Γιατί ο Τραμπ θέλει να γονατίσει την Κίνα: Η «ασέβεια», οι δρακόντειοι δασμοί και η απάντηση του Πεκίνου

Στρατηγικός ανταγωνισμός για την παγκόσμια ηγεμονία – Πώς ο Τραμπ επιχειρεί να επανακαθορίσει το ρόλο των ΗΠΑ

Δεν ήταν τυχαία η φρασεολογία του Αμερικανού Προέδρου στο χθεσινό (9/4) μήνυμά του με το οποίο πάγωσε για 90 ημέρες τους δασμούς στο 10% για όλο τον κόσμο πλην Κίνας, για την οποία τους αύξησες στο 125%. Ο Τραμπ έκανε λόγο για «έλλειψη σεβασμού που έχει δείξει η Κίνα προς τις αγορές του κόσμου», καταγγέλλοντας εμμέσως πρακτικές εκμετάλλευσης απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Σε κάποιο σημείο –ελπίζω στο άμεσο μέλλον– η Κίνα θα καταλάβει ότι οι εποχές που έκλεβε τις ΗΠΑ και άλλες χώρες δεν είναι πια βιώσιμες ή αποδεκτές».

Από την πρώτη του προεκλογική καμπάνια το 2015 έως και σήμερα, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει κρύψει την επιθετική του ρητορική απέναντι στην Κίνα. Το Πεκίνο βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο των επιθέσεών του, τόσο για οικονομικά ζητήματα όσο και για στρατηγικά. Η εμμονή του Τραμπ με την Κίνα δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε απλώς προϊόν πολιτικής ρητορικής. Αντίθετα, εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική επανακαθορισμού του παγκόσμιου ρόλου των ΗΠΑ και της θέσης τους στον διεθνή ανταγωνισμό.

Εμπορικός πόλεμος

Ο βασικός άξονας της αντιπαράθεσης Τραμπ – Κίνας είναι ο εμπορικός. Ο Τραμπ κατηγορεί διαχρονικά το Πεκίνο ότι «κλέβει» αμερικανικές θέσεις εργασίας, χειραγωγεί το νόμισμά του, επιδοτεί αθέμιτα τις εξαγωγές του και παραβιάζει τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Αυτές οι καταγγελίες δεν είναι νέες — εκφράζονται εδώ και δεκαετίες από κύκλους της Ουάσινγκτον — αλλά ο Τραμπ τις έκανε βασικό εργαλείο της πολιτικής του.

Το 2024, το συνολικό εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών ανήλθε σε 585 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι ΗΠΑ εισήγαγαν από την Κίνα προϊόντα αξίας 440 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ οι εξαγωγές τους προς την Κίνα ήταν 145 δισεκατομμύρια δολάρια, δημιουργώντας ένα εμπορικό έλλειμμα 295 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις ΗΠΑ. Παρά τη μείωση της εξάρτησης από τις κινεζικές εισαγωγές την τελευταία δεκαετία, η αμερικανική οικονομία παραμένει σημαντικά συνδεδεμένη με την κινεζική αγορά.

Κύρια αμερικανικά προϊόντα που εξάγονται στην Κίνα περιλαμβάνουν τη σόγια, τα πετρελαιοειδή και τα φαρμακευτικά σκευάσματα. Αντίστοιχα, η Κίνα εξάγει στις ΗΠΑ ηλεκτρονικά είδη, υπολογιστές, παιχνίδια και μπαταρίες για ηλεκτροκίνητα οχήματα, με τα κινητά τηλέφωνα να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών της.

Η αλήθεια είναι πως η εξάρτηση των ΗΠΑ από την Κίνα είχε ήδη προκαλέσει ανησυχίες στους κόλπους του αμερικανικού κατεστημένου. Ο Τραμπ απλώς εξέφρασε με πιο επιθετικό τρόπο αυτό που πολλοί στο εσωτερικό του Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού κόμματος σκέφτονταν. Η πολιτική του βρήκε απήχηση σε ένα κομμάτι του αμερικανικού λαού που έχει πληγεί από την αποβιομηχάνιση και την απώλεια θέσεων εργασίας.

Τεχνολογία και εθνική ασφάλεια

Πέρα από το εμπόριο, ο Τραμπ έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της τεχνολογίας και της εθνικής ασφάλειας. Η στοχοποίηση κινεζικών τεχνολογικών κολοσσών και η απαγόρευση των αμερικανικών εταιρειών να συνεργάζονται με τον κινεζικό κολοσσό αποτέλεσε καμπή στην τεχνολογική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών. Ο φόβος ότι η Κίνα μπορεί να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία της για να κατασκοπεύσει τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους αποτέλεσε το επίσημο αφήγημα, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι πίσω από αυτές τις κινήσεις βρίσκεται ο ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία στην Τεχνητή Νοημοσύνη, το 5G και τη βιομηχανία του μέλλοντος.

Ο Τραμπ προσπάθησε να απομονώσει τεχνολογικά την Κίνα, προωθώντας ταυτόχρονα μια στρατηγική decoupling, δηλαδή αποσύνδεσης των δύο οικονομιών. Αν και αυτή η στρατηγική δεν ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του, έθεσε τις βάσεις για μια νέα περίοδο ψυχρού πολέμου — αυτή τη φορά με επίκεντρο την τεχνολογική καινοτομία και την πληροφόρηση.

Πολιτικός υπολογισμός και εσωτερική κατανάλωση

Η Κίνα για τον Τραμπ δεν αποτελεί μόνο εξωτερικό αντίπαλο, αλλά και ένα εύχρηστο εργαλείο για εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Σε κρίσιμες περιόδους —όπως η πανδημία του κορονοϊού— ο Τραμπ δεν δίστασε να μιλήσει για τον «κινεζικό ιό» (China Virus), μετατοπίζοντας τις ευθύνες για την εσωτερική διαχείριση της κρίσης προς το εξωτερικό. Αυτή η ρητορική ενίσχυσε το εθνικιστικό προφίλ του και συσπείρωσε τη βάση του.

Η αντι-κινεζική στάση ενσωματώνει στοιχεία φόβου, υπερηφάνειας και επιθετικότητας. Προσεγγίζει ένα κοινό που αισθάνεται ότι «οι άλλοι» εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ και βλέπει στην ηγεσία Τραμπ την υπόσχεση για αποκατάσταση του «χαμένου μεγαλείου».

Στρατηγικός ανταγωνισμός για την ηγεμονία

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η στοχοποίηση της Κίνας από τον Τραμπ αντικατοπτρίζει τον στρατηγικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις. Ο 21ος αιώνας διαμορφώνεται από την αντιπαλότητα Ουάσινγκτον – Πεκίνου, και ο Τραμπ, παρά την ανορθόδοξη προσέγγισή του, διαισθάνθηκε την ιστορική σημασία αυτής της στιγμής.

Η επιδίωξη της Κίνας να αυξήσει την παγκόσμια επιρροή της —μέσα από έργα όπως το “Belt and Road Initiative”, την ενίσχυση του ναυτικού της και την οικονομική της διείσδυση στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική— προκαλεί βαθύτατη ανησυχία στις ΗΠΑ. Ο Τραμπ εξέφρασε την αμερικανική ανησυχία με τρόπο απροκάλυπτο, επιθετικό και σε πολλές περιπτώσεις μη διπλωματικό, αλλά πέτυχε να επαναφέρει την Κίνα στο επίκεντρο του στρατηγικού σχεδιασμού της Ουάσινγκτον.

Τώρα η Κίνα βρίσκεται ξανά στο στόχαστρο του Τραμπ γιατί ενσαρκώνει όλα όσα εκείνος και η πολιτική του βάση θεωρούν απειλή: οικονομική εκμετάλλευση, τεχνολογική κυριαρχία, και στρατηγική πρόκληση στην αμερικανική ηγεμονία. Είτε πρόκειται για προεκλογική στρατηγική, είτε για βαθύτερη ιδεολογική τοποθέτηση, το Πεκίνο έχει καταστεί ο βασικός «αντίπαλος» στο αφήγημα του Τραμπ για την αναγέννηση της Αμερικής. Και όλα δείχνουν πως αυτό το αφήγημα θα συνεχίσει να παίζει κεντρικό ρόλο, εφόσον ο Τραμπ παραμείνει στο πολιτικό προσκήνιο.

Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας να κλιμακωθεί, με τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου να επιβάλλουν εκατέρωθεν δασμούς σε ευρύ φάσμα προϊόντων. Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει δασμούς που φτάνουν έως και το 125% σε κινεζικά προϊόντα, ενώ η Κίνα έχει απαντήσει με δασμούς έως 84% σε αμερικανικά προϊόντα.

Οι πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν ότι οι ΗΠΑ σκοπεύουν να εντείνουν τον αποκλεισμό της Κίνας στον τομέα των μικροεπεξεργαστών, ενώ η Κίνα εξετάζει τη μείωση της πρόσβασης των ΗΠΑ σε κρίσιμες σπάνιες γαίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για την παραγωγή πολλών τεχνολογικών προϊόντων. Αυτές οι κινήσεις αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και να αυξήσουν τις εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Aνάσα στις αγορές μετά την «ανακωχή» Τραμπ με όλους πλην Κίνας – Αλμα στην Ασία, στο +8% ο Nikkei

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ