«Η ελληνική κυβέρνηση από το 2015 έθεσε την αντιμετώπιση του φαινομένου της μονόπλευρης φυγής επιστημόνων στο εξωτερικό, του brain drain, σε υψηλή προτεραιότητα», σημειώνει, μιλώντας στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Έλληνας Αναπληρωτής Υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας Κώστας Φωτάκης.
Με τη λήξη της οκταετούς μνημονιακής επιτροπείας, η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον της ανάγκης απολογισμού και υπέρβασης των μακροπρόθεσμων συνεπειών της κρίσης, η οποία υπήρξε καθοριστική για τον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η έκθεση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών «Το Κοινωνικό Πορτρέτο της Ελλάδας 2016-2017», η κρίση υπήρξε σε μεγάλο βαθμό διαβρωτική για τη φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας, αυξάνοντας το μέγεθος του ανενεργού πληθυσμού της χώρας (άνεργοι και συνταξιούχοι) σε 3,3 εκατομμύρια πολίτες και διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες.
Όπως σημειώνει ο Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Νίκος Δεμερτζής, κατά την τοποθέτησή του στη Βουλή των Ελλήνων, στο πλαίσιο της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Δημογραφικό και της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων, η Ελλάδα υπέστη μια «ολοπαγή κρίση», η οποία επέφερε μια «θεμελιώδη και δομική αλλαγή των συνθηκών ύπαρξης και λειτουργίας της ελληνικής κοινωνίας».
Από το "brain drain" στην προσπάθεια του "brain gain"
Η θετική εικόνα που αρχίζει να καταγράφει η ελληνική οικονομία σε ορισμένους μακρο-οικονομικούς δείκτες συνυπάρχει με τη διατήρηση ανησυχητικών δεικτών όσον αφορά κρίσιμους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες: η ανεργία παραμένει σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο της τάξης του 19,1%, το οποίο στην ηλικιακή κατηγορία 25-34 ετών αγγίζει το 23,2%, ενώ το 34,8% του πληθυσμού της χώρας βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο, κοινός τόπος των δημόσιων τοποθετήσεων θεσμικών παραγόντων και επιστημόνων είναι το σοβαρότατο πλήγμα που προκαλεί για τη δυναμική επανόδου της χώρας το φαινόμενο της λεγόμενης «διαρροής εγκεφάλων» ή αλλιώς το “brain drain”.
Πρόκειται για την έξοδο νέου, υψηλά καταρτισμένου ακαδημαϊκού και τεχνικού προσωπικού της Ελλάδας προς χώρες του εξωτερικού που προσφέρουν ευνοϊκότερες επαγγελματικές, οικονομικές και κοινωνικές προοπτικές, φαινόμενο το οποίο συχνά παρομοιάζεται με «αιμορραγία» ζωτικών δυνάμεων της χώρας.
Η αποτίμηση του πραγματικού μεγέθους του φαινομένου, καθώς και των ειδικών χαρακτηριστικών του, αποτελεί ένα σύνθετο αντικείμενο, για το οποίο δεν υπάρχει μια συνολική και λεπτομερής καταγραφή.
Όπως εξηγεί στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Φωτάκης, «στο θέμα αυτό υπάρχει μια σύγχυση διότι τα στοιχεία που δίδονται αφορούν είτε επιστήμονες που φεύγουν στο εξωτερικό για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, είτε επιστήμονες που διαθέτουν υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης και θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας».
Ο κ. Φωτάκης αναφέρει ότι ως προς τη δεύτερη κατηγορία που αφορά την αυστηρή ερμηνεία στον ορισμό του “brain drain”, «την πενταετία της κρίσης 2009-2014 μετανάστευσαν και παρέμειναν στο εξωτερικό 20.000 νέοι επιστήμονες, ενώ την πενταετία πριν την κρίση, το 2000-2005, μετανάστευσαν και παρέμειναν στο εξωτερικό μόλις 2.552. Όσον αφορά τον συνολικό αριθμό επιστημόνων που σήμερα βρίσκονται στο εξωτερικό εκτιμάται από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) ότι είναι 250.000, από τους οποίους 200.000 μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια της κρίσης».
Παράλληλα, στην έρευνα που διεξήγαγαν ο Καθηγητής Λόης Λαμπριανίδης και ο ερευνητής Μανώλης Πρατσινάκης για την Τράπεζα της Ελλάδος και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics, την περίοδο 2010-2015 καταγράφεται ότι μία στις 18 ελληνικές οικογένειες είχε ένα μέλος που μετανάστευσε στο εξωτερικό.
Όπως εξηγεί η οικονομολόγος Σοφία Λαζαρέτου, στην έρευνα που διεξήγαγε για την Τράπεζα της Ελλάδος, με θέμα τη φυγή νέων επιστημόνων κατά τα χρόνια της κρίσης, η απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου για τη χώρα συντελείται κυρίως με δύο τρόπους.
«Πρώτον, με την απαξίωση ικανοτήτων και δεξιοτήτων εξαιτίας είτε της μακράς αδράνειας και απραξίας είτε της υποαπασχόλησης σε θέσεις εργασίας που απαιτούν μικρότερη εξειδίκευση [brain waste]. Και δεύτερον, τη μαζική φυγή στο εξωτερικό του πλέον υγιούς και παραγωγικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας [brain drain]». Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η ίδια στην ανάγκη καταγραφής και αποτίμησης της χρονικής διάρκειας του φαινομένου, καθώς και της έντασής του με βάση το μέγεθος της ροής της μετανάστευσης.
Η απώλεια δυναμικού επιστημονικού δυναμικού από την Ελλάδα έχει σοβαρές επιπτώσεις για την εγχώρια οικονομία. Όπως επισημαίνει ο κ. Φωτάκης, το φαινόμενο της «διαρροής εγκεφάλων» «αφορά ώριμους επιστήμονες στους οποίους η χώρα έχει επενδύσει σημαντικά και είναι πλέον έτοιμοι να προσφέρουν».
Αναφερόμενος στα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αναστροφή του φαινομένου, ο κ. Φωτάκης σημειώνει ότι «στο επίκεντρο βρίσκεται η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε συνδυασμό με ελκυστικά περιβάλλοντα που λειτουργούν ως πόλοι έλξης για νέους ταλαντούχους επιστήμονες ή και καταξιωμένους ερευνητές. Ουσιαστικά, η πολιτική αυτή εστιάζεται στη δημιουργία προοπτικών σταδιοδρομίας και εξέλιξης που η έλλειψή τους είναι και ο κύριος λόγος για το φαινόμενο του brain drain».
Η αποτελεσματικότητα των μέτρων
Ανάμεσα στα συγκεκριμένα μέτρα που έχουν ληφθεί, ο κ. Φωτάκης αναφέρει ως ιδιαίτερα σημαντικό «την ίδρυση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) τον Οκτώβριο του 2016, το οποίο στηρίζει με 200.000-450.000 ευρώ για δύο ή τρία χρόνια ερευνητικά έργα μεταδιδακτόρων, στα οποία είναι οι ίδιοι επιστημονικοί υπεύθυνοι και με τη δική τους επιστημονική ομάδα μπορούν να αναδείξουν τη δημιουργικότητά τους και τις ικανότητές τους, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την επιστημονική τους εξέλιξη. Η δυνατότητα αυτή θεσπίστηκε με τον Νόμο για την Έρευνα και έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική».
Επιπλέον, το Πρόγραμμα «Γέφυρες Γνώσης και Συνεργασίας», που έχει δημιουργηθεί από το Υπουργείο Οικονομίας, έχει ως στόχο τη δικτύωση και την ενσωμάτωση των επιστημόνων που παραμένουν στο εξωτερικό, λαμβανομένων υπόψη των δυσκολιών επιστροφής όσων έχουν παραμείνει στο εξωτερικό και έχουν δημιουργήσει εκεί μια βάση ζωής, όπως εξηγεί ο Αναπληρωτής Υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας.
Ακόμη, η ολοκλήρωση του 1ου κύκλου του προγράμματος «Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ» της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) για συνεργατικά έργα καινοτόμων επιχειρήσεων με ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα της χώρας, συνολικού προϋπολογισμού 370 εκατομμύρια ευρώ, αποτελεί ένα ακόμα από τα μέτρα αντιμετώπισης του “brain drain”, στα οποία αναφέρεται ο κ. Φωτάκης.
Ως προς την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας των συγκεκριμένων μέτρων, ο κ. Φωτάκης αναφέρει ότι από την πρώτο κύκλο των υποτροφιών του ΕΛΙΔΕΚ για τη στήριξη ερευνητικών έργων μεταδιδακτόρων «εγκρίθηκαν 192 ερευνητικά έργα, εκ των οποίων τα 37 προέρχονται από Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού με υψηλή εξειδίκευση, οι οποίοι εργάζονται σε κορυφαία Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα του εξωτερικού και επιθυμούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να υλοποιήσουν τα έργα που έχουν προτείνει». Παράλληλα, αναφέρεται στην «επικείμενη προκήρυξη του 2ου κύκλου του προγράμματος “Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ” της ΓΓΕΤ, συνολικού προϋπολογισμού 250 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση του στελεχιακού δυναμικού των R&D τμημάτων καινοτόμων επιχειρήσεων με 50 εκατομμύρια ευρώ».
«Αυτό που επιδιώκουμε είναι η υποκατάσταση της μονόπλευρης φυγής στο εξωτερικό με μια αμφίδρομη και ισορροπημένη επιστημονική κινητικότητα που είναι προαπαιτούμενο σήμερα για την επίτευξη υψηλής στάθμης επιστημονικού έργου», καταλήγει ο Αναπληρωτής Υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας.
Πέραν της καθοριστικής επίδρασης των συνθηκών της ίδιας της κρίσης, η μετανάστευση ενός ιδιαίτερα μορφωμένου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας προς το εξωτερικό αντανακλά και χρόνια προβλήματα στη λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας και διοίκησης.
Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με μια σειρά ποιοτικών ερευνών που διεξάγονται για την κατανόηση των αιτίων της «διαρροής εγκεφάλων», ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους, η έλλειψη αξιοκρατίας, η υψηλή γραφειοκρατία στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, καθώς και το αίσθημα απαξίωσης το προσόντων των νέων μέσα από θέσεις εργασίας με χαμηλές απολαβές και περιορισμένες προοπτικές εξέλιξης, αποτελούν βασικούς παράγοντες που επικαλούνται οι νέοι επιστήμονες για τη μετανάστευσή τους στο εξωτερικό, και συχνά για την παραμονή τους εκτός Ελλάδας.
Πηγή: ΚΥΠΕ