Τόσα κόστισε το Brexit στη Βρετανία

Για την τριετία 2016-19.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον επιθυμεί να αναδειχθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της βρετανικής οικονομίας. Βασική προϋπόθεση για την εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας είναι η αντιστάθμιση του κόστους του Brexit, το οποίο επιβαρύνει τη βρετανική οικονομία από το δημοψήφισμα του 2016 έως και σήμερα.

Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg Economics, το οικονομικό κόστος του Brexit για τη βρετανική οικονομία ανέρχεται στα 170 δισ. δολάρια. Επιπλέον, υπολογίζεται ότι μέχρι το τέλος του 2020, δηλαδή μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβατικής περιόδου του Brexit, η οικονομία της χώρας θα επιβαρυνθεί κατά περίπου 91,5 δισ. επιπλέον.

Η χώρα έχει μεν δρομολογήσει την έξοδό της από την Ευρωπαϊκή Ενωση στο τέλος του Ιανουαρίου, ωστόσο η αβεβαιότητα που έχει επικρατήσει στο διάστημα από το δημοψήφισμα του 2016 έχει πλήξει την οικονομία και τις επενδύσεις. Οταν το μέλλον φαίνεται πολύ απρόβλεπτο, οι εταιρείες τείνουν να καθυστερούν τις προσλήψεις και τις επενδύσεις, ενώ αναβάλλουν πολλές άλλες αποφάσεις, όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του Business Harvard Review.

«Υπολογίζεται πως η αναμονή για το Brexit έχει οδηγήσει σε σταδιακή μείωση των επενδύσεων κατά περίπου 11% τα τελευταία τρία χρόνια, μετά το δημοψήφισμα του 2016», σημειώνεται  σε έρευνα οικονομολόγων σχετικά με την επίδραση του Brexit στις βρετανικές εταιρείες, όπως δημοσιεύεται από το Business Harvard Review. Υπολογίζεται, επίσης, ότι η παραγωγικότητα στη Βρετανία έχει μειωθεί από 2% έως 5% στο ίδιο διάστημα.

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι οικονομικοί διευθυντές και οι διευθύνοντες σύμβουλοι των βρετανικών επιχειρήσεων αφιερώνουν περίπου 200 ώρες ετησίως για την προετοιμασία ενόψει Brexit. Το τοπίο είναι τόσο θολό, ώστε τα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων προσπαθούν να προετοιμαστούν για κάθε πιθανό σενάριο.

Μέχρι το τέλος του έτους το κόστος του Brexit αναμένεται πως θα ανέλθει περίπου στα 261,5 δισ. δολάρια, όπως  αναφέρει ο Νταν Χάνσον από το Bloomberg Economics. Παρότι έχει διασφαλιστεί ότι η Βρετανία θα αποχωρήσει από την Ε.Ε. έχοντας πρώτα υπογράψει εμπορική συμφωνία, οι 11 μήνες διαπραγματεύσεων από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Δεκέμβριο ενδέχεται να προκαλέσουν ισχυρό πλήγμα στη βρετανική οικονομία.

Η δοκιμασία

Η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τόνισε σε συνέντευξή της αυτή την εβδομάδα ότι η μεγαλύτερη δοκιμασία θα ξεκινήσει τον Φεβρουάριο, όταν Βρετανία και Βρυξέλλες θα ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις για επίτευξη εμπορικής συμφωνίας. «Ο αντίκτυπος του Brexit στην οικονομία της Ευρωζώνης θα κριθεί από τις λεπτομέρειες αυτής της συμφωνίας, εφόσον πράγματι μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα»,  δήλωσε η επικεφαλής της ΕΚΤ στο γαλλικό περιοδικό Challenges. Η Λαγκάρντ αναφερόταν βέβαια στην πλευρά της Ευρωζώνης, αλλά η ίδια περίπτωση ισχύει και για τη Βρετανία.

Από το δημοψήφισμα του 2016, η Βρετανία έχει αποστασιοποιηθεί από την Ομάδα των Επτά (G7) πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά κρατών. Εάν είχε διατηρήσει τη σχέση της με τις υπόλοιπες έξι χώρες, η βρετανική οικονομία θα ήταν κατά 3% μεγαλύτερη, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης από το 2016 έχει υποχωρήσει στο 1%, ενώ προηγουμένως βρισκόταν στο 2%.

Πάντως, η βρετανική κυβέρνηση παραμένει αισιόδοξη. Ενδεικτικά, ο βουλευτής των Συντηρητικών και πρώην υπουργός Εσωτερικών Σαγίντ Τζαβίντ, έχει υποσχεθεί την έναρξη μιας «δεκαετίας ανανέωσης», στην οποία θα περιλαμβάνονται φοροαπαλλαγές και χορήγηση κινήτρων για επενδύσεις.

Παρ’ όλα αυτά, η Βρετανία δεν πρόκειται να επανακτήσει το χαμένο έδαφος από την περίοδο του δημοψηφίσματος έως σήμερα, σχολίασε στο Bloomberg ο Νταν Χάνσον. «Οσο η Βρετανία συμβιβάζεται με τη νέα εμπορική σχέση με την Ε.Ε. και παλεύει με τη δοκιμασία της παραγωγικότητας, που επιβαρύνει την ανάπτυξη από τη χρηματοπιστωτική κρίση, το ετήσιο κόστος του Brexit πιθανότατα θα συνεχίσει να αυξάνεται», συμπληρώνει ο Χάνσον.
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ