έκτακτο οικονομικό σχέδιο δράσης του 1975 και 1976 με πάγιες επενδύσεις $275 εκατ. με στόχο να δημιουργήσει 16.000 με 20.000 θέσεις εργασίας, την επαναδραστηριοποίηση της βιομηχανίας και της γεωργίας». Οι προσπάθειες αυτές οδήγησαν σε ταχεία ανάπτυξη του ΑΕΠ το 1976 με το πραγματικό ΑΕΠ να εκτοξεύεται κατά 14% «ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα», σημειώνει η Παγκόσμια Τράπεζα.
«Ήταν κάτι το καταπληκτικό και πολύ δύσκολο να το εξηγήσεις. Εκεί που νόμιζες ότι είμαστε έτοιμοι να παραδοθούμε και ήταν όλα χαμένα αφού το 40% του εδάφους ήταν υπό κατοχή, η γεωργία είχε χαθεί εντελώς ήρθαν οι διάφοροι επιχειρηματίες του κατεχόμενου βόρειου τμήματος της Κύπρου και με τη βοήθεια του κράτους έγινε η μεγάλη προσπάθεια αναζωογόνησης, η οποία έφερε πολύ καλά αποτελέσματα», ανέφερε μιλώντας στο ΚΥΠΕ ο Μιχάλης Κολοκασίδης Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας την τότε εποχή. Είχε αναλάβει το Υπουργείο Εμπορίου τον Ιούνιο 1972, αποχώρησε από το Υπουργικό Συμβούλιο αμέσως μετά το πραξικόπημα και επέστρεψε στον υπουργικό θώκο τον Ιανουάριο του 1975 όπου παρέμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του 1976.
Μπορεί η κυβερνητική μηχανή να ήταν αργοκίνητη λόγω γραφειοκρατίας, «όμως μετά τη εισβολή υπήρξε μια παγκοινοτική προσπάθεια και κόφκαμε καντούνια δεν υπήρχαν καθυστερήσεις και υπήρχε μια πολύ καλή συνεργασία μεταξύ του (τότε) υπουργού Οικονομικών του Ανδρέα Πατσαλίδη και του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού (τώρα Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης).
«Έγνοια μας ήταν πως να δουλέψουμε να σώσουμε τον τόπο μας, υπήρχε μια ευλαβική προσπάθεια χωρίς προσωπικό συμφέρον», είπε και πρόσθεσε: «Το βασικό στοιχείο της όλης προσπάθειας ανοικοδόμησης της οικονομίας ήταν το αίσθημα ότι συμμετείχαμε όλοι σε μια εθνική προσπάθεια αναζωογόνησης της οικονομίας, της ζωής μας και των επιχειρήσεων, δεν ξέραμε ώρες, δουλεύαμε συνεχώς».
Το μέγεθος της καταστροφής
Η τουρκική εισβολή είχε επιφέρει μια βίαιη αλλαγή στην λειτουργία της κυπριακής οικονομίας. «Τα γεγονότα του Ιουλίου/Αυγούστου του 1974 είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία, καθιστώντας την ευρύτερη οικονομική προοπτική πολύ δύσκολη», έγραφε έκθεση κλιμακίου της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το κατά κεφαλή Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν υποχώρησε κατά 19%. Η ανεργία εκτοξεύτηκε στο 25%, οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές υποχώρησαν κατά 55% το δεύτερο μισό του 1974. Ως αποτέλεσμα της εισβολής, η Κύπρος είχε χάσει το αεροδρόμιό της, που τότε ήταν στη Λευκωσία, το βασικό της λιμάνι, που ήταν στην Αμμόχωστο, την πεδιάδα της Μεσαορίας και την περιοχή της Μόρφου, που αποτελούσαν την καρδιά της αγροτικής παραγωγής. Υπολογίζεται ότι περίπου το 70% της ακαθάριστης παραγωγής το 1972 προερχόταν από τις περιοχές που καταλήφθηκαν.
Σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, από τις 455.000 εκτάρια το 1973, η συνολική χρήση της αγροτικής γης υποχώρησε στις 232.600 το 1975. Πέριξ του 47% της καλλιεργήσιμης γης, περιλαμβανομένων εκτάσεων που παρήγαγαν πέραν του 50% των αγροτικών εξαγωγών βρέθηκαν βορείως του συρματοπλέγματος. Ο πληθωρισμός βάσει ιστορικών στοιχείων είχε εκτοξευτεί στο 16,2%, το υψηλότερο ετήσιο νούμερο που έχει ποτέ καταγραφεί στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 16,9% το 1974 και κατά 19% το 1975.
Συντριπτικό πλήγμα δέχθηκε και ο τουρισμός. Το 64% των τουριστικών κλινών είχε χαθεί. «Ο τουρισμός μας βρισκόταν στην Αμμόχωστο και στην Κερύνεια, ενώ οι υπόλοιπες πόλεις ήταν ανύπαρκτες», ανέφερε ο κ. Κολοκασίδης.
Όμως η πρώτιστη προτεραιότητα της τότε κυβέρνησης ήταν η αποκατάσταση σχεδόν 200.000 εκτοπισμένων που βρέθηκαν στις ελεύθερες περιοχές, σε τσαντίρια και πρόχειρα καταλύματα, και ακολούθως να πάρει μπροστά η μηχανή της οικονομίας.
Ο κ. Κολοκασίδης θυμάται τις προσωπικά πολλές συγκινητικές περιπτώσεις ανθρώπων που συνέλαβαν αυτοβούλως στην στήριξη της οικονομίας. Ανέφερε περίπτωση επιχειρηματία που διατηρούσε εργοστάσιο κατασκευής πουκαμίσων στην κατεχόμενη Αμμόχωστο και ήρθε στο Υπουργείο τέλος του 1975 για να φέρει δείγματα του εργοστασίου το οποίο επαναλειτούργησε στις ελεύθερες περιοχές.
«Τέτοιες περιπτώσεις που αφορούσε ανθρώπους που δεν τα έβαλαν κάτω ήταν πάρα πολλές», είπε, προσθέτοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το κράτος έδωσε δάνεια και επιδοτήσεις για να αγοραστούν νέα μηχανήματα, ενώ άλλοι πρόλαβαν και μετάφεραν τα μηχανήματα τους στις ελεύθερες περιοχές μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής.
Υπενθύμισε παράλληλα την διά νόμου μείωση των μισθών μέχρι και 25%, ενώ είχε εισαχθεί και ο θεσμός τις διπλής βάρδιας για αξιοποίηση του υφιστάμενου κεφαλαιακού αποθέματος και για απασχόληση μέρους των εκτοπισμένων εργατών.
Πλήρης επανεκκίνηση μέσα σε τρία χρόνια
«Στα μέσα του 1976 είχα νοιώσει ότι λίγο πολύ ξεκινήσαμε την μηχανή (της οικονομίας) και δούλευε», μας είπε ο κ. Κολοκασίδης.
Υπήρξαν και εξωγενείς παράγοντες που ενίσχυσαν την ώθηση της κυπριακής οικονομίας αμέσως μετά την τουρκική εισβολή.
Σύμφωνα με τον κ. Κολοκασίδη, πέραν της οικονομικής βοήθειας από τα Ηνωμένα Έθνη και την Ελλάδα, θετική εξέλιξη ήταν και το ταυτόχρονο άνοιγμα των χωρών του αραβικού κόλπου όπου πήγαν πολλοί Κύπριοι να εργαστούν και «πολλές από τις εξαγωγές μας γίνονταν σε αυτές τις χώρες», ενώ ερχόντουσαν τα εμβάσματα των Κυπρίων που δούλευαν στις χώρες του Κόλπου. Παράλληλα, ο εμφύλιος στον Λίβανο είχε ως αποτέλεσμα την κάθοδο Λιβανέζων που ξόδευαν στο νησί. «Βοήθησαν πολύ τη Λεμεσό και έμμεσα βοήθησαν και αυτοί στην προσπάθεια αναζωογόνησης» της οικονομίας», είπε ο κ. Κολοκασίδης.
Το 1977 η κυπριακή οικονομία κατάφερε να επαναδραστηριοποιηθεί φθάνοντας το επίπεδο παραγωγής του 1973.
Μέχρι το 1977, ο βιομηχανικός τομέας είχε πλήρως καλύψει τις απώλειές του, αφού όχι μόνο 70 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στα κατεχόμενα επαναλειτούργησαν στις ελεύθερες περιοχές αλλά δημιουργήθηκαν άλλες 120. Η γεωργική παραγωγή έφτασε στο 80% σε σχέση με την παραγωγή προ του 1974, ενώ οι εξαγωγές από 122 εκατ. δολάρια το 1973 ανήλθαν το 1977 στα 214 εκ. δολάρια. Ο τουρισμός ήταν μειωμένος μόνο κατά 25% σε σχέση με πριν το 1974. Το νέο αεροδρόμιο στην Λάρνακα εξυπηρετούσε τον ίδιο αριθμό επιβατών και περισσότερο από το διπλάσιο φορτίο σε σχέση με το αεροδρόμιο Λευκωσίας. Οι 14.000 πρόσφυγές που διέμεναν ακόμα σε αντίσκηνα επρόκειτο να μετακινηθούν σε σπίτια μέχρι το τέλος του χρόνου.
Η κυπριακή πατάτα
Ώθηση στον αγροτικό τομέα, έδωσε η κυπριακή πατάτα, καθώς η παραγωγή βρισκόταν στην περιοχή της Δερύνειας, Αγίας Νάπας και γενικά στα Κοκκινοχώρια.
Όπως θυμάται ο Μιχάλης Κολοκασίδης, «υπήρξαν μεγάλες πωλήσεις πατατών, οι οποίες είχαν το πλεονέκτημα ότι λόγω της θέσης της Κύπρου ωρίμαζαν πολύ πιο γρήγορα από τις πατάτες άλλων ευρωπαϊκών χωρών και έτσι μπορούσαν να μπουν στην αγορά πολύ πιο νωρίς και ήταν πολύ καλές για τους παραγωγούς που έκαναν τσιπς (potato chips)». Σύμφωνα μάλιστα με την Παγκόσμια Τράπεζα, ευεργετικά για τις κυπριακές εξαγωγές λειτούργησε η έντονη ξηρασία που επικρατούσε στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη το 1976.
Ο κ. Κολοκασίδης θυμάται επίσης, τις πρώτες διαπραγματεύσεις της Κύπρου με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), την μετέπειτα ΕΕ, λέγοντας ότι κύριος στόχος «ήταν να κάνουμε εμπορικές συμφωνίες κυρίως για τις πατάτες και τα σταφύλια μας και πηγαινοερχόμαστε στις Βρυξέλλες και κτυπούσαμε πόρτες».
Η δεκαετία των υψηλών επιδόσεων
Αυτό που πολλοί αποκάλεσαν ως το «κυπριακό οικονομικό θαύμα» μετά την εισβολή δεν αφορούσε μόνο τα πρώτα χρόνια της ανάκαμψης, αλλά επεκτάθηκε και στη δεκαετία του 1980, όπως φαίνεται και από στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας.
Οι πραγματικές απολαβές (όπως αποπληθωρίστηκαν με τον δείκτη τιμών καταναλωτή) εκτινάχθηκαν μετά την αρχική μείωση μεταξύ 1974-45. Το 1976 αυξήθηκαν κατά 7%, το 1977 κατά 13,9%, ενώ σε παρόμοια ποσοστά κινήθηκε η αύξηση μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 80'.
Ανάλογη εικόνα υπήρξε και στις εξαγωγές που ενώ το 1974 ανέρχονταν στο 18,2% του ΑΕΠ, την επόμενη δεκαετία σημείωσαν σημαντική αύξηση φτάνοντας στην κορύφωσή τους στο 31,8% του ΑΕΠ το 1976 για να μειωθούν στο 25,2% του ΑΕΠ το 1984. Σημειώνεται ότι το 2019 οι εξαγωγές της Κύπρου ως ποσοστό του ΑΕΠ έφταναν στο 14,1 του ΑΕΠ.
Σε σχέση με την ανεργία, μετά την εκτόξευση του ποσοστού μετά το 1974 -1976, ακολουθεί η εντυπωσιακή πτώση. Το 1977 το ποσοστό της ανεργίας που μειώθηκε στο 3,1%, το 1978 το ποσοστό ήταν στο 2%, το 1979 στο 1,7% και το 1980 στο 2%. Η κυπριακή οικονομία συνέχισε να βρίσκεται σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης με ποσοστό ανεργίας μέχρι 5% έως και το 2004.
Η περίοδος μετά την εισβολή ήταν το πρώτο και σημαντικότερο δείγμα των δυνατοτήτων της μικρής ανοικτής οικονομίας της Κύπρου, αλλά και των ανθρώπων της, να ξεπερνούν γρήγορα και αποτελεσματικά τις μεγάλες κρίσεις.
Πηγή: ΚΥΠΕ