Το στοίχημα του πληθωρισμού

Οι αποπληθωριστικές τάσεις είναι ζημιογόνες, καθώς οι καταναλωτές δεν αγοράζουν αναμένοντας ακόμα καλύτερες τιμές.

Του Ξένιου Μεσαρίτη

Ένα από τα κυριότερα και θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη που αντικατοπτρίζουν την εικόνα μιας οικονομίας είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος αντιστοιχεί στη διαχρονική μεταβολή των τιμών αγαθών και υπηρεσιών. Ουσιαστικά, στον δείκτη του πληθωρισμού αντανακλάται η εξέλιξη μιας οικονομίας μέσω της ενεργής ζήτησης και της μεταβολής του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών του Καταναλωτή.

ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ

Τα χαμηλά ποσοστά του πληθωρισμού και των συνεχόμενων αποκλίσεων από τον στόχο του «ελάχιστα πιο κάτω από το 2% ετησίως» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θέτουν την Ευρωζώνη σε τροχιά αποπληθωρισμού. Παρόλο που υπήρξαν ενδεχομένως αρχικά οφέλη για τους καταναλωτές από την πτώση των τιμών, επισκιάζονται λόγω της ανησυχίας για τις ευρύτερες επιπτώσεις τους τα τελευταία επτά χρόνια, από το 2013 κι έπειτα. Η οικονομική θεωρία αλλά και η πρόσφατη ιστορική εμπειρία, παραδείγματος χάριν η παρατεταμένη περίοδος αποπληθωρισμού τη δεκαετία του 1990 στην Ιαπωνία ή οι συνεχείς αρνητικοί πληθωρισμοί κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου στη Μεγάλη Βρετανία, έθεσαν ως επιτακτική ανάγκη την αντιμετώπιση του αποπληθωρισμού. Επιγραμματικά, οι αποπληθωριστικές τάσεις είναι ζημιογόνες για μια οικονομία, καθώς οι καταναλωτές αναβάλλουν τις όποιες αγορές αγαθών λόγω του ότι αναμένουν τη σταδιακή περαιτέρω μείωση των τιμών, συνεπώς υπάρχει μια αναβλητικότητα και μείωση στην κατανάλωση και γενική στασιμότητα στην αγορά. Σημαντικό επίσης είναι ότι, ενώ σε περιόδους που η αγορά αναμένει πληθωρισμό της τάξης του 2,5% με 3,5% οι καταναλωτές είναι πιο πρόθυμοι να δανειστούν, θεωρώντας ότι τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού θα βοηθήσουν πιο γρήγορα στη μείωση της πραγματικής αξίας του χρέους, σε περιόδους με πληθωρισμό 0,5% με 1,5% η μείωση του πραγματικού χρέους μειώνεται με αρκετά πιο αργούς ρυθμούς και ως εκ τούτου οι δυνητικοί δανειολήπτες αναβάλλουν την όποια δανειοδότησή τους.

Για το σύνολο των 19 κρατών-μελών της Ευρωζώνης, ο πληθωρισμός έχει υπολογιστεί στο 1,3% για το 2019, ενώ ο πυρήνας πληθωρισμού (core inflation) ήταν αρκετά πιο κάτω, στο 1,1% – για τη μέτρησή του αφαιρούνται στοιχεία με αρκετή μεταβλητότητα, όπως η ενέργεια, το φαγητό και τα καπνικά προϊόντα. Πιο υψηλό πληθωρισμό από τα 19 κράτη της Ευρωζώνης είχε η Σλοβακία με 2,8%, η Ολλανδία με 2,7% και η Λετονία με επίσης 2,7%, με τέταρτη στη σχετική κατάταξη την Εσθονία με 2,3%. Χαμηλότερα επίπεδα πληθωρισμού είχε η Πορτογαλία με 0,3%, η Ελλάδα και η Κύπρος με 0,5%, με την Ιταλία να ακολουθεί με 0,6%.

Ο πληθωρισμός για τον Ιανουάριο του 2020 στην Ευρωζώνη κυμάνθηκε στο 1,4% σε σχέση με το 1,3% που υπολογίστηκε τον Δεκέμβριο του 2019. Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητή η επιμέρους ανάλυση των παραγώγων του πληθωρισμού της Ευρωζώνης, όπου μεγαλύτερη αύξηση είχαν για τον Ιανουάριο το φαγητό, το αλκοόλ και τα καπνικά προϊόντα (2,2% σε σχέση με 2,0% τον Δεκέμβριο του 2019), ακολούθως η ενέργεια (1,8% συγκριτικά με 0,2% τον Δεκέμβριο), οι υπηρεσίες (1,5% σε σχέση με 1,8% τον προηγούμενο μήνα) και τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά (0,3% συγκριτικά με 0,5% τον Δεκέμβριο).

Η ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΧΑΛΑΡΩΣΗ ΩΣ ΠΑΝΑΚΕΙΑ;

Για την αντιμετώπιση του χαμηλού πληθωρισμού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ, που από το 2009 έλαβαν τα μέτρα τους μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, αντέταξε ως κυριότερο αντίδοτο την ποσοτική χαλάρωση. Η μεγάλη καθυστέρηση στη λήψη ουσιαστικών μέτρων για αντιμετώπιση των αποπληθωριστικών τάσεων προέκυψε κυρίως από την εναντίωση της Γερμανίας, της οποίας πάγια θέση είναι η αντίθεση στην όποια νομισματική επέκταση ή σε πολιτικές έμμεσου ή άμεσου τυπώματος χρήματος. Ωστόσο, λόγω της βαθύτατης ύφεσης που επικρατούσε στις χώρες της νότιας περιφέρειας της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ αναγκάστηκε έστω και με καθυστέρηση να προχωρήσει στο μέτρο της ποσοτικής χαλάρωσης. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2015 και ενώ η ΕΚΤ είχε σχεδόν μηδενίσει τα επιτόκιά της, δημιουργώντας έτσι φθηνό χρήμα για τις τράπεζες, αυτές εξακολουθούσαν να μη διοχετεύουν τη ρευστότητά τους μέσω δανεισμού στην αγορά, οι εταιρείες να μην επενδύουν και οι καταναλωτές να μην ξοδεύουν, κρατώντας τον πληθωρισμό κοντά στο μηδέν, ενώ ανά περιόδους λάμβανε και αρνητικά πρόσημα. Συνεπώς, η ΕΚΤ έπρεπε να βρει άλλο τρόπο για να επιτύχει την εισχώρηση ρευστότητας στην αγορά και αυτός ο τρόπος ήταν η ποσοτική χαλάρωση στις αρχές του 2015, αγοράζοντας κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα και αυξάνοντας την προσφορά χρήματος στην αγορά, στην προσπάθειά της να ενθαρρύνει τον δανεισμό και την επένδυση και ακολούθως την απασχόληση και την κατανάλωση, σκοπεύοντας να δημιουργήσει πληθωριστικές τάσεις που να πετυχαίνουν τον στόχο του «λίγο πιο κάτω από το 2%».

Η πολιτική που ακολούθησε για σχεδόν πέντε χρόνια ο Μάριο Ντράγκι ως επικεφαλής της ΕΚΤ, μέχρι τον Νοέμβριο του 2019, οπότε και ανέλαβε τα ηνία η Κριστίν Λαγκάρντ, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, τουλάχιστον όσον αφορά τον στόχο του πληθωρισμού. Όσον αφορά τους υπόλοιπους μακροοικονομικούς δείκτες, η ανεργία κυμαίνεται για την Ευρωζώνη στο 7,4% για το 2019, ποσοστό που είναι αρκετά ικανοποιητικό, αν και διπλάσιο από το αντίστοιχο των ΗΠΑ, ενώ ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ για την Ευρωζώνη ήταν για το 2019 1,2% σε σύγκριση με 2,1% της αμερικανικής οικονομίας και σε σύγκριση με 3,4% ρυθμού μεταβολής του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για το 2019. Η δήλωση του Πέτερ Πρετ, του επικεφαλής οικονομολόγου της ΕΚΤ, περί τα τέλη του 2018, αποτελεί αρκετά γλαφυρή περιγραφή των αποτελεσμάτων της νομισματικής πολιτικής μέχρι εκείνου του χρονικού σημείου, που ισχύει, αν όχι μέχρι σήμερα, τουλάχιστον ως τη μέρα απόσυρσης του Μάριο Ντράγκι: «Δυσκολεύτηκα να εξηγήσω στη σύζυγό μου γιατί χρειάστηκε να δαπανηθούν τόσα χρήματα. Της είπα ότι δαπανήσαμε σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια ευρώ για να μετακινήσουμε τον πληθωρισμό κατά μερικά δέκατα της μονάδας. Το ξέρω, ακούγεται τρελό». Τα οφέλη ωστόσο της πολιτικής έγιναν έντονα αντιληπτά σε όσες χώρες μετείχαν, με το κόστος δανεισμού Ιταλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας να οδηγείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και της Γερμανίας να υποχωρεί κάτω από το μηδέν.

ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΥΣΑ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Η ποσοτική χαλάρωση για την αύξηση του πληθωρισμού έχει γεμίσει –τονίζεται η μη χρήση εισαγωγικών– τα θησαυροφυλάκια των τραπεζών της Ευρωζώνης με ρευστότητα. Τους τελευταίους μήνες και ιδίως μετά την απόφαση της ΕΚΤ το περασμένο φθινόπωρο για περαιτέρω μείωση, σε αρνητικό πλέον έδαφος, των επιτοκίων του ευρώ, οι τράπεζες άρχισαν να επιβάλλουν προσεκτικά και τις αντίστοιχες χρεώσεις στις μεγάλες καταθέσεις των μεγάλων καταθετών τους. Σύμφωνα με το Bloomberg, στα ταμεία των γερμανικών τραπεζών υπήρχαν €43,4 δισ., ποσό τριπλάσιο από το αντίστοιχο του Μάη του 2014, του τελευταίου μήνα πριν επιβληθούν αρνητικά επιτόκια. Αρκετά αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι γερμανικές τράπεζες προτιμούν, παρά να παρκάρουν τη ρευστότητά τους στην ΕΚΤ, να επωμίζονται το ρίσκο και το κόστος ασφάλισης και να κρατούν τεράστια ποσά σε μετρητά. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι δεν έχουν αρκετό χώρο να αποθηκεύουν κατάλληλα τα μετρητά τους και παραγγέλνουν νέα θησαυροφυλάκια. Όπως αναφέρει το Bloomberg, η εταιρεία Pro Aurum του Μονάχου, που εμπορεύεται πολύτιμα μέταλλα, έχει λάβει μεγάλο αριθμό αιτήσεων από τις μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες για να αποθηκεύσει τα μετρητά τους μέσα στα δικά της θησαυροφυλάκια. Αντιστοίχως, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα υπήρξαν κατά τα τέλη του 2019 λίγο περισσότερα από €15 δισ. καταθέσεις, κάτι το οποίο αποτελεί ρεκόρ, τουλάχιστον από το 2008 που υπάρχουν στοιχεία. Την τεράστια ρευστότητα του κυπριακού τραπεζικού συστήματος καταδεικνύουν και τα στοιχεία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, καθώς αντιστοιχεί στον δεύτερο υψηλότερο δείκτη κάλυψης ρευστότητας στην Ευρωζώνη, με 331,02%, ποσοστό που υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (145,16%) και είναι υπερτριπλάσιο του ορίου του 100% που θέτει η οδηγία της Βασιλείας ΙΙΙ. Η διαδρομή που ακολουθεί η κυπριακή οικονομία με την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων, παράλληλα με την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, έχει αλλάξει άρδην την εικόνα του τραπεζικού τομέα, όπου το 2013 τα δάνεια υπερτερούσαν των καταθέσεων κατά €17 δισ.

ΣΤΟ ΜΑΪΝΤΖ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ Ή ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΤΙΜΕΣ;

Γενικότερα, ενώ οι ιθύνοντες της ΕΚΤ προσπαθούν να δώσουν ώθηση στην αύξηση των τιμών για να πετύχουν τον στόχο του πληθωρισμού, οι καταναλωτές της Ευρωζώνης έχουν παράπονα για το αυξημένο κόστος ζωής. Στη δημοτική αγορά του Μάιντζ, δηλαδή λίγες μόλις εκατοντάδες μέτρα μακριά από τα κεντρικά γραφεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο Σεμπαστιάν Βέρνερ, του οποίου η οικογένεια για χρόνια έχει πόστο στην αγορά πουλώντας αγροτικά προϊόντα, δηλώνει σε συνέντευξή του στους Financial Times ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρεί μια ανησυχητική μείωση στις πωλήσεις. Ο Σεμπαστιάν σημειώνει ότι «ενώ γνωρίζω σχεδόν όλους τους πελάτες μας εδώ, οι μεγαλύτεροι κυρίως, έχοντας συνταξιοδοτηθεί, δεν μπορούν πλέον να αγοράσουν ό,τι αγόραζαν παλιά. Οι τιμές συνεχίζουν να πηγαίνουν προς τα πάνω –ενοίκια, καύσιμα, ηλεκτρισμός–, άρα έχουν λιγότερα λεφτά να ξοδέψουν». Επίσης, ένας κρεοπώλης στην άλλη άκρη της πόλης, στην ίδια έρευνα των FT, σημειώνει ότι οι τιμές είναι λίγο πιο ψηλές ενώ τα ενοίκια βρίσκονται στα ύψη, σε σημείο που αναγκάστηκε να μετακομίσει αρκετά πιο έξω από την πόλη, αφού δεν μπορούσε πλέον να αντέξει το υψηλό κόστος του ενοικίου. Αντιθέτως, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, στα κτίρια της ΕΚΤ η άνοδος των τιμών αποτελεί τον κυριότερό τους στόχο, κάτι που αντανακλά πλήρως τα αποτελέσματα της έρευνας την οποία διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην οποία διαφαίνεται ότι τα νοικοκυριά έχουν εντελώς διαφορετική αντίληψη για τη διακύμανση των τιμών από τους ιθύνοντες της νομισματικής πολιτικής.

Προφανώς, η αντίθεση των δύο αντιλήψεων έχει τεράστια σημασία, αφού ο κυριότερος στόχος της ΕΚΤ είναι να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών και να λαμβάνει μέτρα όταν οι τιμές αυξάνονται ραγδαία ή όταν αυτό γίνεται πάρα πολύ αργά. Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι οι αξίες των ενοικίων και των ακινήτων έχουν υπερβεί σαφώς τον πληθωρισμό τα τελευταία χρόνια. Τα δεδομένα της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας για τις τιμές των ακινήτων στην Ευρωζώνη δείχνουν αύξηση κατά 4,1% το τελευταίο τρίμηνο του 2019, ποσοστό περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τον πληθωρισμό. Μελέτη της Bundesbank η οποία είχε δημοσιοποιηθεί τον περασμένο Δεκέμβριο, κατέδειξε αυτή τη διαφορά ανάμεσα στις απόψεις των γερμανικών νοικοκυριών και των ιθυνόντων όσον αφορά το πώς εκλαμβάνει η κάθε πλευρά το επίπεδο των τιμών. Το κυριότερο συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι το αν έχει κάποιος ιδιόκτητο σπίτι ή αν ενοικιάζει δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη από τις ευρωπαϊκές αρχές στη μέτρηση του πληθωρισμού, ενώ η στέγη αντιπροσωπεύει σημαντική δαπάνη για πολλούς ανθρώπους. Όπως φαίνεται και στη σύσταση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών του Καταναλωτή για τις χώρες της Ευρωζώνης, το κόστος στέγασης αφορά μόνο το 10,9% του συνόλου του δείκτη. Πολλοί οικονομολόγοι γενικότερα συμφωνούν με τα πορίσματα της έρευνας στο ότι ο κυριότερος λόγος που οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται πιο υψηλό πληθωρισμό από ό,τι εμφανίζεται από τους αρμόδιους, είναι αυτό το χαμηλό ποσοστό για τα έξοδα στέγασης που λαμβάνεται υπόψη στον δείκτη.

ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ

Το ότι οι καταναλωτές νιώθουν ότι αντιμετωπίζουν υψηλότερες τιμές από τις επίσημες μετρήσεις, εμπεριέχει πάρα πολλές πραγματικότητες και είναι ένας από τους λόγους που η ΕΚΤ, ιδίως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της Κριστίν Λαγκάρντ, έχει ξεκινήσει έναν δημόσιο διάλογο ώστε να γίνει κατανοητό από πού προκύπτει αυτή η διαφορά στην αντίληψη. Ο διοικητής της Γαλλικής Κεντρικής Τράπεζας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, ανέφερε στις αρχές Φεβρουαρίου ότι είναι κρίσιμης σημασίας το τι σκέφτονται οι καταναλωτές και επιχειρηματίες για τον πληθωρισμό, επειδή «αυτοί είναι που τελικά καθορίζουν τις τιμές και τους μισθούς». Συνεπώς, μέσα σε αυτό το κλίμα, αλλά και σε μια κίνηση μιμητική προς την καμπάνια συλλογής απόψεων της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ με τίτλο «Fed Listens», πιθανότατα τις επόμενες βδομάδες η διοικήτρια της ΕΚΤ θα προβεί σε έναν εποικοδομητικό διάλογο με ένα αντιπροσωπευτικό κομμάτι της κοινωνίας της Ευρωζώνης. Αν και δύσκολο να διαμορφωθεί μια συνεκτική άποψη από πολλές γνώμες καθημερινών ανθρώπων και νοικοκυριών, ίσως αξίζει να γίνει μια προσπάθεια από τη νέα διοίκηση της ΕΚΤ. Ούτως ή άλλως, η αποτυχία να προβλεφθεί ο πληθωρισμός κατά τα προηγούμενα χρόνια επί διοίκησης Μάριο Ντράγκι ήταν εν μέρει αποτέλεσμα και του ότι οι ιθύνοντες έτειναν να βασίζουν τις εκτιμήσεις τους για τον πληθωρισμό μόνο στα στοιχήματα των επενδυτών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ