Κεντρική Ασία: Κύπρος & Ισραήλ Vs Τουρκίας & Ιράν

Το τέλος των παραδοσιακών ζωνών επιρροής - Το Ισραήλ και η Κύπρος διαμορφώνουν ένα νέο γεωπολιτικό άξονα στην Κεντρική Ασία απέναντι σε Τουρκία και Ιράν.

Της Πωλίνας Άνιφτου*

Τα πέντε «σταν»

Η Κεντρική Ασία αποτελεί μια γεωγραφική και πολιτισμική περιοχή που περιλαμβάνει πέντε πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες: το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν. Οι χώρες αυτές, γνωστές και ως οι λεγόμενες «πέντε σταν», παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες αλλά και διαφορές ως προς τη γλωσσική σύνθεση, την πληθυσμιακή πυκνότητα και την εδαφική τους έκταση. Οι χώρες της Κεντρικής Ασίας παρουσιάζουν μια σύνθετη και πολυδιάστατη εικόνα, όπου συνυπάρχουν διαφορετικές γλωσσικές και πολιτισμικές παραδόσεις. Αν και όλες έχουν κοινή ιστορική εμπειρία υπό τη Σοβιετική Ένωση, οι εθνικές ταυτότητες και οι γλωσσικές πολιτικές διαφέρουν, αντανακλώντας τις ιδιαίτερες κοινωνικές, γεωπολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες κάθε κράτους.

Όλες οι χώρες έχουν τουρκικές γλώσσες ως επίσημες (εκτός του Τατζικιστάν), όπου μιλούν τατζικικά, δηλαδή μια παραλλαγή της περσικής (φαρσί), ενώ η ρωσική παραμένει σημαντική ως δεύτερη γλώσσα, ιδιαίτερα στο Καζακστάν και στο Κιργιστάν.

Η οικονομική εικόνα της Κεντρικής Ασίας παρουσιάζει ανοδική δυναμική τα τελευταία έτη, γεγονός που αποτυπώνεται τόσο στο συνολικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) όσο και στους εθνικούς ρυθμούς ανάπτυξης των επιμέρους κρατών. Το συνολικό ΑΕΠ της περιοχής για το έτος 2024 υπερέβη τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, σημειώνοντας αύξηση μεγαλύτερη του 10% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η ανοδική αυτή τάση αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στη σταθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου, στην αύξηση των επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα, καθώς και στις μεταρρυθμίσεις οικονομικού εκσυγχρονισμού που εφαρμόζονται από τις κυβερνήσεις της περιοχής.

Η διαστρωμάτωση του ΑΕΠ εντός της Κεντρικής Ασίας αποτυπώνει σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την οικονομική ισχύ των κρατών. Οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες — Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν και Τουρκμενιστάν — συγκεντρώνουν το 95% του συνολικού ΑΕΠ της περιοχής. Το Καζακστάν διατηρεί σταθερά την πρώτη θέση, με ΑΕΠ που για το 2023 ανερχόταν στα 262,6 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας το τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Κεντρικής Ασίας. Ακολουθεί το Ουζμπεκιστάν με ΑΕΠ περίπου 114 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ το Τουρκμενιστάν, αν και δεν υπάρχουν πλήρως επικαιροποιημένα στοιχεία για το 2024, εκτιμάται ότι συμβάλλει σημαντικά στο συνολικό περιφερειακό προϊόν.

Αντιθέτως, τα μικρότερα κράτη της περιοχής, όπως το και το Τατζικιστάν, καταγράφουν χαμηλότερες οικονομικές επιδόσεις. Το ΑΕΠ του Κιργιστάν για το 2023 ανήλθε σε περίπου 13,7 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ του Τατζικιστάν κυμάνθηκε γύρω στα 12,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Παρά το μικρότερο μέγεθός τους, οι οικονομίες αυτών των χωρών παρουσιάζουν επίσης θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, εν μέρει ως αποτέλεσμα διεθνών επενδύσεων και αναπτυξιακών προγραμμάτων.

Συνολικά, η Κεντρική Ασία αναδεικνύεται σε αναδυόμενη οικονομική ζώνη με σταθερά αυξανόμενη γεωοικονομική σημασία. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για την περίοδο 2022–2024 εκτιμάται ότι υπερβαίνει το 4,8%, γεγονός που καθιστά την περιοχή αντικείμενο αυξανόμενου ενδιαφέροντος από περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις, τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Το Ισραήλ στην Κεντρική Ασία

Μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ειδικά το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν επιδίωξαν την ενίσχυση των διπλωματικών και οικονομικών τους σχέσεων με κράτη της Δύσης και ιδίως με το Ισραήλ. Η επιλογή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής αποστασιοποίησης από τη νεοδιαμορφούμενη γεωπολιτική πραγματικότητα της μετασοβιετικής εποχής. Ειδικότερα, παρότι η Ρωσική Ομοσπονδία επιχείρησε να συγκροτήσει ένα είδος «ομπρέλας» πολιτικής και οικονομικής ασφάλειας που θα ενοποιούσε τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες υπό την επιρροή της, τα δύο αυτά κράτη της Κεντρικής Ασίας υιοθέτησαν στρατηγικές που απέβλεπαν στην εξισορρόπηση της ρωσικής ισχύος μέσω της προσέγγισης με το Ισραήλ και κατ’ επέκταση, με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η επιλογή του Ισραήλ ως δίαυλος προς τη Δύση δεν υπαγορεύθηκε μόνο από γεωστρατηγικούς υπολογισμούς αλλά και από την επιθυμία των ηγεσιών των δύο κρατών να αποκτήσουν πρόσβαση σε τεχνογνωσία, ασφάλεια και διεθνή νομιμοποίηση. Παράλληλα, αυτή η στρατηγική προσέγγιση εξυπηρετούσε και την ανάγκη θωράκισης των κρατών αυτών απέναντι στις προσπάθειες γεωπολιτικής διείσδυσης τρίτων δυνάμεων, όπως το Ιράν και η Τουρκία, οι οποίες βρίσκονταν σε έντονο ανταγωνισμό για την άσκηση επιρροής στον μουσουλμανικό κόσμο της Κεντρικής Ασίας.

Α) Τουρκικές Επενδύσεις και Επιρροή στην Κεντρική Ασία: Στρατηγικές Δυναμικές και Οικονομική Διπλωματία

Από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η Τουρκία έχει ακολουθήσει μια ενεργητική πολιτική προσέγγισης της Κεντρικής Ασίας, που καθοδηγείται τόσο από οικονομικά όσο και από γεωπολιτικά κίνητρα. Η περιοχή, πλούσια σε φυσικούς πόρους και στρατηγικά τοποθετημένη ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, έχει καταστεί κεντρικό σημείο για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό οικονομικών επενδύσεων, πολιτιστικής διπλωματίας και πολιτικών συνεργασιών.

Οικονομικές Επενδύσεις και Εμπορικές Σχέσεις

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΜDI – Mutual Direct Investment) μεταξύ 13 χωρών της ευρύτερης ευρασιατικής περιοχής και εξωτερικών εταίρων (Κίνα, Τουρκία, Ιράν, κράτη του Κόλπου) έχουν αυξηθεί από το 2021. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρασιατικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (EDB), το συνολικό απόθεμα επενδύσεων ανήλθε στα 90,4 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι τα μέσα του 2024, σημειώνοντας αύξηση 6,4% σε σχέση με το 2023.

Η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο επενδυτή στην ευρασιατική περιοχή, με συνολικό απόθεμα επενδύσεων ύψους 58,6 δισ. δολαρίων στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2024, δηλαδή το 64,8% του συνόλου. Ακολουθούν η Τουρκία (12,3 δισ. δολάρια, 13,6%), τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (12,2 δισ. δολάρια, 13,5%), το Ιράν (3,2 δισ. δολάρια, 3,5%), η Σαουδική Αραβία (2,3 δισ. δολάρια, 2,5%) και το Κατάρ (1,6 δισ. δολάρια, 1,8%).

Το Ιράν κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση επενδυτικής δραστηριότητας (διπλασιασμός από το 2016), κυρίως στο Αζερμπαϊτζάν, το οποίο απορροφά το 90% των ιρανικών επενδύσεων. Η Τουρκία παρουσιάζει ευρεία τομεακή διαφοροποίηση των επενδύσεων, ενώ η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ αποτελούν νέους επενδυτές στην περιοχή, με τις πρώτες επενδυτικές εισόδους να καταγράφονται το 2021 και το 2024, αντίστοιχα.

Οι κύριοι αποδέκτες των επενδύσεων στην ευρασιατική περιοχή είναι η Ρωσία (23,5 δισ. δολάρια, 26%), το Τουρκμενιστάν (17,5 δισ. δολάρια, 12,5%), το Καζακστάν (15,5 δισ. δολάρια, 11,1%), η Μογγολία (10,3 δισ. δολάρια, 7,4%) και το Ουζμπεκιστάν (8,8 δισ. δολάρια, 6,3%). Η Κεντρική Ασία συνολικά απορρόφησε το 51% των επενδύσεων που προήλθαν από την Κίνα, την Τουρκία, το Ιράν και τα κράτη του Κόλπου — δηλαδή περίπου 46,2 δισ. δολάρια — ποσό αυξημένο κατά 25% σε σχέση με το 2022.

Τέλος, οι εξερχόμενες επενδύσεις από την ευρασιατική περιοχή ανήλθαν συνολικά σε 49,4 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή υπερδιπλάσιες σε σύγκριση με το επίπεδο του 2016. Η Τουρκία απορροφά το 80% των εν λόγω επενδύσεων, με σημαντικό ποσοστό τους να προέρχεται από ρωσικά κεφάλαια.

 

Διπλωματικές Στρατηγικές και Πολυμερείς Συνεργασίες

Η διπλωματική προσέγγιση της Τουρκίας στην Κεντρική Ασία έχει εξελιχθεί σε μια πολυδιάστατη στρατηγική που περιλαμβάνει τόσο διμερείς όσο και πολυμερείς συνεργασίες. Ιδιαίτερα, η Τουρκία έχει χρησιμοποιήσει την συμμετοχή της σε περιφερειακούς Οργανισμούς, όπως το Συμβούλιο Συνεργασίας Τουρκικών Χωρών (το οποίο μετονομάστηκε σε Οργάνωση Τουρκικών Κρατών το 2021), για να προωθήσει την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική συνεργασία με χώρες όπως το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Κιργιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Αυτό το πολυμερές πλαίσιο επιτρέπει στην Τουρκία να συντονίζει την εξωτερική της πολιτική με τις χώρες της περιοχής, προωθώντας κοινά συμφέροντα στον τομέα του εμπορίου, της ασφάλειας της ενέργειας και της περιφερειακής σταθερότητας.

Οι τουρκικές επενδύσεις στην Κεντρική Ασία συνεχώς αυξάνονται και διαφοροποιούνται σε διάφορους τομείς, ενισχύοντας τις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις της Τουρκίας με την περιοχή. Από τις ενεργειακές συμφωνίες μέχρι τις υποδομές και την πολιτιστική διπλωματία, οι τουρκικές επενδύσεις βοηθούν στην ανάπτυξη των χωρών της Κεντρικής Ασίας και στην εδραίωση της Τουρκίας ως στρατηγικό παράγοντα στην περιοχή.

Β) Το Ισραήλ και η επιστροφή στην

Κεντρική Ασία

Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το Ισραήλ αναγνώρισε την ανάγκη να ενισχύσει την παρουσία του στην περιοχή, όχι μόνο για ανθρωπιστικούς και πολιτισμικούς λόγους, αλλά και ως στρατηγική απάντηση στη μαζική μετανάστευση Εβραίων από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες προς το Ισραήλ, γεγονός που περιόριζε τον πληθυσμό και κατά συνέπεια, την πολιτιστική του επιρροή στην πρώην Σοβιετική Κεντρική Ασία.

Μέσα σε αυτό το νέο γεωπολιτικό τοπίο, το Ισραήλ υιοθέτησε μια πολυδιάστατη προσέγγιση «ήπιας ισχύος» (soft power), βασισμένη στην πολιτισμική διπλωματία και την επιχειρηματικότητα. Επιφανείς επιχειρηματίες και διανοούμενοι της Μπουχαρικής διασποράς (Εβραίοι της Κεντρικής Ασίας), κυρίως από το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ξεκίνησαν πρωτοβουλίες για την αναστήλωση συναγωγών, την ίδρυση πολιτιστικών κέντρων και την αναβίωση εβραϊκών βιβλιοθηκών και αρχείων, ενισχύοντας τη μνήμη και την ταυτότητα της εβραϊκής παρουσίας στην περιοχή. Οι δράσεις αυτές δεν είχαν μόνο συμβολικό χαρακτήρα λειτουργούσαν επίσης ως μηχανισμός ενίσχυσης της ισραηλινής πολιτισμικής και πολιτικής παρουσίας σε ένα γεωγραφικό χώρο με αυξανόμενη στρατηγική σημασία.

Παράλληλα, το Ισραήλ αξιοποίησε τη γεωπολιτική διαφοροποίηση ορισμένων μετασοβιετικών δημοκρατιών, όπως το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν, οι οποίες μετά την ανεξαρτητοποίησή τους επιδίωξαν την απεμπλοκή από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και την υιοθέτηση ενός πιο κοσμικού και πολυδιάστατου διεθνούς προσανατολισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ιερουσαλήμ διαμόρφωσε σχέσεις συνεργασίας, οι οποίες εδραιώθηκαν κυρίως μέσα από τον άξονα Ισραήλ–Αζερμπαϊτζάν, που λειτουργεί ως διαμεσολαβητική «γέφυρα» πολιτικής επιρροής μεταξύ του Ισραήλ και των τουρκογενών κρατών της Κεντρικής Ασίας.

Η επαναδραστηριοποίηση της Μπουχαρικής εβραϊκής κληρονομιάς εκ μέρους του Ισραήλ δεν είναι επομένως ένα απλό φαινόμενο επιστροφής στη μνήμη. Αποτελεί μια στοχευμένη στρατηγική πολιτισμικής διπλωματίας, μέσω της οποίας επιδιώκεται η εδραίωση διαύλων επιρροής σε ένα χώρο που, ιστορικά και γεωπολιτικά, διατηρεί ιδιαίτερη σημασία για την ισραηλινή εξωτερική πολιτική και τη διαχείριση της διασποράς.

Οι ισραηλινές επενδύσεις στην Κεντρική Ασία αυξάνονται σταθερά, αντανακλώντας την ενίσχυση των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων, καθώς και την επιθυμία του Ισραήλ να επεκτείνει την επιρροή του σε μια περιοχή με υψηλή στρατηγική αξία και σημαντικούς φυσικούς πόρους:

• Καζακστάν: Το συνολικό ύψος των ισραηλινών επενδύσεων τα τελευταία 30 χρόνια υπερβαίνει τα 240 εκατομμύρια δολάρια, με πάνω από 160 ισραηλινές εταιρείες να δραστηριοποιούνται στη χώρα. Το 2021, οι άμεσες επενδύσεις από το Ισραήλ ανήλθαν σε 5,3 εκατομμύρια δολάρια.

• Ουζμπεκιστάν: Οι ισραηλινές εξαγωγές προς τη χώρα ανήλθαν σε 35,9 εκατομμύρια δολάρια το 2020, ενώ οι εξαγωγές του Ουζμπεκιστάν προς το Ισραήλ ανήλθαν σε 2,42 εκατομμύρια δολάρια. Στην περιοχή λειτουργούν περισσότερες από 45 κοινές επιχειρήσεις με ισραηλινή συμμετοχή, κυρίως σε γεωργία, υποδομές και υγεία.

• Κιργιστάν: Το 2024, οι ισραηλινές επενδύσεις στον τομέα των μετοχών και αξιών έφτασαν τα 13,5 δισεκατομμύρια KGS (περίπου 150 εκατομμύρια δολάρια), ποσό που αντιστοιχεί στο 64,8% των συνολικών ξένων επενδύσεων στην αγορά αξιών της χώρας.

 

Η Κύπρος στην Κεντρική Ασία

Η διμερής σχέση Κύπρου–Ισραήλ έχει αναδειχθεί σε πρότυπο στρατηγικής αλληλεξάρτησης στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, βασισμένη στην αμοιβαία εξυπηρέτηση συμφερόντων και τη συμπληρωματικότητα γεωπολιτικών προσανατολισμών. Η Κυπριακή Δημοκρατία, αξιοποιώντας τη θέση της ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, προσφέρει στο Ισραήλ θεσμική και πολιτική πρόσβαση στο ευρωπαϊκό σύστημα, καθώς και ένα σταθερό γεωστρατηγικό εφαλτήριο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Από την πλευρά του, το Ισραήλ ενισχύει την κυπριακή εξωτερική πολιτική μέσω συνεργασιών σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, άμυνας και ενέργειας, συμβάλλοντας στην αναβάθμιση του περιφερειακού ρόλου της Λευκωσίας και στην ενίσχυση της διεθνούς της νομιμοποίησης. Η σχέση αυτή εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο αναδυόμενων πολυμερών συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Κεντρική Ασία, όπου Κύπρος και Ισραήλ επιδιώκουν τον αναπροσδιορισμό ισορροπιών έναντι τρίτων δρώντων, κυρίως της Τουρκίας και του Ιράν.

Η στρατηγική παρουσία του Ισραήλ στην Κεντρική Ασία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό δόγμα, που εστιάζει στην ανάσχεση της περιφερειακής επιρροής του Ιράν και της Τουρκίας και στην εξισορρόπηση της τουρκικής επιρροής στον τουρκόφωνο κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ επιδιώκει τη διαμόρφωση ενός τριμερούς ενεργειακού και γεωοικονομικού άξονα Κύπρου–Ισραήλ–Αζερμπαϊτζάν, με στόχο την ενίσχυση της περιφερειακής συνδεσιμότητας και την αποδυνάμωση ανταγωνιστικών παικτών.

Το Ισραήλ επιδιώκει επίσης την αποκόλληση του Αζερμπαϊτζάν από την αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας στην περιοχή. Η Τουρκία, με τις στενές πολιτιστικές και πολιτικές σχέσεις που διατηρεί με το Αζερμπαϊτζάν, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη στρατηγική του Μπακού. Ωστόσο, το Ισραήλ επιθυμεί να ενισχύσει τις διμερείς σχέσεις του με το Αζερμπαϊτζάν, προσπαθώντας να αποδυναμώσει την τουρκική επιρροή και να δημιουργήσει ένα πλαίσιο για την ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου στρατηγικού εταίρου στην περιοχή του Καυκάσου. Με την ενίσχυση αυτών των σχέσεων, το Ισραήλ επιδιώκει να εδραιώσει την παρουσία του στην περιοχή, αποφεύγοντας την υπερβολική εξάρτηση του Αζερμπαϊτζάν από την τουρκική πολιτική και ενδυναμώνοντας τα συμφέροντα της Δύσης.

Επιπλέον, η στρατηγική του Ισραήλ στην Κεντρική Ασία περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας γεωπολιτικής ζώνης που θα περιβάλλει στρατηγικά το Ιράν, με στόχο την περικύκλωση της ιρανικής επιρροής. Το Ιράν αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες στρατηγικές απειλές για το Ισραήλ, και οι συνεχείς προσπάθειές του Ιράν για επέκταση της επιρροής του στην Κεντρική Ασία καθιστούν την περιοχή κρίσιμο σημείο αναφοράς για την ασφάλεια του Ισραήλ. Η ενίσχυση των διπλωματικών και στρατηγικών δεσμών του Ισραήλ με χώρες όπως το και το Καζακστάν επιτρέπει στο Ισραήλ να διατηρήσει ισχυρούς συμμάχους, οι οποίοι ενδέχεται να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην αυξανόμενη επιρροή του Ιράν αλλά και της Τουρκίας στην περιοχή.

Ο στρατηγικός στόχος του Ισραήλ στην Κεντρική Ασία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, το οποίο επιδιώκει την εδραίωση της Κύπρου ως διπλωματικού και οικονομικού παράγοντα στην περιοχή, ενισχύοντας ταυτόχρονα την επιρροή του Ισραήλ και των συμμάχων του. Η Κύπρος, λόγω της στρατηγικής της θέσης ως συνδετικός κρίκος μεταξύ Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Κεντρικής Ασίας, αναδεικνύεται σε κρίσιμο εταίρο για το Ισραήλ, ιδίως στους τομείς της ενέργειας, της ασφάλειας και της επιχειρηματικής συνεργασίας. Με άλλα λόγια η Κύπρος μπορεί να δώσει στους συμμάχους του Ισραήλ στην περιοχή ένα εταιρικό περιβάλλον όπου πια ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας της περιοχής να περάσει στα χέρια της Κύπρου και του Ισραήλ με ευρωπαϊκούς όρους και τραπεζική διαφάνεια. Η συνεργασία αυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση της διπλωματικής παρουσίας της Κύπρου στην Κεντρική Ασία, προωθώντας έναν ρόλο πιο ενεργό και συνεκτικό σε περιφερειακές και διεθνείς συζητήσεις, ενώ παράλληλα συνδράμει στην υλοποίηση κοινών στρατηγικών στόχων.

Η Κεντρική Ασία λειτουργεί ως γεωστρατηγικός ενδιάμεσος χώρος (intermediary space), στον οποίο το Ισραήλ προωθεί μια πολιτική έξυπνης ισχύος (smart power), συνδυάζοντας οικονομικά εργαλεία με τεχνολογική και στρατιωτική συνεργασία. Παράλληλα, η εδραίωση της Κύπρου ως διπλωματικού και ενεργειακού κόμβου επιτρέπει στο Ισραήλ να ενισχύσει την πολυμερή του προβολή στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας.

Ενεργειακό τόξο

Ο στρατηγικός στόχος του Ισραήλ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Κεντρικής Ασίας είναι η δημιουργία ενός ενεργειακού τόξου που θα συνδέει την Κύπρο, το Ισραήλ και το Αζερμπαϊτζάν, με σκοπό την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας και τη γεωπολιτική απομόνωση των δυο κύριων αντιπάλων του, του Ιράν και της Τουρκίας. Η δημιουργία αυτού του ενεργειακού διαδρόμου δεν περιορίζεται μόνο στην προώθηση κοινού ενεργειακού σχεδιασμού, αλλά αποτελεί και μια στρατηγική κίνηση για να περιοριστούν οι γεωπολιτικές και ενεργειακές επιρροές του Ιράν και της Τουρκίας στην περιοχή.

Η Κύπρος, με την κρίσιμη γεωγραφική της θέση, το Ισραήλ και το Αζερμπαϊτζάν αποτελούν ένα εν δυνάμει σύνολο που μπορεί να δημιουργήσει έναν ασφαλή, αξιόπιστο και στρατηγικό ενεργειακό διάδρομο για την εξαγωγή φυσικού αερίου και άλλων ενεργειακών πόρων στην Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή. Επίσης αν το ενεργειακό τόξο συνδεθεί και με τον αγωγό που θα αρχίζει από την Ινδία ήδη η Δύση θα ελέγχει όλο το βόρειο ημισφαίριο αφενός από την Ινδία μέχρι την Ευρώπη και στον Βορρά μέσω του Αρκτικού Κύκλου αν τα σχέδια Τραμπ προχωρήσουν όσων αφορά την επαναφορά της Γροιλανδίας και των αρκτικών περασμάτων στην εμπορική ναυσιπλοΐα. Μέσω αυτής της συνεργασίας, το Ισραήλ στοχεύει στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας του Ιράν στον τομέα της ενέργειας, περιορίζοντας παράλληλα την επιρροή της Τουρκίας στην περιοχή, αλλά εντάσσει και την Κύπρο σε σημαντικό παγκόσμιο εμπορικό και ενεργειακό πυλώνα.

Η δημιουργία αυτού του ενεργειακού τόξου μεταξύ Κύπρου, Ισραήλ και Αζερμπαϊτζάν προάγει μια αμοιβαία επωφελή συνεργασία στον τομέα των ενεργειακών υποδομών, όπως η κατασκευή αγωγών φυσικού αερίου, η ανάπτυξη εξαγωγικών υποδομών και η ανάπτυξη κοινών έργων στον τομέα της ανανεώσιμης ενέργειας.

Ταυτόχρονα, η γεωπολιτική αυτή συνεργασία ενισχύει τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ αυτών των χωρών. Η Κύπρος, ως κράτος μέλος της Ε.Ε., προσφέρει στο Ισραήλ και το Αζερμπαϊτζάν τη δυνατότητα να διεισδύσουν στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, ενώ ταυτόχρονα η στρατηγική συνεργασία συμβάλλει στην ενίσχυση της θέσης τους στην περιοχή, περιορίζοντας την επιρροή των παραδοσιακών γεωπολιτικών παικτών, όπως η Τουρκία και το Ιράν. Επιπλέον, η ενεργειακή συνεργασία αυτή μπορεί να προσφέρει στις χώρες αυτές ένα νέο μοχλό επιρροής στο διεθνές πεδίο, καθιστώντας τους κρίσιμους παίκτες στις γεωπολιτικές εξελίξεις της Ανατολικής Μεσογείου και της Κεντρικής Ασίας.

Η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε πολυμερή ενεργειακά και στρατηγικά σχήματα συνεργασίας με κράτη της Κεντρικής Ασίας εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική διεθνούς θεσμοθέτησης και ενίσχυσης της διπλωματικής της υπόστασης. Η εμπλοκή αυτή λειτουργεί ως μηχανισμός ενίσχυσης της κρατικής νομιμοποίησης σε διεθνές επίπεδο, αμφισβητώντας εμπράκτως τις τουρκικές αφηγήσεις περί de facto διχοτόμησης και περιορισμένης διεθνούς αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η ενίσχυση των διμερών σχέσεων Κύπρου–Ισραήλ και η προώθηση τριμερών ή πολυμερών μηχανισμών συνεργασίας με κράτη του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας συνιστούν στρατηγικές κινήσεις που ενδέχεται να περιορίσουν την τουρκική επιρροή σε παραδοσιακές γεωπολιτικές της ζώνες, υπονομεύοντας το αφήγημα της Άγκυρας περί αδιαμφισβήτητης πολιτισμικής και γεωστρατηγικής εγγύτητας με τον τουρκόφωνο χώρο.

* Συμβούλου Εξωτερικής Πολιτικής και Επενδύσεων

Διαβάστε επίσης: The Trade Wars: Η μπλόφα του Τραμπ και το τίμημα της απερισκεψίας

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ