Προκαλεί τη μοίρα της η Κεντρική Τράπεζα του Ερντογάν

Οι μειώσεις επιτοκίων οξύνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία. Η υποτίμηση της λίρας δυσχεραίνει την αποπληρωμή του χρέους σε ξένο νόμισμα. Ο κίνδυνος επιβράδυνσης και ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός.

H πολιτική της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας να μειώνει τα επιτόκια ενώ ο πληθωρισμός αυξάνεται και το νόμισμα αποδυναμώνεται πιθανότατα θα διογκώσει τα προβλήματα οδηγώντας σε περαιτέρω φυγή κεφαλαίων και αποθαρρύνοντας την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων, αναφέρει η συμβουλευτική εταιρεία γεωπολιτικής Stratfor.

Η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας προχώρησε σε νέα μείωση επιτοκίων κατά τη συνεδρίαση της 21ης Οκτωβρίου, την πρώτη μετά την απόλυση αξιωματούχων την περασμένη εβδομάδα οι οποίοι είχαν αντιταχθεί σε μειώσεις επιτοκίων. Η εξέλιξη οδήγησε σε νέο ιστορικό χαμηλό το νόμισμα.

Στις 13 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν απέλυσε τρία μέλη της επιτροπής νομισματικής πολιτικής τα οποία είχαν αντισταθεί στις εκκλήσεις του για μείωσε των επιτοκίων.

Η μείωση επιτοκίου και μια περαιτέρω χαλάρωση των χρηματοδοτικών συνθηκών δημιουργούν τον κίνδυνο να αυξηθεί η μεταβλητότητα στην αγορά, υπονομεύοντας ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην τουρκική οικονομία, η οποία εξαρτάται από βραχυπρόθεσμες ροές κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση του αδύναμου τραπεζικού συστήματος και των βαθιά χρεωμένων εταιρειών.

Η τουρκική οικονομία έχει πολλά τρωτά σημεία που οι τρέχουσες πολιτικές της κεντρικής τράπεζας μπορούν να επιδεινώσουν:

Ένα χαμηλό επίπεδο συναλλαγματικών αποθεμάτων. Με προκαταβολικές αναλήψεις υποχρεώσεων περίπου $140 δισ., οι ανάγκες της Τουρκίας για συνάλλαγμα υπερβαίνουν αυτή τη στιγμή τα ακαθάριστα αποθέματα, τα οποία ανέρχονταν σε $69,3 δισ. στο τέλος Αυγούστου. Αυτό αφήνει τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας στο κόκκινο στα -$70,3 δισ. Τα αποθέματα της κεντρικής τράπεζας σε χρυσό ανέρχονται αυτή τη στιγμή στα $40,6 δισ., αν και δεν είναι εύκολα ρευστοποιήσιμα βραχυπρόθεσμα.

Μεγάλο ποσοστό τραπεζικών καταθέσεων σε αμερικανικά δολάρια ή ευρώ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ, οι καταθέσεις σε αμερικανικά δολάρια και ευρώ άγγιξαν το 60% των εγχώριων τραπεζικών καταθέσεων το πρώτο μισό του 2021. Μια πιθανή απομάκρυνση των καταθέσεων σε ξένο νόμισμα, ειδικά αν οι Τούρκοι πολίτες χάσουν την πίστη τους στις τράπεζες, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμα ταχύτερη υποτίμηση της λίρας μέσω της αύξησης του ανταγωνισμού για συνάλλαγμα, δημιουργώντας τον κίνδυνο κατάρρευσης της λίρας.

Εξαιρετικά μοχλευμένες εταιρείες. Μόνο κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, το εταιρικό χρέος ως μερίδιο του μετοχικού κεφαλαίου έχει αυξηθεί από το 150% στο 250% σε όλους τους τομείς στην Τουρκία. Το πρόβλημα είναι ειδικά έντονο στους τομείς μεταφορών και τροφίμων της χώρας, όπου οι εταιρείες πλησιάζουν σε ένα επίπεδο μόχλευσης 500%. Περίπου 20% του συνολικού εταιρικού χρέους αποτιμάται επίσης σε ξένο νόμισμα, αφήνοντας τους ισολογισμούς των τουρκικών εταιρειών εκτεθειμένους στον συναλλαγματικό κίνδυνο ελλείψει αντιστάθμισης.

Ακαθάριστες ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης ύψους $200 δισ. τον χρόνο μέχρι τουλάχιστον το 2026. Οι ανάγκες μετακύλισης του βραχυπρόθεσμου χρέος θα αυξηθούν από τα $139 δισ. το 2021 στα $165 δισ. το 2026. Το οικονομικό μοντέλο του Ερντογάν δίνει προτεραιότητα στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης εις βάρος του πληθωρισμού και της υποτίμησης της λίρας.

Η προβλεπόμενη επιβράδυνση της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας την ερχόμενη χρονιά καταδεικνύει ότι ο υφιστάμενος ρυθμός επέκτασης δεν είναι βιώσιμος. Η τουρκική οικονομία στηρίζεται στην πιστωτική ανάπτυξη, η οποία τρέφει την κατανάλωση και τις κατασκευές, οδηγεί υψηλότερα τον πληθωρισμό, φουσκώνει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και αποστραγγίζει τα συναλλαγματικά αποθέματα καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί να υπερασπιστεί τη λίρα.

Η Τουρκία ήταν μία από τις λίγες αναδυόμενες αγορές με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2020, στο 1,8%. Το τέταρτο μάλιστα τρίμηνο η τουρκική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 5,9% λαμβάνοντας ώθηση από την άνοδο της κατανάλωσης κατά 8,2% και της κατασκευαστικής δραστηριότητας κατά 10,3%. Η ανάπτυξη παρέμεινε σχετικά ισχυρή το πρώτο μισό του 2021, και το ΔΝΤ αναμένει ότι το ΑΕΠ της Τουρκίας θα αυξηθεί κατά 9% φέτος προτού η ανάπτυξη υποχωρήσει στο 3,3% το 2022. H επιστροφή ενός μέρους της τουριστικής κίνησης το 2021, σε συνδυασμό με την αυξημένη ευρωπαϊκή ζήτηση για τουρκικά αγαθά, βοήθησε να μειωθεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Η πιστωτική ανάπτυξη είναι ο κύριος παράγοντας στήριξης της εγχώριας ζήτησης, με την ποσότητα του χρήματος στην τουρκική οικονομία να αυξάνεται κατά ένα τρίτο το 2020 και η πίστωση στον ιδιωτικό τομέα να αυξάνεται κατά 35% περίπου. Το ΔΝΤ υπολογίζει ένα θετικό πιστωτικό «κενό» με την εγχώρια πίστωση να αυξάνεται με ρυθμό 25% ταχύτερο από τη μακροπρόθεσμη τάση. Η αύξηση της ποσότητας του χρήματος στην Τουρκία επιβραδύνθηκε ελαφρώς το β’ εξάμηνο του 2021 καθώς η κεντρική τράπεζα της χώρας υιοθέτηση προσωρινά μια πιο προσεκτική πολιτική, αλλά αυτό θα αλλάξει καθώς τα επιτόκια θα μειώνονται και συνθήκες χρηματοδότησης θα χαλαρώνουν.

Tον Σεπτέμβριο, ο πληθωρισμός στην Τουρκία έφτασε στο υψηλό 2,5 ετών του 19,6%, περίπου τέσσερις φορές πάνω από τον επίσημο στόχο της κεντρικής τράπεζας. Οι Τούρκοι είναι ιδιαίτερα αγανακτισμένοι για τις τιμές στα τρόφιμα, οι οποίες αυξήθηκαν 29% τον περασμένο μήνα. Ο πληθωρισμός στην Τουρκία θα υποχωρήσει στην καλύτερη περίπτωση σταδιακά καθώς οι διεθνείς τιμές των τροφίμων και της ενέργειας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.

Πηγή: euro2day.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ