Ανώτατο: Απέρριψε αιτήματα για εξαιρέσεις δικαστών σε εφέσεις για μισθούς δημοσίων υπαλλήλων

Οι εφέσεις τέθηκαν ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πολύ καλούς λόγους που είναι τα θεμελιακά συνταγματικά θέματα και η σημασία, ενδεχομένως, των συνεπειών τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ομόφωνα απέρριψε σήμερα τα αιτήματα του Γενικού Εισαγγελέα, Κώστα Κληρίδη, και της Δικηγόρου της Αρχής Λιμένων Κύπρου για εξαίρεση αριθμού δικαστών από την εξέταση των εφέσεων κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, επικαλούμενο τον Κανόνα της Ανάγκης.

Σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να συγκροτηθεί άλλο νόμιμο δικαστήριο για να εκδικάσει μια υπόθεση, είναι επιτρεπτό, δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης, να μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου και δικαστές που έχουν ακόμη και άμεσο οικονομικό συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, κατά παρέκκλιση προς το γενικό κανόνα, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο σκεπτικό της απόφασης.

Οι εφέσεις αυτές, αναφέρει, τέθηκαν ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πολύ καλούς λόγους που είναι τα θεμελιακά συνταγματικά θέματα και η σημασία, ενδεχομένως, των συνεπειών τους.

Αναφορά γίνεται στο γεγονός ότι η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου είναι το ανώτατο δικαστικό όργανο της χώρας και στην περίπτωση ερμηνείας του Συντάγματος εκτελεί τα καθήκοντα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το Σύνταγμα.

Η Πλήρης Ολομέλεια, σημειώνεται στην απόφαση, «συνεδριάζει όχι κατά το δοκούν, αλλά σπάνια και προς τελεσίδικη επίλυση ύψιστων συνταγματικών θεμάτων ή προς ευθυγράμμιση της νομολογίας επί ορισμένου θέματος εφόσον παρατηρείται απόκλιση σε αποφάσεις των Εφετείων».

Το σώμα, συνεχίζει το σκεπτικό της απόφασης, «έχει το βάρος, αλλά και την ευθύνη της συλλογικότητας όλων των Ανώτατων Δικαστών της Δημοκρατίας».

«Η συλλογική συνείδηση εκτέλεσης του ύψιστου καθήκοντος της εκδίκασης θεμελιακών ζητημάτων που άπτονται των ατομικών ελευθεριών κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν επιτρέπει, κατά κανόνα, εξαιρέσεις», προστίθεται.

Διαφορετικά, επισημαίνεται, η Πλήρης Ολομέλεια «καταργείται ως θεσμός και η Πολιτεία παύει να έχει τον κατ’ εξοχή θεματοφύλακα, στον οποίο το Σύνταγμα εμπιστεύθηκε επίλυση ζητημάτων λειτουργίας της Πολιτείας, αλλά και των πολιτών της.

Σύμφωνα με το Ανώτατο, «αποτελεί υποχρέωση της Πλήρους Ολομέλειας να διατηρήσει την πλήρη σύνθεσή της». Όταν, προστίθεται, «ζητήθηκε η διεύρυνση του Εφετείου και η παραπομπή των εφέσεων ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας, πιστεύουμε ότι οι εφεσείοντες ήθελαν να έχουν την απόφαση αυτού του Σώματος, αφού ακουστούν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα τα οποία είναι αμιγώς νομικής και συνταγματικής υφής και ουδόλως σχετίζονται με ζητήματα μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων».

Αναφορά γίνεται στο γεγονός ότι με δεδομένα όλα τα αιτήματα εξαίρεσης, όχι μόνο Πλήρης Ολομέλεια (δεκατριών Δικαστών) ή τουλάχιστον επτά Δικαστών, δεν μπορεί να συγκροτηθεί, αλλά ούτε καν Τριμελές Εφετείο, θα είναι δυνατόν να συγκροτηθεί.

Θεωρούμε, αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, «ότι εν προκειμένω ενεργοποιείται ο Κανόνας της Ανάγκης» (Rule of Necessity) και προχωρεί να παραθέσει νομολογία επ’ αυτού.

Η γενική αρχή του Κανόνα της Ανάγκη, που ισχύει και στο Κοινό Δίκαιο, αναφέρεται, «θέτει ότι όταν τέτοιος αριθμός Μελών του μοναδικού αρμοδίου Δικαστηρίου επηρεάζεται από κώλυμα που επιβάλλει την εξαίρεσή τους, ώστε να μην μπορεί να συγκροτηθεί τέτοιο Δικαστήριο, τότε όλα τα Μέλη του Δικαστηρίου έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να ακούσουν και να αποφασίσουν την υπόθεση».

Κρίνουμε υπό τις περιστάσεις, σημειώνεται, «ότι το δικαστικό μας καθήκον υπερέχει και επιβάλλει όπως οι εξαιρετικά σημαντικές και κρίσιμες αυτές υποθέσεις κριθούν από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με Δεκατριμελή σύνθεση, ως η απόφασή μας».

Είναι αναγκαίο δηλαδή, διευκρινίζεται, «όπως όλοι οι Δικαστές, μηδενός εξαιρουμένου, συμμετέχουν, ανεξαρτήτως κωλυμάτων, ώστε να συγκροτηθεί νομίμως Πλήρης Ολομέλεια για την εκδίκαση αυτών των εξαιρετικά σημαντικών Εφέσεων, όπως ήταν και παραμένει το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα, το οποίον εγκρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, με τη συμφωνία όλων των πλευρών και η απόφαση εκείνη ουδέποτε αμφισβητήθηκε».

Η εκδίκαση των εφέσεων είχε διακοπεί όταν ο Γενικός Εισαγγελέας και η δικηγόρος της Αρχής Λιμένων είχαν ζητήσει εξαίρεση αριθμού Δικαστών, περιλαμβανομένου και του Προέδρου του Ανωτάτου, «τονίζοντας συγχρόνως ότι δεν τίθεται προς αμφισβήτηση η εντιμότητα και η ακεραιότητα των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

Όπως αναφέρεται, οι κύριοι λόγοι εξαίρεσης αφορούσαν στο ότι έξι Δικαστές είναι σύζυγοι ή γονείς δημοσίων υπαλλήλων, ή συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων που δεν είναι διάδικοι στις παρούσες εφέσεις, ούτε και καταχώρησαν σχετικές προσφυγές.

Έξι, περιλαμβανομένων τριών εκ των πιο πάνω, καταχώρισαν προσφυγές στο Διοικητικό Δικαστήριο ζητώντας την ακύρωση της διοικητικής απόφασης για μείωση του μισθού τους εξαιτίας του ότι είναι και λήπτες σύνταξης κοινωνικών ασφαλίσεων, στηριζόμενοι μεταξύ άλλων και στο Άρθρο 23 του Συντάγματος.

Επίσης ο Πρόεδρος του Ανωτάτου έχει αντιδικία με την ΑΛΚ στο στάδιο της έφεσης για ακίνητο της οικογένειας του το οποίο απαλλοτριώθηκε πριν 50 χρόνια για σκοπούς κατασκευής Λιμένος στη Λάρνακα.  Παράλληλα, ο Δικαστής Τεύκρος Οικονόμου, ανέφερε ότι έχει δύο τέκνα δικηγόρους που εργάζονται σε δικηγορικό γραφείο που μετέχει στις παρούσες εφέσεις. Ο Δικαστής Λιάτσος ανέφερε επίσης ότι έχει προσωπική προσφυγή με συνήγορο του δικηγόρο που εμφανίζεται σε μια από τις παρούσες εφέσεις.

Πηγή: ΚΥΠΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ