Είναι η Γερμανία «ξανά ο μεγάλος ασθενής»;

Προβλέπεται ότι η Γερμανία θα είναι η μόνη από τις μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες, που θα συρρικνωθεί φέτος

Στάσιμη ανάπτυξη, υψηλός πληθωρισμός και αδυναμία στη μεταποιητική βιομηχανία, είναι οι προκλήσεις με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπος ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς μετά την ανάπαυλα των θερινών διακοπών.

Οι προοπτικές για τη χώρα, που θεωρείται ως η ατμομηχανή της Ευρώπης επιδεινώνονται, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να προβλέπει ότι η Γερμανία θα είναι η μόνη από τις μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες, που θα συρρικνωθεί φέτος.

Ωστόσο, οι θεραπείες που χρειάζονται για να εκκινήσει ξανά η ατμομηχανή αποτελούν αντικείμενο έντονων συζητήσεων εντός του δύσκολου τρικομματικού συνδυασμού.

Η εικόνα

Βάσει των στοιχείων για την ανάπτυξη το δεύτερο τρίμηνο, που δημοσιεύτηκαν σήμερα, η οικονομία παρέμεινε στάσιμη με 0% ανάπτυξη του ΑΕΠ την περίοδο Απριλίου – Ιουνίου, κάτι που ακολούθησε δύο συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης, που αποτελεί τον τεχνικό ορισμό της ύφεσης.

Τα προβλήματα περιλαμβάνουν αδυναμία στον εκτεταμένο βιομηχανικό τομέα της χώρας και μια υποτονική επίδοση στις εξαγωγές, με αμφότερους τους τομείς αυτούς να έχουν σημαντική επίπτωση σε όλη την οικονομία. Οι δύο αυτοί τομείς είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στον υψηλό πληθωρισμό, τα αυξανόμενα επιτόκια στην Ευρώπη και στις δυσκολίες, που αντιμετωπίζει η Κίνα, ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας.

Ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών και του κόστους του χρήματος στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, τα βιβλία παραγγελιών των γερμανικών εταιρειών υποφέρουν, σε μια χώρα που η βιομηχανία αντιστοιχεί σε πέραν του 25% του ΑΕΠ.

«Οι εξαγωγές έχουν δημιουργήσει τον πλούτο μας… αλλά η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται και η Γερμανία πλήττεται περισσότερο από άλλους», δήλωσε ο Γερμανός Υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ στην εβδομαδιαία Die Zeit.

Επιπλέον, γερμανικές εταιρείες είχαν να αντιμετωπίσουν το ενεργειακό σοκ, που πυροδοτήθηκε από τη μείωση της προμήθειας ρωσικού αερίου μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αν και οι τιμές έχουν υποχωρήσει έπειτα από την εξεύρεση νέων προμηθευτών αερίου, οι τιμές παραμένουν πάνω από τα επίπεδα προ της ρωσικής εισβολής.

Τι κάνει η κυβέρνηση

Η κυβέρνηση της Γερμανίας είναι ο πρώτος τρικομματικός συνασπισμός στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας και αποτελείται από τους Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς, τους Πράσινους, που κατέχουν τον θώκο του Υπουργείου Οικονομίας και τους υπέρ της επιχειρηματικότητας φιλελεύθερους FDP, που κατέχουν το Υπουργείο Οικονομικών. Ωστόσο, ο συνασπισμός που ανέλαβε τα ηνία της χώρας από το 2021 χαρακτηρίζεται από διαφωνίες στην οικονομική πολιτική.

Ένας τομέας έντασης ήταν το σχέδιο του Χάμπεκ να επιβάλει οροφή στην τιμή του ηλεκτρισμού για ενεργοβόρες βιομηχανίες μέχρι το 2030, σε μια προσπάθεια να τους θωρακίσει από τις απότομες αυξήσεις.

Ωστόσο, η πρόταση προκάλεσε την αντίδραση του εταίρου του, του Υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ των φιλελευθέρων, ο οποίος δήλωσε ότι είναι η άμεση παρέμβαση στην αγορά μέσω επιδοτήσεων είναι εκτός συζήτησης. Κατά το σχεδίου είναι και ο Γερμανός Καγκελάριος αν και μερικοί βουλευτές των Σοσιαλδημοκρατών διάκεινται θετικά στην πρόταση.

Από την πλευρά του, ο Λίντνερ επιθυμεί φορολογικές μειώσεις για τις επιχειρήσεις, αλλά το περιβόητο πρόγραμμα των €6 δις που επρόκειτο να υιοθετήσει η κυβέρνηση έχει μπλοκαριστεί από τους Πράσινους.

Είναι τόσο άσχημα τα πράγματα;

Ο Μαρσέλ Φράτσενσχερ του Ινστιτούτου DIW λέει ότι τα προβλήματα της Γερμανίας είναι διαθρωτικού χαρακτήρα.

Η χώρα χρειάζεται ένα μακροχρόνιο πλάνο μετασχηματισμού, με ώθηση επενδύσεων, μείωση της γραφειοκρατίας και ενίσχυση των συστημάτων κοινωνικής συνοχής, ανέφερε σε ανάλυση που δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι.

Τα ΜΜΕ άδραξαν την απαισιόδοξη εικόνα ως απόδειξη ότι τα πράγματα πάνε σοβαρά λάθος, με τον Economist να διερωτάται σε πρωτοσέλιδο του «είναι η Γερμανία ξανά ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης;».

Ωστόσο, ο Κλέμενς Φουστ του Ινστιτούτου Ifο έχει μια λιγότερο απαισιόδοξη εικόνα, λέγοντας πως η Γερμανία «είναι σαν ένας 40χρονο επιτυχημένο άνδρα, ο οποίος πρέπει τώρα να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του επαγγελματικά».

Στο ίδιος μήκος κύματος, ο οικονομολόγος της τράπεζας Berenberg, Χόλγκερ Σμίτινγκ δήλωσε πως το κύμα απαισιοδοξίας είναι πολύ υπερβολικό και σημείωσε ότι η κατάσταση είναι διαφορετική από την προηγούμενη κρίση του 1995-2004.

«Η κυβέρνηση ήδη έχει εγκύψει σε κάποια σημαντικά ζητήματα, όπως την έλλειψη εργατικού δυναμικού και τις χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης, που καθυστερούν τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις», ανέφερε σε σημείωμά του.

Διαβάστε επίσης: Στο 48,1% αυξάνει τη συμμετοχή της στην Ελληνική Τράπεζα η Eurobank

ΚΥΠΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ