Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαίωσε για άλλη μία φορά τον τίτλο του «απρόβλεπτου»: Την περασμένη Παρασκευή είχε ανακοινώσει απροσδόκητα την επιβολή δασμών 50% από την 1η Ιουνίου σε όλες τις εισαγωγές από την ΕΕ στις ΗΠΑ, λέγοντας μάλιστα πώς «δεν επιδιώκει συμφωνία».
Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της Δευτέρας, ο Τραμπ άλλαξε όμως γνώμη και ανέστειλε την ισχύ των νέων δασμών ως τις 9 Ιουλίου. Και αυτό, μετά από «μια πολύ καλή τηλεφωνική επικοινωνία» με την πρόεδρο της Κομισιόν με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Το χρονικό περιθώριο των 40 ημερών θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για διαπραγματεύσεις. Ο Τραμπ έχει απειλήσει βέβαια αρκετές φορές με υψηλούς δασμούς στο παρελθόν – και στη συνέχεια άλλαξε πορεία. «Μήπως τελικά ο Αμερικανός πρόεδρος χρησιμοποιεί τις απειλές του για δασμούς μόνο ως διαπραγματευτική τακτική;», είναι το ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν σήμερα, πρώτα και κύρια οι αγορές.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες άλλωστε, συνήψαν πρόσφατα εμπορική συμφωνία με τη Μεγάλη Βρετανία για την αποφυγή υψηλών δασμών και έχουν καταλήξει σε μια προσωρινή συμφωνία με την Κίνα.
Η ΕΕ, προκειμένου να εκτονωθεί η τρέχουσα εμπορική διαμάχη, είχε ήδη προσφέρει στις ΗΠΑ μια συμφωνία για την αμοιβαία κατάργηση όλων των δασμών σε βιομηχανικά προϊόντα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΕ και ο Τραμπ θα μπορούσαν να συνάψουν μια νέα συμφωνία για την επέκταση των αμερικανικών εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Θα ήταν επίσης δυνατή η εισαγωγή περισσότερου στρατιωτικού εξοπλισμού και γεωργικών προϊόντων για τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ με την ΕΕ.
«Κλέβει» η ΕΕ τις ΗΠΑ;
Ο Τραμπ κατηγορεί βέβαια συχνά τους Ευρωπαίους ότι «κλέβουν» τις ΗΠΑ. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι η ΕΕ ιδρύθηκε κυρίως με σκοπό την εκμετάλλευση των ΗΠΑ στον τομέα του εμπορίου.
Επιβάλλοντας πάντως υψηλότερους δασμούς στις εισαγωγές στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τραμπ θέλει να επιβάλει μεγαλύτερη ισορροπία στο παγκόσμιο εμπόριο. Το αν αυτή η στρατηγική θα λειτουργήσει, παραμένει ασαφές. Οι δασμοί είναι επίσης επικίνδυνοι για τον Τραμπ κι τους στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς θα μπορούσαν να αυξήσουν τις τιμές στα ράφια των αλυσίδων εφοδιασμού και φυσικά, τον πληθωρισμό.
Σε κάθε περίπτωση, από τις 2 Απριλίου που ο πρόεδρος Τραμπ εξαπέλυσε την πρώτη δασμολογική του επίθεση σε 185 χώρες, το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλονείναι αβέβαιο και η σύγχυση μεγάλη. Υπάρχουν άλλωστε συνέπειες που είναι ήδη αναπόφευκτες.
«Γενικότερα, η συνολική ζήτηση είναι πιθανό να αποδυναμωθεί, καθώς σχεδόν όλοι οι οικονομικοί παράγοντες –επιχειρήσεις, επενδυτές και νοικοκυριά- αναγκάζονται να αναβάλουν τις επενδυτικές και καταναλωτικές αποφάσεις μέχρι να υπάρξουν περισσότερες πληροφορίες», τονίζουν παράγοντες της αγοράς.
Μικρότερες οι συνέπειες στις ΗΠΑ
Η οικονομία των ΗΠΑ αντιπροσωπεύει το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και είναι αρκετά μεγάλη για να προκαλέσει σημαντικές αναταραχές. Ωστόσο, οι δασμοί Τραμπ δεν σημαίνουν άμεση καταστροφή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η οικονομία των ΗΠΑ δεν είναι πολύ εκτεθειμένη στο διεθνές εμπόριο: συμπεριλαμβανομένου του τομέα των υπηρεσιών, οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν μόνο το 14% του ΑΕΠ και οι εξαγωγές λίγο πάνω από το 11% .
Επιπλέον, η οικονομική ατζέντα Τραμπ θα μπορούσε να ενισχύσει την ανάπτυξη, απελευθερώνοντας ένα κύμα τοπικών επενδύσεων σε ένα ευρύ φάσμα τομέων και υποδομών.
Το ΔΝΤ εκτιμά πάντως ότι οι επιπτώσεις από τους δασμούς Τραμπ στην ανάπτυξη θα είναι μεγαλύτερος στις Ηνωμένες Πολιτείες (-0,9%), παρά στην Κίνα (-0,6%) και στην Ιαπωνία (-0,5%). Πολύ μικρότερος θα είναι ο αντίκτυπος στις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης, καθώς αναμένονται απώλειες 0,3% ή λιγότερο.
Μείωση εμπιστοσύνης
Μακροπρόθεσμα, οι επιπτώσεις της δασμολογικής πολιτικής του Τραμπ είναι πιθανό να μειώσουν την εμπιστοσύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά τα «ελαττώματά» της, η Αμερική θεωρείται εδώ και δεκαετίες ένας αξιόπιστος παγκόσμιος παράγοντας, τόσο στο εμπόριο και τα χρηματοοικονομικά, όσο και στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας. Αλλά αυτό δεν ισχύει πια. Μπροστά στην διαγραφόμενη αβεβαιότητα, ξένες κυβερνήσεις, επενδυτές και επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να προσαρμόζουν τις στρατηγικές τους αναζητώντας «σιγουριά και ασφάλεια», σημειώνουν οι ίδιες πηγές.
«Η μακροπρόθεσμη σταθερότητα της αμερικανικής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος διατρέχει επίσης κίνδυνο, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ αποδυναμώνει τα θεσμικά της θεμέλιά της», τονίζουν και προειδοποιούν: «Εάν αυτή η τάση συνεχιστεί, οι ροές ξένων επενδύσεων ενδέχεται να μετατοπιστούν μακριά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που θα μπορούσε να πλήξει τους στόχους του προέδρου Τραμπ».
Ο Αμερικανός πρόεδρος δείχνει να μην ενδιαφέρεται για τους διεθνείς θεσμούς στην πολιτική σκηνή, επιδιώκοντας τη διαπραγμάτευση διμερών συμφωνιών με τους ηγέτες άλλων ανεπτυγμένων οικονομιών. Η συμμετοχή των ΗΠΑ στις προσπάθειες οικοδόμησης ενός νέου, πιο σύνθετου πολυπολικού κόσμου, θα τείνει να είναι όλο και πιο μικρή, αν συνεχιστεί η σημερινή πολιτική του Λευκού Οίκου.
Ο καθοριστικός ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στα παγκόσμια συστήματα ασφαλείας θα περιπλέξει αυτή τη διαδικασία, όσο η κυβέρνηση Τραμπ θα σπέρνει σύγχυση και αβεβαιότητα. Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις ορισμένων πολιτικών της κυβέρνησης Τραμπ είναι πιθανό να είναι πολύ πιο εκτεταμένες και μόνο εν μέρει αναστρέψιμες.
Πηγή: naftemporiki.gr
Διαβάστε επίσης: Η Κίνα θέλει να δημιουργήσει τραπεζικούς κολοσσούς – Πιέζει για συγχωνεύσεις