27 χρόνια ΕΚΤ: Οι τέσσερις πρόεδροι και οι κρίσεις που διαχειρίστηκαν

Τα βήματα από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα - Τα «ορόσημα» της Lehmann Brothers, της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης και το «whatever it takes» τους Super Mario, η πανδημία και η πληθωριστική κρίση - Η επόμενη μέρα για την Φρανκφούρτη

Την ερχόμενη Πέμπτη το απόγευμα, οι αγορές και οι επενδυτές θα έχουν στραμμένη την προσοχή τους στις ανακοινώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ μετά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Μπορεί η απόφαση να είναι σχεδόν προεξοφλημένη από τους αναλυτές, για μείωση κατά 0,25% των επιτοκίων, την 8η συνεχή εδώ και ένα χρόνο, σε ένα κύκλο χαλάρωσης που ξεκίνησε τον περυσινό Ιούνιο και θα τα «προσγειώσει» στο 2%. Αλλά επ’ ουδενί δεν χάνει τη σημασία της. Είναι σηματοδότηση πολιτικής για κράτη, κυβερνήσεις, τράπεζες και αγορές από την δεύτερη πλέον σε ισχύ και επιρροή Κεντρική Τράπεζα στον πλανήτη, -μετά την Αμερικανική (Fed)-, που εκπροσωπεί μια αγορά σχεδόν 500 εκατομμυρίων ανθρώπων και ΑΕΠ 17 τρισ. ευρώ (σε επίπεδο ΕΕ) και 14,2 δισ. σε επίπεδο Ευρωζώνης, η τρίτη οικονομία στον πλανήτη.

Δεν ήταν βέβαια, έτσι από την αρχή. Η ΕΚΤ, που σήμερα «γιορτάζει» τα 27α γενέθλιά της, καθώς η λειτουργία της ξεκίνησε την Δευτέρα 1η Ιουνίου του 1998, πέρα από τις «παιδικές αρρώστιες» μιας Κεντρικής Τράπεζας που ερχόταν να καθοδηγήσει την νομισματική πολιτική 11 χωρών που συγκροτούσαν τότε την ΟΝΕ και τη μετέπειτα ζώνη του ευρώ,  χρειάστηκε στη συνέχεια να αντιμετωπίσει πολλές και συχνά σύνθετες και πολυπαραγοντικές κρίσεις.     

Στόχος της δημιουργίας της επομένως, ήταν η προετοιμασία για την εισαγωγή του ευρώ, που θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη νομισματική μετάβαση που έγινε ποτέ στον κόσμο. Με το μεγάλο ερώτημα στα μυαλά των Ευρωπαίων ηγετών εκείνης της εποχής, αλλά και των παραγόντων της διεθνούς οικονομίας, των ίδιων των αγορών μη εξαιρουμένων, να είναι αν το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα θα μπορούσε τελικά να λειτουργήσει. 

Εκατοντάδες τεχνοκράτες εργάζονταν για μια τριετία με φρενήρεις ρυθμούς προκειμένου να διαμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο της λειτουργίας της νέας Κεντρικής Τράπεζας και ιδίως για την επίπονη αναθεώρηση συμβάσεων που βασίζονταν σε συναλλαγματικές ισοτιμίες οι οποίες σύντομα θα έπαυαν να υπάρχουν. Και τελικά «κλειδώθηκαν» στις αρχές του 1999. Σήμερα, 27 χρόνια μετά, είναι δεδομένο πως το συγκεκριμένο στοίχημα κερδήθηκε.

Ο Βιμ Ντούιζεμπεργκ

Πρώτος πρόεδρος της ΕΚΤ ήταν ο αείμνηστος Βιμ Ντούιζενμπεργκ. Ένας ικανός Ολλανδός οικονομολόγος, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Γρόνιγκεν, καθώς και τραπεζίτης, που είχε διατελέσει προηγουμένως υπουργός Οικονομικών, όπως και επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας του επί 15 χρόνια (1982-1997). Είχε θητεία και στο ΔΝΤ, ενώ διατέλεσε και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος, του προδρόμου της ΕΚΤ.

Εύσωμος και μανιώδης καπνιστής, ήταν ο πρώτος που πήρε το προσωνύμιο «ο κύριος ευρώ», καθώς η παρουσία του στο τιμόνι της ΕΚΤ ταυτίστηκε με την ιστορική και σχεδόν άψογη εισαγωγή του ευρώ στη ζωή των Ευρωπαίων  και στη λειτουργία των παγκόσμιων αγορών.

Ωστόσο, παρά όλες τις «τεχνικές» επιτυχίες της ΕΚΤ και τη σχετική επιτυχία της στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, καθώς η ανάπτυξη στις χώρες του ευρώ διατηρήθηκε υψηλή και ο πληθωρισμός χαμηλός, ο Ντούιζενμπεργκ έμεινε στην ιστορία περισσότερο για την αδυναμία του να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις διεθνείς και εσωτερικές κρίσεις εκείνης της πενταετίας.

Η επιλογή του για την προεδρία της ΕΚΤ ήταν προϊόν ενός ακόμα γαλλο-γερμανικού συμβιβασμού, με σφραγίδα πάντως του Τόνι Μπλερ παρότι η Μεγάλη Βρετανία δεν θα συμμετείχε στο εγχείρημα του ευρώ. Οι Γερμανοί πίστευαν ότι θα ήλεγχαν τον Ντούιζεμπεργκ, καθώς ήταν ισχυρός υποστηρικτής της συντηρητικής οικονομικής γραμμής, ενώ το Παρίσι ήθελε Γάλλο επικεφαλής. Ο Μπλερ βρήκε το συμβιβασμό, να μοιραστούν ο Ολλανδός και ένας Γάλλος την πρώτη θητεία. Αυτό συνέβη κατά το ήμισυ. Ο Ντούιζεμπεργκ παραιτήθηκε το 2003, αλλά ο χρόνος μηδενίστηκε και ο διάδοχος του, Ζαν Κλον Τρισέ υπηρέτησε πλήρη οκταετία. 

Ο Ντούιζεμπεργκ επικρίθηκε για την ατολμία του να υπερασπιστεί με μέτρα και πολιτικές το ευρώ στα πρώτα του βήματα, όπου έφτασε σε πολύ χαμηλά επίπεδα ισοτιμίας έναντι του δολαρίου, ακόμη και στο 0,85. Ακόμη χειρότερα, κάποιες εντελώς ατυχείς δηλώσεις του τροφοδότησαν περαιτέρω τη διολίσθηση του κοινού νομίσματος, επηρεάζοντας αρνητικά την αξιοπιστία της νεοσύστατης ΕΚΤ και ενισχύοντας τις πολλαπλές ανησυχίες σε διάφορες οικονομίες της Ευρωζώνης ότι είχαν εγκαταλείψει ένα ισχυρό νόμισμα για ένα μάλλον αδύναμο.

Το φθινόπωρο του 2000, για παράδειγμα, δήλωσε στους Sunday Times ότι η ΕΚΤ ήταν απίθανο να παρέμβει στα ξένα χρηματιστήρια σε περίπτωση πολέμου στη Μέση Ανατολή. Το ευρώ συνετρίβη. Τελικά αναγκάστηκαν οι κεντρικές τράπεζες των G-7 να παρέμβουν και να το σώσουν. Ήταν η πρώτη διάσωση του ευρώ. 

Επίσης, ήταν σε συνεχή διαμάχη με τους ηγέτες της Ευρωζώνης εκείνης της εποχής, αρνούμενος να μειώσει τα επιτόκια για να βοηθήσει στην τόνωση της αργής οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης και στη μείωση της υψηλής ανεργίας. Στις 31 Μαΐου 2001 εξάλλου, έξι μήνες πριν την κυκλοφορία του ευρώ, ο Ντούιζεμπεργκ υποστήριξε ότι «μια κατάρρευση του ευρώ δεν θέτει σε κίνδυνο τον στόχο της τράπεζας για τη σταθερότητα των τιμών… ούτε καν αποτελεί πρόβλημα»! Νέα συντριβή. 

Ο πρώτος πρόεδρος της ΕΚΤ έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις για την δράση του. Έχασε τη ζωή του στις 31 Ιουλίου 2005, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήταν 70 ετών.  

Ο Ζακν Κλοντ Τρισέ

Δυο χρόνια νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 2003 τα ηνία της ΕΚΤ είχε αναλάβει ο Ζαν Κλοντ Τρισέ, όπως προέβλεπε η γαλλο-γερμανική συμφωνία. Οικονομολόγος και τραπεζίτης, το 1993 ανέλαβε τη διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας, όμως τον Ιανουάριο του 2003 παραπέμφθηκε σε δίκη για ένα οικονομικό σκάνδαλο που αφορούσε παρατυπίες στην Crédit Lyonnais, μία από της μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, μαζί με άλλους 8 κατηγορούμενους. Τελικά, τον Ιούνιο του ίδιου έτους απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, με αποτέλεσμα να ανοίξει ο δρόμος του για την Φρανκφούρτη.   

Ο Τρισέ αντιμετώπισε στη θητεία του πολύ πιο σοβαρές κρίσεις σε σχέση με τον προκάτοχό του. Όπως η κρίση των subprime και της Lehman Brothers. Ο Τρισέ πρότεινε και η ΕΚΤ παρενέβη με 95 δισ. ευρώ στις 9 Αυγούστου 2007 για να αντιμετωπιστεί ο τεράστιος αντίκτυπος της κρίσης των subprime στην ευρωπαϊκή αγορά χρήματος. Ήταν η πρώτη μεγάλη και άμεση παρέμβαση, καθώς αποφασίστηκε σε μόλις τρεις ώρες, που είχε γίνει μέχρι τότε από κεντρική τράπεζα. Οι Financial Times τον ανακήρυξαν τότε σε «Πρόσωπο της Χρονιάς», ακριβώς λόγω της τόλμης για την προσφορά ρευστότητας 95 δισ. ευρώ. 

Στη συνέχεια η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκιά της, αλλά διαβλέποντας το τι έρχεται από τις ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers που οδήγησε στη μεγαλύτερη σύγχρονη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση μετά το κραχ του 1929, προχώρησε σε μειώσεις ανακουφίζοντας την ευρωπαϊκή οικονομία από τις πιέσεις. Επικρίθηκε ωστόσο για καθυστερημένη αντίδραση και λανθασμένη αρχική εκτίμηση των επιπτώσεων της σχεδόν βέβαιης «μετάγγισης» στην Ευρώπη της αμερικανικής κρίσης. 

Μια τρίτη πολύ σημαντική στιγμή ήταν όταν οι κερδοσκόποι επιτέθηκαν σε Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία τον Μάιο του 2010. Ο Τρισέ, -εδώ έπαιξε σημαντικό ρόλο και η παρουσία στην αντιπροεδρία της ΕΚΤ, του Λουκά Παπαδήμου- προχώρησε το πρόγραμμα αγοράς τίτλων (SMP), προκειμένου να προστατευθούν οι 3 χώρες, απολαμβάνοντας επιτόκια όσο το δυνατόν πλησιέστερα σε αυτά της ΕΚΤ για το σύνολο της ευρωζώνης, κόντρα στις κερδοσκοπικές πιέσεις. 

Η ΕΚΤ ανακοίνωσε τότε το πρώτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, συμπεριλαμβάνοντας τελικά και Ιταλία, Ισπανία ύψους 214 δισ. ευρώ, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις του Βερολίνου. 

Την ίδια περίοδο ωστόσο, ο Τρισέ, για λογαριασμό της ΕΚΤ, αρνήθηκε σθεναρά την πρόταση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Αιτία, η συμφωνία Ντοβίλ, που προέβλεπε ότι από τη στιγμή που μια χώρα θα ζητούσε βοήθεια από την ΕΕ, τότε ο ιδιωτικός τομέας θα έπρεπε να δεχτεί να χάσει χρήματα. Η συμφωνία εγκαταλείφθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της ΕΕ τον Ιούλιο του 2011. Τότε άλλαξε ρότα και ο Τρισέ.

Στην ίδια περίοδο, ο 83χρονος σήμερα Τρισέ δέχτηκε σφοδρές επικρίσεις για αδικαιολόγητο  διπλασιασμό των επιτοκίων από την ΕΚΤ υπό τον φόβο ότι τα παρεμβατικά μέτρα υπέρ των οικονομιών σε κρίση θα οδηγούσαν σε μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού.   

Εποχή Super Mario

Τις αυξήσεις αυτές κατήργησε σχεδόν αμέσως ο Μάριο Ντράγκι, που ανέλαβε καθήκοντα στην έδρα της ΕΚΤ, στον ουρανοξύστη των 185 ορόφων στη Φρανκφούρτη, την 1η Νοεμβρίου 2011, προερχόμενος από την προεδρία της ιταλικής κεντρικής τράπεζας και προηγουμένως του CEO της Goldman Sachs International. 

Ο Ντράγκι εκλήθη να διαχειριστεί την πιο σφοδρή κρίση στην ιστορία της Ευρωζώνης και μάλιστα σε δυο φάσεις. Μια το 2012 και μια δεύτερη το 2015. Με τη φράση του ότι υπό την ηγεσία του, η ΕΚΤ «…είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειαστεί (whatever it takes) για να διατηρήσει το ευρώ. Και πιστέψτε με, θα είναι αρκετό», που απηύθυνε στο απόγειο της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, το καλοκαίρι του 2012, προς διεθνείς επενδυτές στο Λονδίνο, προειδοποίησε τους πιθανούς κερδοσκόπους που θα στοιχημάτιζαν στην κατάρρευση του ευρώ, ότι δεν θα διστάσει να πάρει όποιο μέτρο απαιτηθεί για τη διάσωση του ευρωνομίσματος, συνακόλουθα της Ευρωζώνης. Εκ του αποτελέσματος δικαιώθηκε πανηγυρικά. 

Αρχικά οδήγησε σε σταθερή μείωση των αποδόσεων των ομολόγων (κόστος δανεισμού) για τις χώρες της Ευρωζώνης, ιδίως τις Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία. Δύο μήνες μετά, ανακοίνωσε ότι θα υπάρξει, υπό προϋποθέσεις, απεριόριστη αγορά από την ΕΚΤ ομολόγων χωρών που μπορεί να βρεθούν σε αδυναμία δανεισμού. Οι κινήσεις αυτές ήταν αρκετές για να μειωθούν περαιτέρω οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων στην Ευρωζώνη, δίνοντας ανάσα στους κρατικούς προϋπολογισμούς με τη σημαντική μείωση των δαπανών για τόκους.

Κυρίως, σε επίπεδο κλίματος, εδραίωσε την πεποίθηση ότι υπάρχουν ισχυρά κέντρα εξουσίας που δεν θα διστάσουν να στηρίξουν την πορεία της Ευρωζώνης με τολμηρές αποφάσεις, καλύπτοντας διαθρωτικές αδυναμίες και θεσμικά κενά.  

Η ΕΚΤ κατοχύρωσε έτσι, τον πρωταγωνιστικό ρόλο της για την αντιμετώπιση της ευρω-κρίσης, καθώς δεν υπήρχε άλλο θεσμικό όργανο με απεριόριστα περιθώρια ρευστότητας. Ήδη από τον Δεκέμβριο του 2011, προχώρησε σε τριετές πρόγραμμα δανεισμού 489 δισ. ευρώ της ΕΚΤ προς τις τράπεζες της ΕΕ, για τη θωράκισή τους. Τον Μάρτιο του 2012, ξεκίνησε ένας δεύτερος, μεγαλύτερος γύρος δανείων της ΕΚΤ σε τράπεζες της ΕΕ, αυτή τη φορά με το όνομα Πράξη Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (TLTRO). 

Το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη μειώθηκε αισθητά, αλλά όχι σε βαθμό που να επιτρέπει την ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας της. Το 2014 η ΕΚΤ ανέλαβε την τραπεζική εποπτεία, καθιερώνοντας έκτοτε τακτικούς αυστηρούς ελέγχους τις τράπεζες της δικαιοδοσίας της μέσω του εποπτικού της μηχανισμού (SSM), υποβάλλοντας τες σε τακτικά stress tests για την ανθεκτικότητα τους έναντι δυνητικών κινδύνων σε διάφορα σενάρια και αξιολογώντας την κεφαλαιακή τους επάρκεια.    

Ο Ντράγκι εισηγήθηκε στις αρχές του 2015 την εφαρμογή ενός μεγάλου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (γνωστού ως QE), με την αγορά κρατικών ομολόγων, ύψους πάνω από 2 τρισ. ευρώ. Το πρόγραμμα αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ στο μηδέν και του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων στο -0,4%, είχε σημαντικά αποτελέσματα, καθώς η οικονομία της Ευρωζώνης επανήλθε σε ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2% για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια και ο τραπεζικός δανεισμός στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αυξήθηκε εντυπωσιακά. 

Ο Ντράγκι έχει πλέον ταυτιστεί στη συνείδηση των Ευρωπαίων όχι μόνο ως ο άνθρωπος που έσωσε το ευρώ, αλλά και ως η «φωνή συναγερμού» για την μάχη που πρέπει να κερδίσει η ΕΕ στον παγκόσμιο οικονομικό και εμπορικό χάρτη, προχωρώντας σε τολμηρές μεταρρυθμιστικές κινήσεις και επιλογές που θα οδηγήσουν πρωτίστως στην ανάκαμψη της ασθμαίνουσας βιομηχανίας της, της υψηλής τεχνολογίας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της.       

Η Κριστίν Λαγκάρντ

Βέβαια, έτσι, ο «Super Mario» άφησε μια βαριά παρακαταθήκη για τους διαδόχους του, με πρώτη την Κριστίν Λαγκάρντ. Η Γαλλίδα πρώην υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής του ΔΝΤ ελέω των… «ανδραγαθημάτων» του συμπατριώτη της Ντομινίκ Στρος Καν, βρίσκεται από τον Νοέμβριο του 2018 στο τιμόνι της ΕΚΤ. Και η πλήρης αλήθεια είναι ότι και αυτή αντιμετώπισε πολύ δύσκολες κρίσεις, όπως η πανδημική, η ενεργειακή και η πληθωριστική, τις επιδράσεις και τον απόηχο των οποίων πριν ακόμα υποχωρήσουν, έρχεται να τους αναζωπυρώσει η επιθετική πολιτική του Τραμπ κατά πάντων, με τους δασμούς.         

Ως προς την αναταραχή και τις άμεσες δραματικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην ευρωπαϊκή οικονομία η αλήθεια είναι ότι η -κατά τα άλλα δικηγόρος- Λαγκάρντ πιστώθηκε τα άμεσα και ισχυρά αντανακλαστικά που επέδειξε και έδωσε τον τόνο και για τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα της ΕΕ και της Ευρωζώνης για το πώς πρέπει να κινηθούν. Πριν καν η Covid-19 οδηγήσει στα καθολικά λοκ άουτ και το κλείσιμο των οικονομιών στην Ευρώπη, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ εισήγαγε τον Μάρτιο του 2020 το νέο πρόγραμμα αγορών στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας, το γνωστό και ως Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP). Το πρόγραμμα αυτό συμπλήρωνε τα προγράμματα αγοράς στοιχείων ενεργητικού που είχαν εισαχθεί από το 2014.

Στην έναρξή του, το PEPP περιλάμβανε αγορές τίτλων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα συνολικού ύψους 750 δισ. ευρώ. Αποδείχτηκε ανεπαρκές, καθώς η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη λόγω των αναγκαίων υγειονομικών μέτρων ήταν τόσο απότομη και εκτεταμένη, που ανάγκασε την ΕΚΤ σε αύξηση του προγράμματος κατά 600 δισ. τον Ιούνιο και επιπλέον 500 δισ. τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Ανεβάζοντας δηλαδή, το συνολικό ύψος του προγράμματος στο ιλιγγιώδες ύψος των 1,85 τρισ. ευρώ. 

Η επέκταση του PEPP οδήγησε  σε περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, με ωφελημένους σχεδόν εξίσου όλα τα κράτη και όλους τους τομείς της οικονομίας από τις ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης: νοικοκυριά, επιχειρήσεις, τράπεζες και κυβερνήσεις. Η ουσία είναι ότι με τις παρεμβάσεις της η ΕΚΤ κράτησε όρθια την ευρωπαϊκή οικονομία, την ώρα που τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ (Κομισιόν, Συμβούλια Αρχηγών κ.α.) κωλυσιεργούσαν πριν πάρουν τις σωστές αναγκαίες αποφάσεις, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος.

Το ίδιο αλήθεια είναι ωστόσο, ότι η Λαγκάρντ και οι επιτελείς της στη Φρανκφούρτη καθυστέρησαν να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν το μέγεθος, την ένταση και τη διάρκεια της πληθωριστικής κρίσης, που ακολούθησε την πανδημική και ενισχύθηκε από την ενεργειακή. Αποτέλεσμα η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων ποσοτικής σύσφιγξης, που καθήλωσε την Ευρωζώνη σε υψηλό πληθωρισμό και χαμηλή έως αναιμική ανάπτυξη για μια διετία. Και η όλη αυτή διαχείριση από την Λαγκάρντ δεδομένα έπληξε την αξιοπιστία της ΕΚΤ, την ώρα που τη χρειάζεται άνευ ετέρας, για να πλασαριστεί με αξιόπιστους όρους στην ήδη εξελισσόμενη σκληρή μάχη των δασμών, αλλά και τον πόλεμο των νομισμάτων.

Όπου πάντως, η ίδια πιστεύει ότι η υποχώρηση του δείκτη δολαρίου πάνω από 8% από την αρχή του έτους και το διαρκώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο συνιστά μια ευκαιρία αναβάθμισης του κύρους του ευρώ, ώστε να διαδραματίσει ένα σημαντικότερο διεθνή ρόλο, με αναβαθμισμένο καθεστώς αποθεματικού νομίσματος, αξιοποιώντας ένα σωστό μείγμα πολιτικής. Κάτι που θα επέφερε πληθώρα πλεονεκτημάτων στην Ευρώπη, όπως χαμηλότερο κόστος δανεισμού για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, προστασία από τη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως και από κυρώσεις ή άλλες επιθετικές κινήσεις.

Την ίδια ώρα, μεγάλη πρόκληση της «επόμενης ημέρας» της ΕΚΤ είναι η επιτάχυνση των βημάτων προς την τραπεζική ενοποίηση. Ένα στοίχημα που μένει ανοιχτό από το 2012 και το πιο ουσιαστικό βήμα που έχει γίνει μέχρι τώρα είναι η θεσμοθέτηση του SSM (Single Supervisory Mechanism) το 2014 και πλέον έχει κολλήσει από το 2022. Ακόμη, η δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – EDIS), απαραίτητο στοιχείο για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών, ιδίως σε περίπτωση διασυνοριακών αναταράξεων και συστημικών κρίσεων.

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Δολάριο: Καταρρέει η συσχέτιση με τις αποδόσεις των ομολόγων

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ