Το αίσθημα της κινεζικής απειλής εξακολουθεί να πλανάται πάνω από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική ανάλυση, θα δούμε ότι δεν πρόκειται για την ίδια Κίνα που υποδέχθηκε τον Ντόναλντ Τραμπ μετά τη νίκη του στις εκλογές του 2016. Η οικονομία της, που κάποτε θεωρούνταν ικανή να εκτοπίσει τις ΗΠΑ ως κυρίαρχη εμπορική δύναμη, παραμένει εδώ και αρκετό διάστημα εγκλωβισμένη σε σοβαρές παθογένειες για τις οποίες δε φαίνεται να βρίσκει το αντίδοτο. Και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τραμπ προετοιμάζεται πυρετωδώς για έναν νέο εμπορικό πόλεμο, τον οποίο, τελικά, ίσως δε χρειάζεται να διεξάγει.
Οκτώ χρόνια μετά το πρώτο "σοκ Τραμπ", η παγκόσμια εικόνα είναι αρκετά διαφορετική. Δεν υπάρχει πλέον φθόνος για την Κίνα, ούτε η πεποίθηση ότι διαθέτει κάποια "μυστική συνταγή" επιτυχίας. Η Αμερική παραμένει η κυρίαρχη οικονομία του σύγχρονου κόσμου. Οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που δημοσιεύθηκαν λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, έδειξαν πιο ισχυρές προοπτικές για τις ΗΠΑ. Οι αντίστοιχες για την Κίνα, αντιθέτως, αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω. Παρά τις απαισιόδοξες φωνές για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό – προσέγγιση που υιοθέτησε και ο Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας-, η αμερικανική οικονομία παραμένει σε θέση ισχύος, χωρίς μάλιστα να νοιώθει κάποια άμεση, παγκόσμια απειλή.
Το Πεκίνο δημοσίευσε ορισμένα ανησυχητικά στατιστικά στοιχεία πριν από λίγες μέρες: Ξένες εταιρείες απέσυραν σημαντικά κεφάλαια, το εμπορικό πλεόνασμα έχει εκτοξευθεί και ο πληθωρισμός παραμένει επικίνδυνα κοντά στο μηδέν. Όλα δείχνουν αναιμική ζήτηση από την εγχώρια αγορά. Πρόκειται για δεδομένα τα οποία είναι γνωστά εδώ και καιρό, με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να έχουν ήδη ανακοινώσει μέτρα προς ενίσχυση της ανάπτυξης. Εάν όμως συνεχιστεί η μείωση των επενδύσεων, τότε θα καταγραφεί η πρώτη εκροή άμεσων ξένων επενδύσεων σε ετήσια βάση από το 1990, όταν η στρατιωτική καταστολή των διαδηλώσεων στην πλατεία Τιενανμέν μετέτρεψε την Κίνα σε παρία της διεθνούς κοινότητας. Θα χρειαζόταν άλλη μια δεκαετία πριν η Ουάσιγκτον διευκολύνει την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, μια εξέλιξη που επιτάχυνε την οικονομική της άνθιση.
Πλέον, αυτή η ραγδαία ανάπτυξη έχει εξασθενίσει. Η Κίνα εξάγει πολύ περισσότερο από όσο εισάγει. Το εμπορικό πλεόνασμα βρίσκεται σε τροχιά να φτάσει σχεδόν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια φέτος, σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg. Τους πρώτους δέκα μήνες του 2024, οι εξαγωγές ξεπέρασαν τις εισαγωγές με τη μεγαλύτερη διαφορά που έχει καταγραφεί ποτέ. Εδώ και δύο δεκαετίες, οι υπουργοί Οικονομικών της Δύσης παροτρύνουν την Κίνα να αλλάξει οικονομικό προσανατολισμό και να βασιστεί λιγότερο στις εξαγωγές, εστιάζοντας περισσότερο στην εγχώρια ζήτηση. Το Πεκίνο ήταν αρχικά δεκτικό προς μια τέτοια ιδέα. Όμως μια μεγάλη κρίση στον κλάδο των ακινήτων έχει πλήξει ανεπανόρθωτα την καταναλωτική διάθεση - ακόμη και μετά την άρση μερικών εξαιρετικά σκληρών περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας του Covid-19. Αυτή η δυσφορία επιδεινώθηκε από τις προσπάθειες του προέδρου Σι Τζινπίνγκ να χαλιναγωγήσει τοπικές επιχειρήσεις από διάφορους κλάδους, όπως οι υπηρεσίες μετακίνησης, οι εταιρείες τυχερών παιχνιδιών και η εκπαίδευση.
Όλα αυτά σε καμία περίπτωση δε σημαίνουν ότι η Κίνα πρέπει να θεωρείται "ξοφλημένη" - το κάθε άλλο. Όλες οι μεγάλες οικονομίες περνούν περιόδους ύφεσης. Το αίσθημα της "μοναδικότητας" όμως έχει δεχθεί ηχηρό πλήγμα. Το 2016, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξήθηκε σχεδόν κατά 7%. Ναι, υπήρχε επιβράδυνση, αλλά ξεκινούσε από αστρονομικά επίπεδα. Η ανάπτυξη φέτος θα δυσκολευτεί να φτάσει τον επίσημο στόχο του 5%. Η απαισιοδοξία περιβάλλει την οικονομία της, παρά την πρόσφατη εφαρμογή μέτρων τόνωσης και τη δέσμευση για περισσότερα. Ο Τραμπ αγαπά τους δασμούς και έχει δεσμευτεί να επιβάλει περισσότερους. Και αυτός είναι ένας επιπλέον, "αχρείαστος" πονοκέφαλος για την Κίνα.
Όταν ο Τραμπ επικράτησε της Χίλαρι Κλίντον, μια ζοφερή διάθεση κυριαρχούσε σε διεθνές επίπεδο, αλλά όχι τόσο για την Κίνα. Η ανάκαμψη της Αμερικής από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου, που τότε βρισκόταν σε μέση φάση, χαρακτηρίστηκε ως "ανάκαμψη χωρίς θέσεις εργασίας", ένα μέτριο αποτέλεσμα που, όπως έλεγαν, περιοριζόταν από την ανεπαρκή δημοσιονομική στήριξη. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς ήταν χαμηλά, όπως και τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού που ελέγχονταν από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, οι προοπτικές ήταν ακόμη πιο ζοφερές: Οι αποδόσεις ομολόγων ήταν αρνητικές στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Στην Ιαπωνία, η κεντρική τράπεζα είχε μειώσει το κύριο επιτόκιό της κάτω από το μηδέν και ο πληθωρισμός του 2% έμοιαζε με φαντασίωση. Ήταν ένα περιβάλλον που αποστρεφόταν τον κίνδυνο.
Ταυτόχρονα, ήταν και υπερβολικά απαισιόδοξο. Οι ΗΠΑ κατάφεραν να σημειώσουν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη που έχει καταγραφεί, η οποία τερματίστηκε όχι εξαιτίας κάποιας αστοχίας του Τραμπ, αλλά από την πανδημία του Covid-19. Η ύφεση που προκάλεσε η πανδημία ήταν σφοδρή, αλλά και σύντομη. Η κατάσταση σήμερα φαίνεται να είναι ελεγχόμενη, παρ’ όλο που το λαϊκό αίσθημα, όπως καταγράφηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα, δε συμμερίζεται μια τέτοια άποψη. Το δολάριο είχε ήδη μια αρκετά καλή πορεία πριν η νίκη του Τραμπ το απογειώσει. Την περασμένη εβδομάδα, οι μετοχές εκτινάχθηκαν και οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν, άλματα που θα μπορούσαν εύκολα να εξηγηθούν από την πρόθεση του Τραμπ να παρατείνει τις φορολογικές περικοπές και να χαλαρώσει το ρυθμιστικό πλαίσιο. Επίσης, υπάρχουν στο τραπέζι οι υποσχέσεις για μεγάλη αύξηση των δασμών προς την Κίνα και της επιβολής μικρότερων, μα εξίσου σημαντικών επιβαρύνσεων στις εισαγωγές από άλλες χώρες. Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι τα εν λόγω μέτρα θα αυξήσουν τον πληθωρισμό και θα αποτρέψουν την Ομοσπονδιακή Τράπεζα από το να προχωρήσει σε μεγαλύτερες μειώσεις επιτοκίων.
Παρά τις ατέλειές της, η οικονομία των ΗΠΑ αποδεικνύεται ανθεκτική και στηρίζει την παγκόσμια ανάπτυξη – μια θετική ενέργεια αντίστοιχη εκείνης που κάποτε αποδιδόταν στην Κίνα. Ας ελπίσουμε ότι ο Τραμπ δεν θα την καταστρέψει με αχρείαστα λάθη. Η Κίνα, προς την οποία κατεύθυνε τόσο μεγάλο μέρος της οργής του την πρώτη φορά, δεν είναι η ίδια χώρα πλέον. Δεν χρειάζεται να την "χτυπήσει" ενώ είναι ήδη πεσμένη, ούτε να θέσει τους Αμερικανούς καταναλωτές σε νέο κίνδυνο πληθωρισμού.
Αν το κατανοήσει, αυτό θα ήταν μια καλοδεχούμενη αλλαγή. Ή, όπως θα μπορούσε να πει ο γνωστός Κινέζος στρατηγός και φιλόσοφος Σουν Τσου: "Η μεγαλύτερη νίκη είναι εκείνη που δεν απαιτεί μάχη".
Πηγή: capital.gr
Διαβάστε επίσης: Γιατί η Ευρώπη προωθεί το θέμα της «εθνικής κυριαρχίας» των δεδομένων AI