Η υπεράσπιση του Aykout, ο φόβος των μουσουλμάνων και η αγάπη του γιου

Η υπεράσπιση επικαλέστηκε την ηλικία, την υγεία και τον φόβο του Ισραηλινο-Τούρκου επιχειρηματία για τις φυλακές, ζητώντας επιείκεια. Το Κακουργιοδικείο, ωστόσο, έκρινε πως ο ίδιος «έθεσε τα θεμέλια της εγκληματικής δράσης» εις βάρος Ελληνοκυπρίων εκτοπισθέντων σε μια απόφαση που χαρακτηρίζεται ως «καινοφανής».

Του Ξένιου Μεσαρίτη

Η σημερινή απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην υπόθεση Shimon Mistriel Aykout αποτελεί με μια πρώτη ανάγνωση μια ιστορική στιγμή για τον σφετερισμό ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα.

Ο 75χρονος Ισραηλινο-Τούρκος επιχειρηματίας, με παραδοχή ενοχής σε 40 κατηγορίες δόλιων συναλλαγών, καταδικάστηκε για τη συμμετοχή του στην ανέγερση έξι τουριστικών συγκροτημάτων (“Ceasar Resort”, “Ceasar Blue”, “Ceasar Cliff” κ.ά.) σε γη Ελληνοκυπρίων σε Αμμόχωστο και Κερύνεια.

Η υπεράσπιση και τα ελαφρυντικά

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπεράσπιση του κατηγορούμενου όπου σύμφωνα με την απόφαση «οι ευπαίδευτες συνήγοροι Υπεράσπισης προσκόμισαν στο Δικαστήριο» επιχειρώντας να μετατοπίσουν το βάρος στον γιο του, παρουσιάζοντας τον κατηγορούμενο ως έναν ηλικιωμένο πατέρα που παρασύρθηκε από την αγάπη του.

Όπως ανέφερε το Δικαστήριο, η δικηγόρος του Aykout ζήτησε «εξατομίκευση της ποινής», προβάλλοντας το λευκό ποινικό μητρώο, την ηλικία και τη μεταμέλεια του Αϊκούτ.

«Η αγάπη του προς τον υιό του, η απόλυτη αφοσίωση προς το πρόσωπό του και η θέληση να τον δει να κάνει τα δικά του βήματα, τον παρακίνησαν να δράσει με τον τρόπο που έδρασε», ανέφερε η αγόρευση υπεράσπισης.

Αντίθετες απόψεις και μουσουλμανική θρησκεία στις φυλακές

Η συνήγορος έκανε λόγο για φόβο και αγωνία που βιώνει διαρκώς στις Κεντρικές Φυλακές, «σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχουν άτομα με αντίθετες πολιτικές απόψεις και μουσουλμανική θρησκεία», ζητώντας από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τις συνθήκες κράτησής του και το πρόβλημα υγείας του, καθώς και την κοινωνική του προσφορά.

Ωστόσο, στην απόφαση τονίζεται ότι, παρά τις μετριαστικές περιστάσεις, η συμβολή του ήταν καθοριστική σημειώνοντας ανάμεσα στα άλλα ότι «Ο Κατηγορούμενος έθεσε τα ‘θεμέλια’ για να κτιστεί η όλη εγκληματική δράση των δόλιων συναλλαγών… διευκόλυνε ουσιαστικά τρίτο πρόσωπο στην υλοποίηση του έργου».

«Ίδρυσε ο ίδιος «εταιρεία» στα κατεχόμενα παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως «διευθυντή» και «μέτοχο» αυτής. Μέσω της εν λόγω «εταιρείας», διευκόλυνε ουσιαστικά τρίτο πρόσωπο, στην υλοποίηση του έργου, ήτοι την ανέγερση τουριστικών συγκροτημάτων, σε τεμάχια γης, χωρίς τη συγκατάθεση των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών τους, προσφέροντας οικιστικές μονάδες προς πώληση».

Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση ότι έδρασε υπό την επιρροή του γιου του, υπογραμμίζοντας ότι, ενώ γνώριζε πως τα έργα γίνονταν σε γη Ελληνοκυπρίων, αποδεχόταν τις αποφάσεις και ενεργούσε προς υλοποίησή τους.

«Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η αγάπη προς τον γιο του μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για την καταφυγή του σε εγκληματικές δραστηριότητες αυτής της σοβαρότητας», ανέφερε ρητά το Δικαστήριο.

Στο σκεπτικό της απόφασης, οι δικαστές υπενθυμίζουν ότι ο σφετερισμός ελληνοκυπριακών περιουσιών αποτελεί αδίκημα που έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις, σημειώνοντας πως οι δράστες «εκμεταλλεύονται μια de facto κατάσταση υπό τις ευλογίες της κατοχικής δύναμης».

«Η κερδοσκοπική εκμετάλλευση περιουσιών εκτοπισθέντων για ιδιοτελείς σκοπούς είναι απαράδεκτη και κατακριτέα», υπογραμμίζει η απόφαση.

Παρά την απολογία και τη ισχυριζόμενη μεταμέλειά του, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η εγκληματική του δράση διήρκεσε δέκα έτη, με συνολική αξία περιουσιών €38,9 εκατ., γεγονός που καθιστά την υπόθεση «εξόχως σοβαρή».

Διαβάστε επίσης: 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ