Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας θέτει σε κίνδυνο την επάρκεια τροφίμων

Οι δύο χώρες αποτελούν παράγοντες ζωτικής σημασίας για τη διατροφή των πληθυσμών στην  Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία.

Επιμέλεια: Ξένιος Μεσαρίτης

Οι σειρήνες πολέμου ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία κλυδωνίζουν το παγκόσμιο σύστημα επισιτιστικής ασφάλειας.

Μιλώντας στο Economy Today ο Βρασίδας Νεοφύτου, υπεύθυνος επενδυτικής έρευνας στην Exclusive Capital, αναφέρει ότι οι εντάσεις ανάμεσα στις δύο πρώην σοβιετικές χώρες ανησυχούν τους παγκόσμιους επενδυτές εμπορευμάτων αφού Ρωσία και Ουκρανία είναι μεταξύ των πέντε κορυφαίων «παικτών» στην παγκόσμια αγορά τροφίμων και σιτηρών.

Οι δύο χώρες αποτελούν παράγοντες ζωτικής σημασίας για τη διατροφή των πληθυσμών στην  Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία, σημειώνει.

Μια απειλή πολέμου μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσε να προκαλέσει καθυστερήσεις στις παραδόσεις φορτίων, διακοπές του εφοδιασμού ή περικοπές στον εφοδιασμό που θα οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές σιτηρών και τροφίμων σε όλο τον κόσμο.

Ο Βρασίδας Νεοφύτου υπενθυμίζει ότι τα δημητριακά έχουν γίνει βασικό μέρος της ανθρώπινης διατροφής και υγείας τα τελευταία 10.000 χρόνια καθώς χρησιμοποιούνται για διάφορους σκοπούς, όπως η παραγωγή αλεύρου για τη βιομηχανία αρτοποιίας και για χρήση ως ζωοτροφή για τα ζώα, ειδικά για χοίρους, αγελάδες και πουλερικά.

Ρωσία και Ουκρανία ως οι κορυφαίοι εξαγωγείς σιτηρών

Συνολικά οι δύο χώρες είναι υπεύθυνες για το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών, με τη Ρωσία να είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιταριού στον κόσμο και η Ουκρανία να είναι ο τρίτος προμηθευτής σιτηρών και λαχανικών στον κόσμο.

Όπως τονίζει ο Βρασίδας Νεοφύτου «τα εξαγωγικά λιμάνια των σιτηρών είναι τα λιμάνια που βρίσκονται στην Μαύρη Θάλασσα άρα βρίσκονται στο επίκεντρο των ενδεχόμενων συγκρούσεων».

Η Ρωσία και η Ουκρανία είναι γνωστές ως τα «καλάθια» και οι «λαχανόκηποι» της Ευρώπης, καθώς έχουν μεγάλη γεωργική παραγωγή λόγω των μεγάλων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης που έχουν αλλά και του ευνοϊκού κλίματος που υπάρχει εκεί.

Η Ουκρανία, η οποία έχει μερικές από τις πιο εύφορες εκτάσεις στον πλανήτη καλλιεργώντας περισσότερους από 26 εκατομμύρια τόνους σιταριού το χρόνο και εξάγοντας 18 εκατομμύρια τόνους. Η πλειοψηφία του σιταριού παράγεται στην Κεντρική και Νότια Ουκρανία όπου οι εδαφικές και κλιματικές συνθήκες είναι ευνοϊκότερες, ακριβώς δηλαδή στην περιοχή που είναι πιο ευάλωτη σε ενδεχόμενη ρωσική επίθεση.

Αντίδραση της αγοράς

Ο Βρασίδας Νεοφύτου σημειώνει ότι τα πρωτοσέλιδα και τα νέα για τις εντάσεις στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας από τα τέλη Οκτωβρίου 2021, έχουν αυξήσει έως και 30% τις τιμές των βασικών γεωργικών προϊόντων όπως το σιτάρι και το καλαμπόκι λόγω ανησυχιών για πιθανές διακοπές στην αλυσίδα εφοδιασμού σιτηρών σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης ή την επιβολή οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας.

 Οι κίνδυνοι στα λιμάνια και γεγονός «εκτάκτου ανάγκης»( force majeure)

Εξηγεί επίσης ότι τα μεγαλύτερα ουκρανικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας όπως το Pivdennyi, η Odesa, το Mykolaiv και το Chornomorsk από τη μία πλευρά και το μεγαλύτερο ρωσικό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας Novorossiysk στην περιοχή Krasnodar από την άλλη πλευρά, θα μπορούσαν να είναι μερικοί από τους κύριους στόχους επιθέσεων σε περίπτωση σύγκρουσης. .

Οι εξαγωγείς σιτηρών που χρησιμοποιούν τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας ενδέχεται να κηρύξουν την περίπτωση πολέμου ως γεγονός «εκτάκτου ανάγκης» ή «ανωτέρας βίας» (force majeure), πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, έχοντας το δικαίωμα να μην εκπληρώσουν τις συμβάσεις τους ή να καθυστερήσουν τις παραδόσεις τους.

Μετά την κήρυξη ενός γεγονότος «εκτάκτου ανάγκης» ή «ανωτέρας βίας», σημαίνει ότι ορισμένοι από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς σιτηρών στον κόσμο, όπως η Κίνα, η Αίγυπτος, η Ισπανία, η Τουρκία, οι χώρες της Μέσης Ανατολής και η ΕΕ θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές, εισάγοντας σιτηρά από άλλους μεγάλους εξαγωγείς όπως η Αυστραλία, οι ΗΠΑ και η Αργεντινή.

Ωστόσο, σε ένα τέτοιο σενάριο, αναφέρει ο Βρασίδας Νεοφύτου, η αγορά σιτηρών από τόσο μεγάλη απόσταση θα αυξήσει το αρχικό κόστος εισαγωγής από πλευράς φορτίου λόγω των μεγαλύτερων χρόνων ταξιδιού, αυξάνοντας το υψηλότερο κόστος στον τελικό αγοραστή και προσθέτοντας περαιτέρω πίεση στους ρυθμούς πληθωρισμού των τροφίμων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ