«Φρένο» στη συζήτηση περί έκτακτου φόρου στις τράπεζες που πυροδότησε εκ νέου η χθεσινή απόφαση της Τζόρτζια Μελόνι να επιβάλλει εισφορά στα υπερκέρδη των ιταλικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων βάζει η κυβέρνηση, ξεκαθαρίζοντας πως το επίμαχο μοντέλο δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα.
Πιο αναλυτικά, η Ιταλία, όπως δήλωσε ο αναπληρωτής πρωθυπουργός, Ματέο Σαλβίνι, συμφώνησε να φορολογήσει το 40% «των υπερκερδών, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, των τραπεζών» για το 2023, προκειμένου να χρηματοδοτήσει φοροελαφρύνσεις και να υποστηρίξει στεγαστικά δάνεια για την αγορά πρώτης κατοικίας. Η απόφαση αυτή είχε ως συνέπεια τη «βύθιση» των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών, σκορπώντας ανησυχία για… φορολογική μετάδοση σε όλη την Ευρώπη. «Η κίνηση της Ιταλίας εντάσσεται στη δημοσιονομική στρατηγική και δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο. Στο βαθμό, λοιπόν, που η απόδοση στο συγκεκριμένο μέτωπο είναι ισχυρή και υπάρχουν και περαιτέρω περιθώρια και πρωτοβουλίες για διεύρυνση της φορολογικής βάσης τέτοιο θέμα δεν τίθεται στην Ελλάδα», σχολιάζουν στο newmoney πηγές με γνώση, υπενθυμίζοντας πως οι όποιες κινήσεις εντός των τειχών έχουν προληπτικό χαρακτήρα και επικεντρώνονται στην προσπάθεια – που εικάζεται πως θα ενταθεί τους επόμενους μήνες – να μην μετακυλιστεί πλήρως το κόστος των επιτοκίων στους δανειζόμενους.
Πέραν αυτού, ωστόσο, η χώρα βρίσκεται ένα «σκαλοπάτι» πριν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Επομένως, μία τέτοια κίνηση θα έστελνε λάθος μήνυμα προς τους διεθνείς οίκους, αφού η «υγεία» του τραπεζικού συστήματος είναι ένα από τα κριτήρια που εξετάζουν πριν λάβουν τις όποιες αποφάσεις. Η χαμηλή κερδοφορία των εγχώριων τραπεζών δε, αποτελούσε ανέκαθεν ‘αγκάθι’ στις αξιολογήσεις. Αξίζει να αναφερθεί πως μετά τους R&I και Scope που προχώρησαν το αμέσως προηγούμενο διάστημα στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του ελληνικού δημοσίου, τη «σκυτάλη» παίρνουν οι DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου, Moody’s στα μέσα του ίδιου μήνα, Standard&Poor’s στις 20 Οκτωβρίου και Fitch στα τέλη του 2023.
Την ίδια στιγμή, το φθινόπωρο εκκινεί η διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις τράπεζες. «Με ανοικτό το θέμα τις διάθεσης μετοχών το ελληνικό δημόσιο θα υφίστατο άμεσο κόστος από τη μείωση των τιμών», εξηγούν οι παραπάνω πηγές. Όπως έχει γράψει το newmoney, το πλάνο του Δημοσίου για την έξοδό του από τις τράπεζες εισέρχεται τον Σεπτέμβριο σε τροχιά υλοποίησης, με την Eurobank να κόβει πρώτη το… νήμα της αποεπένδυσης, περνώντας τη «σκυτάλη» στις υπόλοιπες, με ορίζοντα ολοκλήρωσης της διαδικασίας το αργότερο έως τα τέλη του 2025.
Διαφορές ιταλικών – ελληνικών τραπεζών
«Οι ιταλικές τράπεζες έχουν το μισό ποσοστό ‘κόκκινων’ δανείων ως ποσοστό του ΑΕΠ, σχετικά υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και σίγουρα πολύ μικρό αναβαλλόμενο φόρο εν συγκρίσει με τις ελληνικές».
Αυτό επισημαίνουν στο newmoney αρμόδιες πηγές, παραπέμποντας στις σχετικές – παλαιότερες – δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννη Στουρνάρα, αναφορικά με το ενδεχόμενο επιβολής φόρου στα υπερκέρδη των τραπεζών. «Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά επιζήμιο. Όχι ότι δεν μπορεί μία κυβέρνηση να το αποφασίσει. Μπορεί. Αλλά πού θα βάλει φόρο, ειδικά στην Ελλάδα; Σε τράπεζες, όπου τα μισά τους κεφάλαια είναι αναβαλλόμενος φόρος», τόνιζε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του, υπογραμμίζοντας πως «οι ελληνικές τράπεζες έχουν λιγότερα κέρδη από το επιθυμητό, σύμφωνα με τον δείκτη απόδοσης ενεργητικού ή τον δείκτη απόδοσης του κεφαλαίου, όταν συγκρίνεται με τις υπόλοιπες τράπεζες στην Ευρώπη».
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή τραπεζική αρχή (ΕΒΑ), πάντως, ο δείκτης απόδοσης κεφαλαίων (RoE) των εγχώριων τραπεζών διαμορφώθηκε στο 11,6% τον περασμένο Μάρτιο, με αυτόν της Ιταλίας να «αγγίζει» το 13,2% και τον μέσο όρο της Ευρώπης το 10,4%. Για το σύνολο του τρέχοντος έτους δε, σύσσωμοι οι συστημικοί Όμιλοι προχώρησαν σε αναθεώρηση των στόχων κερδοφορίας (πάνω από 15% για Εθνική Τράπεζα και Eurobank, 14% για την Τράπεζα Πειραιώς και 11% για την Alpha Bank), λαμβάνοντας ώθηση κυρίως από τα αυξημένα έσοδα από τόκους, τα οποία το α’ εξάμηνο του 2023 «άγγιξαν» τα τρία δισ. ευρώ, ως απόρροια της ραγδαίας ανόδου των επιτοκίων που ξεκίνησε πέρυσι τον Ιούλιο και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Συγκεκριμένα, τα καθαρά έσοδα από τόκους της Τράπεζας Πειραιώς ανήλθαν σε 935 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 58% σε ετήσια βάση, ενώ στα 748 εκατ. ευρώ ήταν το αντίστοιχο μέγεθος για τη Eurobank (+56,2%), γεγονός που αποδίδεται, τόσο στην αύξηση των επιτοκίων, όσο και των νέων χορηγήσεων, των επιτοκιακών εσόδων από ομόλογα και παράγωγα προϊόντα και των δραστηριοτήτων στο εξωτερικό. Τέλος, επιτοκιακά έσοδα άνω του ενός δισ. ευρώ κατέγραψε και η ΕΤΕ, εκ των οποίων τα 529 εκατ. ευρώ αφορούσαν στο β’ τρίμηνο του 2023 (+12% σε σύγκριση με τους πρώτους τρεις μήνες του τρέχοντος έτους, επωφελούμενα από την αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ και την αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου της τράπεζας προς χρεόγραφα με υψηλότερες αποδόσεις).
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΕΛΕΣΙΩΤΗ
Πηγή: newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: ΑΠΕ: Στο φουλ η αξιοποίηση ηλιακής ενέργειας στην Κύπρο