Την περασμένη εβδομάδα και μόλις έξι μήνες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε απότομες αυξήσεις δασμών με στόχο εισαγωγές στρατηγικών προϊόντων από την Κίνα, όπως χάλυβα και αλουμίνιο, ημιαγωγούς, ηλεκτρικά οχήματα, μπαταρίες, κρίσιμα ορυκτά, ηλιακές κυψέλες, λιμενικοί γερανοί και ιατρικά προϊόντα.
Ενώ προετοιμάζονται για αντίποινα, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι φαίνεται επίσης να λειτουργούν με την υπόθεση ότι η οικονομική αδυναμία της Κίνας -και η αβεβαιότητα σχετικά με τις αμερικανικές εκλογές- θα μετριάσουν την αντίδραση του Πεκίνου.
Διπλωματικά, προσπαθούν να πείσουν ότι δεν πρόκειται για εμπορικό πόλεμο, ούτε για προσπάθεια «αποσύνδεσης» της αμερικανικής οικονομίας από την Κίνα, αλλά για προσαρμογές που έχουν στόχο να ισορροπήσουν αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «πλεονάζουσα δυναμικότητα» της κινεζικής οικονομίας.
Οι Κινέζοι αρνούνται τον χαρακτηρισμό και ο ίδιος ο πρόεδρος Σι Ζιπίνγκ στην επίσκεψή του στη Γαλλία πριν δύο εβδομάδες επιχείρησε να πείσει τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να ακολουθήσει τις ΗΠΑ επιβάλλοντας περιορισμούς στις κινεζικές εισαγωγές ηλεκτρικών οχημάτων και άλλων «πράσινων» προϊόντων.
Παρά τη διπλωματική γλώσσα, η κατάσταση «βγάζει μάτι» και είναι σαφές ότι οι πιθανότητες για έναν εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας είναι περισσότερες από ποτέ, αναλόγως βέβαια και τους αποτελέσματος των αμερικανικών εκλογών. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ο πρόεδρος που ξεκίνησε τα εμπορικά μέτρα σε βάρος της Κίνας το 2018 και όσο τα γκάλοπ ενισχύουν την πιθανότητα να ξαναβρεθεί στον Λευκό Οίκο, τόσο ενισχύονται οι φόβοι για μια νέα αντιπαράθεση.
Το γεγονός ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν επισκέφτηκε το Πεκίνο πριν λίγες μέρες και οι δύο ηγέτες επισφράγισαν τη βαθιά στρατηγική συμμαχία τους σε όλα τα μέτωπα, μόνο ενισχύει τις πιθανότητες όχι μόνο για εμπορική σύγκρουση αλλά και για το ενδεχόμενο για έναν μεγάλο διχασμό Δύσης και Ανατολής, σε επίπεδο οικονομικό, νομισματικό και γεωπολιτικό.
Ο Γερμανός ασθενής
Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνει η Ευρώπη στην διελκυστίνδα μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, καθώς υπάρχει μια διπλή ιδιαίτερα περίπλοκη συγκυρία: η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ε.Ε. ενώ η Γερμανία, η ισχυρότερη οικονομία της Ε.Ε. βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσμενή θέση, καθώς έχει χάσει το πλεονέκτημα της φθηνής ρωσικής ενέργειας, ενώ έχει μείνει πίσω στις νέες τεχνολογίες.
Η γερμανική οικονομία επηρεάζει σημαντικά τη σύγκριση μεταξύ Ευρώπης Αμερικής και Κίνας. Ως κορυφαία εξαγωγική χώρα, η Γερμανία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές εμπόριο, ιδίως με την Κίνα. Ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα είχε σημαντικές επιπτώσεις για τη Γερμανία, καθώς θα οδηγούσε πιθανότατα σε αντίποινα από την Κίνα, τα οποία θα μπορούσαν να κοστίσουν στη Γερμανία σχεδόν έξι φορές περισσότερο από το Brexit σύμφωνα με μελέτη του ινστιτούτο IFO. Η αυτοκινητοβιομηχανία, οι κατασκευαστές εξοπλισμού μεταφορών και οι παραγωγοί μηχανημάτων και εξοπλισμού θα πληγούν περισσότερο, με απώλειες στην προστιθέμενη αξία που θα κυμαίνονται από 4,34% έως 8,47%.
Αυτός είναι ο λόγος που έχει αρχίσει στη Γερμανία, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη η συζήτηση για επιδοτήσεις, κάτι που αν προχωρήσει θα αλλάξει δραστικά το τοπίο παγκοσμίως, με προστατευτικά μέτρα πανταχόθεν και συγκρουσιακό καθεστώς ανάμεσα στους τρεις μεγάλους πόλους.
Προστατευτισμός από ΗΠΑ
Ήδη οι ΗΠΑ «κλειδώνονται» όλο και περισσότερο στον εαυτό τους και δείχνουν να ετοιμάζονται για μια νέα εποχή αυτάρκειας και προστατευτισμού. Επιδοτούν με εκατοντάδες δισεκατομμυρίων δολαρίων και παρέχουν φορολογικά κίνητρα για ξένες επενδύσεις σε ηλεκτρικά οχήματα, μπαταρίες, και άλλα προϊόντα που συνδέονται με την «πράσινη μετάβαση».
Η Κίνα από την πλευρά της έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος στις κρίσιμες αγορές της «πράσινης οικονομίας» και επιχειρεί να αυξήσει τις εξαγωγές προϊόντων υψηλής «πράσινης» τεχνολογίας, για να αντισταθμίσει την υποχώρηση των εξαγωγών στα φτηνά προϊόντα, όπως κλωστοϋφαντουργικά, είδη ένδυσης, συσκευές κ.ά. που στήριξαν την εκρηκτική της ανάπτυξης μετά το 2000.
Το μερίδιο των ΗΠΑ στις κινεζικές εισαγωγές είχε κορυφωθεί το 2017, πριν από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας και είχε φτάσει στο 21,58% ενώ το 2022 είχε πέσει στο 16,53%. Στα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και τα είδη ένδυσης, το μερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές των ΗΠΑ μειώθηκε από 40% πριν από 10 χρόνια σε μόλις 20,9% τους πρώτους 4 μήνες του 2023.
Οι κινεζικές εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ένωση μειώθηκαν κατά 10,5% σε 44,8 δισ. δολάρια το 2023, λόγω της οικονομικής στασιμότητας στην Ε.Ε., ενώ συνολικά, οι εξαγωγές της Κίνας μειώθηκαν κατά 4,6% στα 3,38 τρισ. δολάρια το 2023.
Οι ΗΠΑ και η ΕΕ, πάντως, εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο των συνολικών εξαγωγών της Κίνας.
Κινεζική ηλεκτρική επέλαση
Η αμερικανική Tesla μπορεί να παραμένει ο παγκόσμιος ηγέτης στις πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων, αλλά κινέζοι κατασκευαστές όπως η SGMW και η BYD έχουν κερδίσει γρήγορα μερίδιο αγοράς, ιδίως εντός της Κίνας. Οι Κινέζοι ετοιμάζονται τώρα να εισβάλουν στην ευρωπαϊκή αγορά και αυτός είναι ο λόγος που η Κομισιόν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής περιορισμών.
Οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Volkswagen και η Mercedes επενδύουν δισεκατομμύρια για να ανταγωνιστούν την Tesla και τους κινέζους κατασκευαστές ηλεκτρικών οχημάτων, αλλά έχουν δυσκολευτεί να κερδίσουν σημαντικό μερίδιο αγοράς μέχρι στιγμής.
Στα ηλιακά πάνελ η κατάσταση είναι παρόμοια: Η Κίνα αντιπροσωπεύει πάνω από το 80% της παγκόσμιας παραγωγής το 2023, ενώ οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί κατασκευαστές ηλιακών πάνελ έχουν χάσει σημαντικό μερίδιο αγοράς από τους Κινέζους τα τελευταία 5 χρόνια λόγω της χαμηλού κόστους παραγωγής της Κίνας και των επιδοτήσεων.
Πηγή: newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: